Γιώργος Κατρούγκαλος στο “Π”: Διπλωματία των σεισμών και εθνική στρατηγική
Του
ΓΙΩΡΓΟΥ ΚΑΤΡΟΥΓΚΑΛΟΥ
Καθηγητή Δημοσίου Δικαίου,
Τομεάρχη Εξωτερικών ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ
Ο πρόσφατος καταστροφικός σεισμός στην Τουρκία ανέδειξε για μια ακόμη φορά τα αυθόρμητα αισθήματα αλληλεγγύης του ελληνικού λαού προς κάθε άλλο λαό που δοκιμάζεται από φυσικές ή άλλες καταστροφές και ειδικά τους γείτονές του. Έτσι, έτυχε γενικής αποδοχής, ακόμη και από τα συστημικά ΜΜΕ και συντηρητικούς πολιτικούς, ένα αξίωμα που παλιότερα το ακούγαμε κυρίως από την Αριστερά:
Οι λαοί δεν έχουν να χωρίσουν τίποτα μεταξύ τους. Επιβεβαιώνονται άλλωστε με τον τρόπο αυτό και πρόσφατες παράλληλες δημοσκοπήσεις σε Ελλάδα και Τουρκία, που διεξήχθησαν από την MRB και την τουρκική KONDA, σύμφωνα με τις οποίες η κοινή γνώμη και στις δύο χώρες στη συντριπτική της πλειοψηφία δεν θεωρεί εξ ορισμού εχθρό τον γείτονα λαό: 68% των Ελλήνων και 73% των Τούρκων θεωρούν ότι είμαστε γείτονες και πρέπει να βρούμε έναν τρόπο φιλικής συμβίωσης. Μάλιστα, ανάλογες μεγάλες πλειοψηφίες αποδίδουν την ευθύνη για την ένταση στους πολιτικούς (71,7% των Ελλήνων, 54,5% των Τούρκων – δεν προκύπτει σαφώς από την ερώτηση, μάλλον όμως όσοι απαντούν έτσι έχουν στο μυαλό τους τους πολιτικούς της άλλης χώρας).
Αυτό σημαίνει, άραγε, ότι αυτομάτως, μετά τη συμμετοχή της ΕΜΑΚ στις επιχειρήσεις διάσωσης και τα θετικά σχόλια του τούρκου ΥΠΕΞ κατά την επίσκεψη του έλληνα ομολόγου του στην Τουρκία, περνάμε σε μια νέα εποχή στις διμερείς σχέσεις; Δυστυχώς, τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά. Είναι, βεβαίως, αλήθεια ότι άμεσα θα υπάρξει μια βραχυπρόθεσμη ύφεση στην επιθετικότητα της Άγκυρας, δεδομένου ότι η προσοχή τόσο του Προέδρου Ερντογάν όσο και του συνόλου του πολιτικού συστήματος αντικειμενικά στρέφεται γύρω από τις ανάγκες επανοικοδόμησης των κατεστραμμένων περιοχών.
Κάτι τέτοιο όμως δεν σημαίνει ότι η πάγια τουρκική αναθεωρητική στρατηγική θα μεταβληθεί άρδην. Αυτή είναι διαχρονικά εδραιωμένη, οριζόντια, σε όλα τα πολιτικά κόμματα, με εξαίρεση το αριστερό HDP. Για να περάσουμε πράγματι σε μια άλλη εποχή των ελληνοτουρκικών σχέσεων, χρειάζεται πρώτα από όλα μια δική μας εθνική στρατηγική, αλλά και ένας μερικός τουλάχιστον επαναπροσανατολισμός της Τουρκίας προς τα οφέλη που μπορεί να αποκομίσει από μια νέα ευρωτουρκική σχέση. Το 1999 παρήγαγε αποτελέσματα η λεγόμενη «διπλωματία των σεισμών» γιατί υπηρέτησε ένα ευρύτερο σχέδιο ένταξης των διμερών σχέσεων στο ευρωπαϊκό πλαίσιο, με τη συμφωνία του Ελσίνκι, που προέβλεπε την υποχρέωση της Τουρκίας για προσφυγή στη Χάγη, ως αντάλλαγμα της ευρωπαϊκής προοπτικής της.
