Η αλληλεγγύη και η συμπαράσταση προς Τουρκία και Συρία, αξίες υπεράνω διακρατικών διαφορών και εντάσεων
Οι καταστροφές από τον σεισμό στην Ανατολία
Του
ΧΡΗΣΤΟΥ Θ. ΜΠΟΤΖΙΟΥ
Πρέσβη ε.τ.
Η Ελλάδα ήταν μεταξύ των πρώτων χωρών που έσπευσαν να εκφράσουν την αλληλεγγύη και τη συμπαράσταση τους στη γειτονική Τουρκία –όπως και στη Συρία– για τις καταστροφές και τα χιλιάδες θύματα που προκάλεσε η μεγάλης έντασης σεισμική δόνηση που σημειώθηκε προ ημερών στις ανατολικές και βόρειες περιοχές των δύο όμορων χωρών.
Η ελληνική συμπαράσταση εκφράσθηκε άμεσα με απευθείας επικοινωνία της Προέδρου της Δημοκρατίας κ. Κατερίνας Σακελλαροπούλου και του πρωθυπουργού κ. Κυριάκου Μητσοτάκη με τον τούρκο Πρόεδρο κ. Ταγίπ Ερντογάν, όπως και του υπουργού Εξωτερικών κ. Νίκου Δένδια, που βρισκόταν σε επίσκεψη σε χώρα της Λατινικής Αμερικής, με τον ομόλογό του κ. Τσαβούσογλου. Επίσης, άμεσα απεστάλη με ειδικό αεροσκάφος C-130 μια ομάδα από άνδρες της ΕΜΑΚ. Ανάλογα μηνύματα αλληλεγγύης και συμπαράστασης εστάλησαν από τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης κ. Αλέξη Τσίπρα και τους αρχηγούς των υπολοίπων κοινοβουλευτικών κομμάτων. Ελλάδα και Τουρκία είναι χώρες που συχνά δοκιμάζονται από σεισμούς, άλλοτε μέτριας και άλλοτε υψηλής ισχύος. Η περιοχή της γειτονικής χώρας που επλήγη προ ημερών από τον Εγκέλαδο, με τα θύματα, σύμφωνα με τα τουρκικά Μέσα Ενημέρωσης, να ξεπερνούν ήδη τα 18.000, βρίσκεται στην Κεντροανατολική Τουρκία, που συνορεύει με τη Βόρεια Συρία, και κατοικείται από μεικτό πληθυσμό, με τους πολίτες κουρδικής καταγωγής να αποτελούν την πλειοψηφία. Ασφαλώς ο Εγκέλαδος δεν κάνει διακρίσεις μεταξύ εθνοτήτων, ατόμων διαφορετικών θρησκευτικών πεποιθήσεων ή φύλων. Μεγάλη ήταν η ανταπόκριση και η συμπαράσταση που επέδειξε η διεθνής κοινότητα για την αντιμετώπιση των καταστροφών στις περιοχές που επλήγησαν από τον φονικό σεισμό.
Ο τούρκος Πρόεδρος, οι πολιτικές δυνάμεις της χώρας και ο τουρκικός λαός στο σύνολό του πρέπει να είναι ικανοποιημένοι και ευγνώμονες προς τις χώρες που έσπευσαν να εκφράσουν τη συμπαράσταση και την προθυμία τους να συνδράμουν στο έργο της διάσωσης τυχόν επιζώντων στα συντρίμμια οικιών και δημοσίων κτιρίων. Το αυτό ισχύει και για τις Συριακές Αρχές, παρά τις δυσκολίες όσον αφορά την παροχή ξένης συνδρομής λόγω των γνωστών εσωτερικών προβλημάτων που αντιμετωπίζει η ιστορική αυτή μεσανατολική χώρα. Η αλληλεγγύη και η συμπαράσταση προς τις δοκιμαζόμενες χώρες και τους δοκιμαζόμενους πολίτες επιβάλλεται από τους άγραφους ηθικούς νόμους, όπως και το καθήκον επίδειξης αλληλεγγύης, που σε ορισμένες χώρες και διεθνείς οργανισμούς έχει τύχει κωδικοποίησης. Πρέπει δε να εκδηλώνεται ανεξαρτήτως πολιτικών ή άλλων διαφορών. Και η Τουρκία είχε επιδείξει ανάλογη με την επιδεικνυόμενη από την Ελλάδα συμπαράσταση, και συγκεκριμένα το έτος 1999, όταν είχαν πληγεί από τον σεισμό ελληνικές περιοχές στον αιγαιακό και ηπειρωτικό χώρο. Η συμπαράσταση εκδηλώθηκε σε μια κρίσιμη περίοδο για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, εξαιτίας του επεισοδίου των Ιμίων, που έφερε τις δύο χώρες στο χείλος του πολέμου. Είχε προηγηθεί βέβαια ανάλογη βοήθεια της Ελλάδος μετά από σεισμικά φαινόμενα που είχαν πλήξει τη γειτονική χώρα. Οι αμοιβαίες αυτές εμπειρίες είχαν συντελέσει σε παροδική εκτόνωση της έντασης που είχε προκληθεί με το επεισόδιο των Ιμίων, σε σημείο η χρονικά μικρή αυτή ύφεση να χαρακτηρισθεί ως προϊόν «διπλωματίας των σεισμών».
