Μαζικά στους αγώνες και στις κάλπες για αδύναμη κυβέρνηση – Του Ν. Στραβελάκη

Μαζικά στους αγώνες και στις κάλπες για αδύναμη κυβέρνηση – Του Ν. Στραβελάκη


Του
ΝΙΚΟΥ ΣΤΡΑΒΕΛΑΚΗ,
Οικονομολόγου του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών


Πριν από μερικές εβδομάδες είχα γράψει από τις φιλόξενες στήλες αυτής της εφημερίδας ότι το λεγόμενο «θεώρημα του διάμεσου ψηφοφόρου» (median voter theorem) δεν έχει πέραση στις σύγχρονες, πολωμένες κοινωνίες της κρίσης. Ήταν η εποχή που η ΝΔ και ο ΣΥΡΙΖΑ διαγωνίζονταν σε «πολιτική ορθότητα» για το ποιος θα κερδίσει το «Κέντρο», θεωρώντας δεδομένο το δεξιό και αντίστοιχα το αριστερό τους ακροατήριο.

Είναι δεδομένο ότι η πολιτική αντιπαράθεση σήμερα ελάχιστα θυμίζει το διάστημα έναν μήνα πριν. Προφανώς, τα δημοσκοπικά δεδομένα έδειξαν σε αμφότερα τα κόμματα ότι αποκλείεται να συσπειρώσουν αξιόλογα εκλογικά ποσοστά σε μια κοινωνία όπου ο «διάμεσος ψηφοφόρος» απλώς δεν υπάρχει.

Για τον ΣΥΡΙΖΑ οι απώλειες είχαν και ονοματεπώνυμο, αφού η ευρωβουλευτής του κόμματος Κωνσταντίνα Κούνεβα και ο πρώην βουλευτής Λασιθίου Κωστής Δερμιτζάκης κινούνται προς το ΚΚΕ, ενώ ο φίλα προσκείμενος πρόεδρος του Σωματείου Ελλήνων Ηθοποιών Σπύρος Μπιμπίλας δήλωσε ήδη ότι θα πολιτευτεί με το κόμμα της κυρίας Κωνσταντοπούλου. Έτσι, το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης έστρεψε το στίγμα της προεκλογικής του καμπάνιας σε κλίμα Ιουλιανών ή εκλογών του 1985. Χαρακτηριστικό ήταν το δίλημμα του κ. Τσίπρα από την Πάτρα: «Δημοκρατία ή Μητσοτάκης;».

Σχεδόν συγχρόνως, η εκλογική ρητορική της Νέας Δημοκρατίας κινήθηκε σε δεξιότερα πλαίσια. Από το βήμα της Βουλής ο κ. Μητσοτάκης χαρακτήρισε το ΕΑΜ από τις χειρότερες στιγμές της Ελληνικής Ιστορίας, καλώντας τον κ. Τσίπρα να μη βάζει στις ομιλίες του τον ύμνο του ΕΑΜ. Παρότι η εν λόγω ομιλία έλαβε χώρα στο πλαίσιο του νομοσχεδίου για τις Ένοπλες Δυνάμεις, δεν ξέρω αν το ύφος της είχε να κάνει και με τη νομοθετική ρύθμιση για τον αποκλεισμό του «κόμματος Κασιδιάρη» από τις εκλογές. Με άλλα λόγια, αν ο κ. Μητσοτάκης απλώς ήθελε να εξευμενίσει με μια δήλωση το ακροδεξιό του ακροατήριο και να έχει έτσι εκλογικά οφέλη.

Προσωπικά, δεν νομίζω ότι η ακροδεξιά ρητορική είναι μια ευκαιριακή επιλογή για την ηγεσία της ΝΔ. Οι τελευταίες δηλώσεις Μητσοτάκη έρχονται μετά την τέλεση της κηδείας του Κωνσταντίνου Γλύξμπουργκ εν τοις πράγμασι δημοσία δαπάνη και τις αναφορές για τη «σωστή πλευρά της Ιστορίας» με αφορμή τον πόλεμο Ρωσίας – Ουκρανίας. Το κόμμα της Νέας Δημοκρατίας και η Δεξιά συνολικότερα φαίνεται να αναζητούν μια πολιτική ρεβάνς από την κοινωνία για την πολιτική τους ήττα της περιόδου της Μεταπολίτευσης. Δεν πρέπει, όμως, να ξεχνάμε ότι αυτή ήταν ανέκαθεν η γραμμή της ακροδεξιάς τους πτέρυγας, όπως έχει διακηρύξει πολλές φορές ο κ. Βορίδης από τον γραπτό και ηλεκτρονικό Τύπο. Τη γραμμή αυτή φαίνεται να υιοθετεί ανοιχτά πλέον και ο κ. Μητσοτάκης και είναι σίγουρα μια επικίνδυνη ατραπός.

