Η τραγωδία των σεισμών στη ΝΑ Τουρκία και οι ελληνοτουρκικές σχέσεις

Η τραγωδία των σεισμών στη ΝΑ Τουρκία και οι ελληνοτουρκικές σχέσεις


Γράφει ο
ΠΕΡΙΚΛΗΣ  ΝΕΑΡΧΟΥ
Πρέσβυς ε.τ.


Kαλώς έπραξε η Ελλάδα και έσπευσε μεταξύ των πρώτων να συμβάλει στη διάσωση επιζώντων και να προσφέρει ανθρωπιστική βοήθεια στα θύματα των σεισμών.

Η αλληλεγγύη και η συμπαράσταση σε πληθυσμούς που δοκιμάζονται από τέτοιους είδους φυσικές καταστροφές και τραγωδίες είναι ανθρώπινη ηθική υποχρέωση και καθήκον. Οι εκδηλώσεις αυτές είναι στον αντίποδα των διαμαχών και των συγκρούσεων που σπαράζουν τον κόσμο σε διάφορες περιοχές του και είναι πηγή ελπίδας για αλλαγές και διαφορετικές συμπεριφορές των ανθρώπων.

Δεν πρέπει όμως να δημιουργήσουν και αυταπάτες για τις δυνατότητές τους και το βεληνεκές τους. Ο Τουρκικός αναθεωρητισμός έχει, δυστυχώς, βαθιές ρίζες και έχει διαμορφωθεί σε στρατηγικά δόγματα και «οράματα» που δύσκολα ανατρέπονται και τα οποία έχουν, δυστυχώς, ενστερνισθεί όλα τα Τουρκικά κόμματα, εκτός από το κυβερνών κόμμα του Ερντογάν.

Αυτό το οποίο έχει επέλθει ως άμεση συνέπεια της καταστροφής των σεισμών είναι μια ανακωχή στην ένταση που καλλιεργεί συστηματικά η Τουρκική πλευρά, ως μέσο πιέσεως για να εξαναγκάσει την Ελληνική πλευρά σε αποδοχή διαπραγματεύσεων πάνω στη βάση που ζητά η ίδια, δηλαδή εκτός του πλαισίου του διεθνούς θαλασσίου δικαίου ή για τη δημιουργία τετελεσμένων γεγονότων.

Η ανακωχή αυτή συνδέεται άμεσα με τον απαιτούμενο χρόνο για την αντιμετώπιση των συνεπειών της καταστροφής και την επάνοδο της Τουρκίας σε μια σχετική ομαλότητα. Ο χρόνος αυτός υπολογίζεται, το ολιγότερο, σε 15 μήνες και το πιθανότερο σε 24 – 30 μήνες. Στο διάστημα αυτό, πρέπει να διεξαχθούν και οι προγραμματισμένες για τον Μάιο εθνικές εκλογές, οι οποίες θα μετατεθούν τουλάχιστον κατά ένα εξάμηνο. Θα επανεκλεγεί ο Ερντογάν; Η καταστροφή των σεισμών έδειξε πόσο εύθραυστη είναι η κατάσταση της Τουρκίας και πόσο σαθρή είναι η βάση των μεγαλεπήβολων οραμάτων που προβάλλει ο Ερντογάν. Έδειξε επίσης πόσο σημαντική είναι η βοήθεια και η στήριξη της Δύσεως για την Τουρκία.



Ο Ερντογάν έχει χαράξει όμως μια δεδομένη στρατηγική πορεία για την Τουρκία, από την οποία δύσκολα μπορεί να αποκλίνει, και για λόγους δικών του πεποιθήσεων αλλά και για λόγους κυρίαρχης ιδεολογίας, που έχει επιβάλει στο πολιτικό σκηνικό.

Ο συνασπισμός των κομμάτων που έχει δημιουργηθεί εναντίον του έχει ως Αχίλλειο πτέρνα την απουσία μιας ισχυρής, χαρισματικής προσωπικότητας, που θα ήταν το εκλογικό αντίπαλο δέος του Ερντογάν. Υπάρχει, επομένως, ισχυρή πιθανότητα να διατηρήσει ο Ταγίπ Ερντογάν το εκλογικό πλεονέκτημα, εφόσον αποδίδει στον Αλλάχ τη μεγάλη καταστροφή και όχι σε δική του υπαιτιότητα ή παράλειψη. Θα προσπαθήσει επίσης να διαχειρισθεί επιδέξια την ξένη βοήθεια για την ανοικοδόμηση των κατεστραμμένων περιοχών, πουλώντας πολιτικά κάθε βοήθεια στους σεισμόπληκτους και κυνηγώντας δικαστικά τους εργολάβους των «χάρτινων» πολυκατοικιών, που κερδοσκόπησαν εγκληματικά σε βάρος της ζωής των πολιτών.