Ελπίζουμε και το ευχόμαστε και οι πρόσφατες εμπειρίες να λειτουργήσουν ανάλογα και να εγκαινιασθεί μια νέα περίοδος στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Ελπίζουμε, επίσης, την αλληλεγγύη που επέδειξε η Ελλάδα και τα άλλα κράτη προς την Τουρκία να την εκτιμήσει και η πολιτική ηγεσία της γειτονικής χώρας και να αντιληφθεί ότι η συνεργασία και η συμπαράσταση ισχύει τόσο για τις δύσκολες περιστάσεις όσο και για τις ομαλές καταστάσεις. Πολύ πιθανόν να το αντιλαμβάνονται, αλλά σε περίοδο ομαλότητας δείχνουν –με τη συμπεριφορά τους– να το αποστρέφονται. Πώς εξηγείται και ποια είναι τα αίτια που προκαλούν τη συγκρουσιακή συμπεριφορά έναντι της Ελλάδος, η οποία χρονολογείται από την εισβολή στη Κύπρο το 1974 και έχει ενταθεί επί Προεδρίας Ερντογάν; Πέραν της ιδιομορφίας του χαρακτήρα του τούρκου Προέδρου, που με τη ρητορική του κατά της Ελλάδος, με εθνικιστικές και ισλαμιστικές εξάρσεις –όπως η μετατροπή της Αγίας Σοφίας, που έχει κηρυχθεί από την UNESCO Μνημείο Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς, σε ισλαμικό τέμενος– επενδύει και στο πολιτικό του μέλλον, η συμπεριφορά αυτή θα μπορούσε να αποδοθεί και σε ιδιαίτερους ιστορικούς λόγους αλλά και ευρύτερους στόχους της εξωτερικής πολιτικής. Ως προς το πρώτο σκέλος, που έχει ιστορική διάσταση, οι σύγχρονοι Τούρκοι αποδίδουν τη διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, της οποίας θεωρούνται και είναι άμεσοι διάδοχοι, στους Έλληνες και τον απελευθερωτικό Αγώνα του 1821. Αγνοούν ή αδυνατούν να κατανοήσουν ότι καμιά αυτοκρατορία δεν διαρκεί εσαεί και ότι οι Έλληνες, όπως και οι άλλοι υπόδουλοι λαοί της Βαλκανικής, της Μέσης Ανατολής και της Βορείου Αφρικής, είχαν απόλυτο δικαίωμα να αγωνισθούν για την απόκτηση της εθνικής ανεξαρτησίας τους.
Οι άλλοι λόγοι συνδέονται με τις ευρύτερες φιλοδοξίες και επιδιώξεις της τουρκικής πολιτικής ηγεσίας, η οποία, εκμεταλλευόμενη τις νέες διεθνείς πραγματικότητες που προέκυψαν με την κατάρρευση των καθεστώτων του υπαρκτού Σοσιαλισμού και της παγκοσμιοποίησης, που ακολούθησε, αλλά αποδείχθηκε ανίκανη να διαχειρισθεί τις νέες πραγματικότητες και ανισότητες, επεδίωξε να αναδείξει την Τουρκία σε μεγάλη περιφερειακή δύναμη. Ο ρωσοουκρανικός πόλεμος, με τον μεσολαβητικό ρόλο που προσωρινά ανατέθηκε στη Τουρκία, ενίσχυσε τις φιλοδοξίες του τούρκου Προέδρου, ο οποίος αύξησε τις προκλήσεις στο Αιγαίο, στοχεύοντας προφανώς σε ένα μοίρασμα των κυριαρχικών δικαιωμάτων με την Ελλάδα με την αλλαγή του status quo, που έχει καθιερωθεί με διεθνείς συμβάσεις και ανταποκρίνεται πλήρως στην ιστορική ελληνική κυριαρχία και παρουσία στην περιοχή. Οι καταστροφές που προκάλεσε ο σεισμός στην περιοχή της Ανατολικής Τουρκίας μπορεί να αποδειχθούν καταλυτικές –θετικά αλλά και αρνητικά– για τη συμπεριφορά της Τουρκίας. Μπορεί να υπάρξει αναβολή της διεξαγωγής των προεδρικών εκλογών, που ανεπισήμως έχουν ορισθεί για τις 14 Μαΐου, αλλά και να αλλοιωθεί η πληθυσμιακή σύνθεση της σεισμόπληκτης περιοχής, είτε λόγω εσωτερικών μετακινήσεων είτε ευρύτερων περιφερειακών αλλαγών και διοικητικών ανακατατάξεων.