Προφανώς, σήμερα, η ένταξη της ελληνοτουρκικής διαφοράς στο πλαίσιο των ευρωτουρκικών σχέσεων πρέπει να γίνει σε εντελώς διαφορετικές περιστάσεις. Ελάχιστοι στην ΕΕ θεωρούν ότι στο ορατό μέλλον μπορεί να προχωρήσει η ενταξιακή πορεία της Τουρκίας, ενώ και η ίδια αντιλαμβάνεται πλέον διαφορετικά τον εαυτό της, ως ηγετική περιφερειακή δύναμη. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι δεν πρέπει να αξιοποιηθεί η συμμετοχή μας στην ΕΕ σε δύο κατευθύνσεις: Εάν η Τουρκία επιμείνει στον δρόμο της επιθετικότητας και της έμπρακτης ή ρητορικής αμφισβήτησης του διεθνούς δικαίου, θα πρέπει να εισπράξει κόστος (κυρώσεις, συνέπειες στις οικονομικές σχέσεις με την Ευρώπη). Εάν, αντιθέτως, επιλέξει τον δρόμο της βελτίωσης των σχέσεών της με την ΕΕ, η Ελλάδα πρέπει να απαιτήσει οποιαδήποτε παρόμοια προοπτική να έχει ως προϋπόθεση την εξομάλυνση των σχέσεών μας. Στο παρελθόν κάναμε λόγο για ένα «Ελσίνκι plus», να κρατήσουμε, δηλαδή, αυτό που ήταν θετικό από το Ελσίνκι, την προσπάθεια να υπάρξει μια ενεργητική διπλωματία κίνησης και όχι ακινησίας, χωρίς τις σκιές του. Δυστυχώς, η κυβέρνηση απέρριψε, χωρίς σοβαρή εξέταση, την πρότασή μας αυτή, θεωρώντας την «υπεραπλουστευτική».
Πρόσφατα καταθέσαμε μια ανάλογη πρόταση, που περιλάμβανε την αναγκαία επέκταση των χωρικών μας υδάτων νότια, δυτικά και ανατολικά της Κρήτης, σε συνδυασμό με μια σαφή στρατηγική, στο πλαίσιο της οποίας η Ελλάδα θα καλέσει τις όμορες χώρες της στην Ανατολική Μεσόγειο σε συνομιλίες προκειμένου να υπάρξει οριοθέτηση της ΑΟΖ / υφαλοκρηπίδας με προσφυγή στη Χάγη. Η πρώτη κίνηση πρέπει να είναι η επανέναρξη διαπραγματεύσεων με τη Λιβύη αλλά και η συνέχιση των συνομιλιών με την Αίγυπτο για επέκταση της σημερινής ελληνοαιγυπτιακής συμφωνίας.
Παράλληλα, η χώρα μας πρέπει να επιδιώξει την άσκηση πίεσης προς την Τουρκία, προκειμένου να έρθει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων για οριοθέτηση ΑΟΖ / υφαλοκρηπίδας με εμάς και τις άλλες όμορες χώρες της στην Ανατολική Μεσόγειο, στο πλαίσιο του δίκαιου της θάλασσας. Οποιαδήποτε διαπραγμάτευση για οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας / ΑΟΖ στην Ανατολική Μεσόγειο θα πρέπει να συνδυαστεί με την επανεκκίνηση των διερευνητικών συνομιλιών Τουρκίας και Ελλάδας, που επικεντρώνονται στο Αιγαίο, αλλά και με μια νέα προοπτική για την επίλυση του Κυπριακού. Η τρίτη διάσταση, πέραν της ευρωτουρκικής και περιφερειακής, αφορά τις ΗΠΑ. Πρέπει να καταβληθεί κάθε προσπάθεια ώστε οι ΗΠΑ να ασκήσουν πιέσεις στην Τουρκία για διάλογο, με σαφή αμερικανική στήριξη στην εδαφική ακεραιότητα της Ελλάδας και την απόρριψη οποιασδήποτε συζήτησης περί δήθεν «γκρίζων ζωνών». Ο πόλεμος στην Ουκρανία πρέπει να αποτελέσει καταλύτη για διάλογο στη βάση του διεθνούς δικαίου και όχι για ενίσχυση του ενδονατοϊκού στρατιωτικού ανταγωνισμού για το ποιος είναι πιο σημαντικός στη νότια πτέρυγα της Συμμαχίας.
Ελλείψει μιας παρόμοιας εθνικής στρατηγικής, δεν θα είναι δυνατή η αξιοποίηση όποιου θετικού κλίματος προκύψει από τη νέα «διπλωματία των σεισμών». Άλλωστε, δεν πρέπει η διπλωματία μας να τοποθετείται απλώς αμυντικά και αντανακλαστικά στις προκλήσεις της Τουρκίας. Πρέπει να διαμορφώσουμε δικό μας στρατηγικό και τακτικό σχεδιασμό, με την επιδίωξη αυτός να έχει την ευρύτερη δυνατή υποστήριξη πολιτικού συστήματος και κοινωνίας. Δυστυχώς, η Νέα Δημοκρατία περί της επικοινωνίας τυρβάζει και αδιαφορεί για την ουσία μιας παρόμοιας ενεργητικής εξωτερικής πολιτικής.