Η θερμή ανταπόκριση που είχε στην Τουρκία η Ελληνική ανθρωπιστική βοήθεια παρακίνησε γνωστούς υποστηρικτές του κατευνασμού στην Ελληνική πλευρά να κάνουν πάλι λόγο για αναβίωση της διπλωματίας των σεισμών και για μια νέα ευκαιρία διαφορετικής πορείας στις ελληνοτουρκικές σχέσεις.

Η Ελληνική πλευρά δεν έχει κανέναν λόγο να μη θέλει διαφορετική πορεία στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, αλλά αυτό δεν εξαρτάται από την ίδια. Ο αναθεωρητισμός και ο επεκτατισμός εκπορεύονται από την άλλη πλευρά. Αυτό το οποίο πρέπει να προσέξει και στο οποίο πρέπει να παραμείνει σταθερή η Ελληνική πλευρά είναι η βάση του διεθνούς θαλασσίου δικαίου. Δεν μπορεί η Ελλάδα να δεχθεί πολιτικό παζάρι, όπως ζητά η Τουρκική πλευρά, εκτός του πλαισίου του διεθνούς θαλασσίου δικαίου. Δεν μπορεί επίσης να αφήνει τα δικαιώματά της, που απορρέουν από το διεθνές θαλάσσιο δίκαιο, όπως η επέκταση των χωρικών της υδάτων σε 12 μίλια και η ανακήρυξη ΑΟΖ, σε συνεχή εκκρεμότητα, όταν η Άγκυρα, μετά το casus belli, προχώρησε και στη λεγόμενη «Γαλάζια Πατρίδα», που αμφισβητεί ευθέως την Ελληνική ΑΟΖ.

Στρατηγικός στόχος της Άγκυρας ήταν πάντα η καθήλωση της Ελληνικής πλευράς σε μια πολιτική ψευτοσυνομιλιών, απραξίας και αδράνειας. Με τον τρόπο αυτό παρεμποδίζεται η Ελληνική πλευρά να αλλάξει στρατηγική και να αναλάβει βήματα που θα έκαναν πράξη, π.χ., τα δικαιώματά της σε ό,τι αφορά τα χωρικά της ύδατα, την ΑΟΖ και την έρευνα και εξόρυξη των ενεργειακών της πόρων.

Το προηγούμενο της διπλωματίας των σεισμών, επί Κώστα Σημίτη και Γιώργου Παπανδρέου, είναι αρκούντως διδακτικό, παρά το γεγονός ότι έγινε σε ένα πλαίσιο αρκετά διαφορετικό. Οι ΗΠΑ ήθελαν τότε τη γεωπολιτική πρόσδεση της Τουρκίας στην Ευρώπη, μέσα από μια πορεία εντάξεως στην ΕΕ, που υποτίθεται ότι θα την άλλαζε σταδιακά και θα την καθιστούσε «Ευρωπαϊ­κή» χώρα.

Στο πλαίσιο αυτό ενθαρρύνθηκε η Ελλάδα να αναλάβει ρόλο πρωταγωνιστή, για «να σύρει το κάρο της Τουρκίας στην Ευρώπη» με το μύθευμα ότι αυτό θα μετέτρεπε τα ελληνοτουρκικά προβλήματα σε Ευ­ρω-Τουρκικά. Όλοι γνωρίζουμε τι τελικά έγινε. Η Τουρκία ακολούθησε τον δρόμο του Ισλάμ, υπό τον Ερντογάν, και του Οθωμανικού αυτοκρατορισμού και τα ελληνοτουρκικά προβλήματα, αντί να μετατραπούν σε Ευρω-Τουρκικά και να υποβαθμισθούν, κλιμακώθηκαν, α­ντιθέτως, σε πολιτικές «Γαλάζιας Πατρίδας» και απροκάλυπτου αναθεωρητισμού και επεκτατισμού κα­τά της Ελλάδος.