Η Δημοκρατία είναι αναμφίβολα ένα πολύ μεγάλο ζήτημα και δικαιολογημένα γίνεται αντικείμενο σκληρής αντιπαράθεσης. Αλλά στις μέρες μας η Δημοκρατία δεν είναι μόνο η περιφρούρηση της ιστορικής μνήμης και τα συνταγματικά δικαιώματα, όπως το απόρρητο των συνομιλιών. Είναι κυρίως τα μεγάλα κοινωνικά θέματα. Τα εργατικά εισοδήματα, οι εργασιακές σχέσεις, η πρόσβαση στην παιδεία και στη μόρφωση, η ποιότητα της δημόσιας υγείας και του περιβάλλοντος, για να αναφερθούμε σε μερικά.

Στα ζητήματα αυτά τόσο η Νέα Δημοκρατία όσο και ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχουν να συνεισφέρουν πολλά. Η μεν Νέα Δημοκρατία έχει πίσω της μια θητεία κατακρεούργησης των εργασιακών σχέσεων, με αποκορύφωμα τον «νόμο Χατζηδάκη». Στο πεδίο της διανομής η όποια παρέμβαση με αύξηση του κατώτατου μισθού είναι ψίχουλα όταν τα πράγματα φτάνουν στο απροχώρητο λόγω πληθωρισμού. Ενώ και με τις ελαστικές εργασιακές σχέσεις που έχει θεσπίσει, κανείς δεν ξέρει πόσοι τελικά θα πάρουν την όποια αύξηση του κατώτατου μισθού. Από την άλλη, είναι ορκισμένος εχθρός της δημόσιας παιδείας (ιδιαίτερα της ανώτατης) και της δημόσιας υγείας, όπου κυριαρχούν οι ελλείψεις στα κατά τα άλλα πανάκριβα φάρμακα. Όσο για το περιβάλλον, η ρητορική της υποστηρίζει περισσότερο τις επιδοτούμενες μελλοντικές επενδύσεις των πολιτικών της φίλων μέσω του Ταμείου Ανάκαμψης παρά την ποιότητα ζωής της λαϊκής οικογένειας στις γειτονιές της Αθήνας και του Πειραιά. Είναι μια κυβέρνηση που δανείσθηκε 65 δισ. ευρώ, τα έδωσε σε συντριπτική αναλογία στις επιχειρήσεις και στους εξοπλισμούς και παραδίδει μια ακόμη πιο άνιση κοινωνία.

Και ο ΣΥΡΙΖΑ, όμως, δεν έχει κάποια ατζέντα για αυτά τα θέματα. Ο λόγος δεν είναι άλλος από την αποδοχή του ευρωπαϊκού πλαισίου διαχείρισης. Όπως είπε και η κ. Ντιμιτρόβα του ΔΝΤ από το βήμα του Νταβός, ο δημοσιονομικός χώρος είναι πλέον περιορισμένος και τα όποια βήματα πρέπει να γίνονται με σύνεση. Έτσι, για ουσιαστικές εξαγγελίες ο κ. Τσίπρας βρήκε προτιμότερο έναν ανένδοτο για τα συνταγματικά δικαιώματα, ποντάροντας στα δημοκρατικά αντανακλαστικά της ελληνικής κοινωνίας.

Έτσι, η συζήτηση για τη Δημοκρατία κινδυνεύει να εκφυλιστεί σε έναν καβγά για το πάπλωμα. Σε αυτές τις συνθήκες, το καλύτερο σενάριο για την κοινωνία είναι να ηττηθούν και οι δύο. Όσο χαμηλότερο είναι το ποσοστό και των δύο τόσο καλύτεροι θα είναι οι όροι ανατροπής του εργασιακού μεσαίωνα από τα συνδικάτα, η διεκδίκηση δημοκρατικών και αυτοδιοικούμενων πανεπιστημίων από τους φοιτητές και ελεύθερων χώρων στις γειτονιές. Για να συμβεί όμως αυτό, θα πρέπει να βρεθούμε μαζικά στους αγώνες και στις κάλπες.


ΤΟ ΠΑΡΟΝ

Σχολιάστε εδώ