Στο ίδιο πνεύμα είναι και οι Τουρκικές πολιτικές στην Κύπρο. Με το δέλεαρ μιας αποδεκτής «λύσεως», που θα μείωνε την έκταση και τις συνέπειες της Τουρκικής κατοχής, η Άγκυρα καθήλωσε την Ελληνική πλευρά σε «αιώνιες» διακοινοτικές συνομιλίες, που μετατρέπουν εκ των πραγμάτων το Κυπριακό από πρόβλημα εισβολής και κατοχής σε διακοινοτικό δήθεν πρόβλημα. Για να μη διακοπεί ο «διάλογος» και η ελπίδα της «λύσεως», η Ελληνική πλευρά ενεπλάκη σε μια διελκυστίνδα συνεχών υποχωρήσεων, που οδήγησαν μέχρι την αποδοχή της περιβόητης «διζωνικής ομοσπονδίας, με πολιτική ισότητα», Τουρκο-Βρετανικό εφεύρημα, ως πλαισίου «λύσεως».

Προς την κατεύθυνση αυτή συνέτρεξαν οι ηγεσίες των δύο μεγάλων κομμάτων, του ΔΗΣΥ και του ΑΚΕΛ. Το τελευταίο προέταξε ως δήθεν «υψηλή στρατηγική» την προσέγγιση με τους Τουρκοκυπρίους, που έγινε εύσχημο πρόσχημα για την προσέγγιση των πολιτικών της Άγκυρας, με τις οποίες ταυτίζο­νται αναγκαστικά οι Τουρκοκύπριοι, ακόμη και αν υποθέσουμε ότι δεν το θέλουν.

Η εκλογή ως νέου Προέδρου του Νίκου Χριστοδουλίδη διεμβολίζει την κυρίαρχη μέχρι τώρα άτυπη συμμαχία ΔΗΣΥ και ΑΚΕΛ, με την οποία συνέτρεχε και ο ξένος Βρετανικός παράγων. Διεμβολίζει επίσης τον ΔΗΣΥ, ο ο­ποίος δεν έχει πλέον τη συμπαγή και ενδοτική πολιτική υπέρ μιας «λύσεως» διζωνικής ομοσπονδίας, με πολιτική ισότητα, που θα έθετε ολόκληρη την Κύπρο υπό Τουρκικό γεωπολιτικό έλεγχο. Η εκλογή Χριστοδουλίδη απέτρεψε ουσιαστικά μια καταστροφική «λύση» που θα απεργάζονταν οι ηγεσίες του ΑΚΕΛ και του ΔΗΣΥ μαζί με τον ξένο παράγοντα.

Από την άποψη αυτή, το όχι του Κυπριακού λαού είναι ένα δεύτερο ΟΧΙ, μετά από εκείνο του Σχεδίου Ανάν το 2004. Η αναδιάταξη στο εσωτερικό μέτωπο δημιουργεί επίσης την ελπίδα να ευθυγραμμισθούν και να εναρμονισθούν οι εξελίξεις στο εσωτερικό μέτωπο της Κύπρου με τη νέα στρατηγική κατάσταση στην περιοχή, που είναι ευνοϊκή για την Ελληνική πλευρά.

Τι θα πράξει ο νέος Πρόεδρος της Κύπρου; Θα φανεί αντάξιος των ελπίδων και των προσδοκιών όλων όσων επένδυσαν στη δική του υποψηφιότητα, προσβλέπο­ντας σε μια ουσιαστική αλλαγή πολιτικής και στρατηγικής στο Κυπριακό;

Η Τουρκική πλευρά έχει κάθε λόγο να προσπαθήσει να καθηλώσει την Ελληνική πλευρά στην ίδια πολιτική, συνεργαζόμενη με τις ηττημένες πολιτικές δυνάμεις, που υποστηρίζουν με κάθε τρόπο τη δήθεν «λύση». Αυτό το νόημα έχει η σπουδή του Τουρκοκύπριου ηγέτη Τατάρ να συναντήσει τον νέο Κύπριο Πρόεδρο πριν καν σχηματίσει τη νέα κυβέρνηση και πριν προβεί αυτή στις προγραμματικές της δηλώσεις.

Η αλλαγή πολιτικής και στρατηγικής επιβάλλεται από τα ίδια τα πράγματα και δεν επιτρέπο­νται νέες αυταπάτες.


ΤΟ ΠΑΡΟΝ

Σχολιάστε εδώ