Οι κρισιμότερες εκλογές για την ύπαρξη της Κυπριακής Δημοκρατίας και το μέλλον του Κυπριακού Ελληνισμού
Γράφει ο
ΠΕΡΙΚΛΗΣ ΝΕΑΡΧΟΥ
Πρέσβυς ε.τ.
Η πολιτική ηγεσία των δύο μεγαλυτέρων κομμάτων της Κύπρου, ΔΗΣΥ και ΑΚΕΛ, έφερε το Κυπριακό στα πρόθυρα μιας απροκάλυπτης εθελοδουλίας, με τη μορφή μιας δήθεν «λύσεως», που θα ανεγνώριζε και θα νομιμοποιούσε την Τουρκική κατοχή και θα υποθήκευε ολόκληρη την Κύπρο στον Τουρκικό γεωπολιτικό έλεγχο.
Η προώθηση της πολιτικής αυτής έγινε με ψεύτικη σημαία τη δήθεν «επανένωση» της Κύπρου και την αποτροπή της διχοτομήσεως. Στην πολιτική αυτή πρωτοστάτησε το ΑΚΕΛ, που προέβαλε ως βασική θέση «την προσέγγιση με τους Τουρκοκυπρίους» ως Λυδία λίθο για τη «λύση» του Κυπριακού. Εφόσον όμως οι Τουρκοκύπριοι δεν συνιστούν αυτόνομο παράγοντα, ακόμη και αν υποθέσουμε ότι το ήθελαν, η πολιτική αυτή κατέληξε σε προσέγγιση με την Άγκυρα, με τη μορφή συνεχών υποχωρήσεων και διολισθήσεων. Σύμβολο της πολιτικής αυτής έγινε η επίσκεψη στην Κωνσταντινούπολη του πρώην Γ. Γραμματέα του ΑΚΕΛ Κυπριανού και η συνάντησή του με τον Τούρκο υπουργό Εξωτερικών Τσαβούσογλου.
Ιδεολογικό επικάλυμμα της πολιτικής αυτής προεβλήθηε ένας ανιστόρητος δήθεν διεθνισμός, που αποσιωπά ουσιαστικά την Τουρκική κατοχή και εκστρατεύει κατά του Ελληνικού εθνικισμού, φτάνοντας μέχρι την αμφισβήτηση της Ελληνικής ταυτότητας των Κυπρίων, του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα του 1955-59 και τον εθνομηδενισμό.
Στο πνεύμα αυτό, το ΑΚΕΛ προεξάρχει και σε όλες τις Νέο-Ταξικές πολιτικές και στην παγκοσμιοποίηση, πλειοδοτώντας στα ανοικτά σύνορα στη λαθρομετανάστευση και στη μετάλλαξη της Ελληνικής Κυπριακής κοινωνίας σε «πολυπολιτισμική».
Η ηγεσία του ΔΗΣΥ, υπό τον σημερινό της Πρόεδρο Αβέρωφ Νεοφύτου, προσχώρησε πλήρως στην πολιτική αυτή υπό την επιρροή της Βρετανικής πολιτικής, η οποία εξακολουθεί, δυστυχώς, να διαμορφώνει πολιτικούς συσχετισμούς στη Λευκωσία, 63 χρόνια μετά την ανακήρυξη της Κύπρου ως ανεξάρτητης χώρας.
Στο σημείο αυτό, πρέπει να ανοίξουμε μια παρένθεση για να εξετάσουμε τον ρόλο του Βρετανικού παράγοντα, ο οποίος κινείται πάλι σήμερα ενεργά για να καθορίσει τις εξελίξεις στην Κύπρο, σε στρατηγική συμμαχία με την Άγκυρα.
Ο Βρετανικός παράγων, μετά την αποτυχία των συνομιλιών Μακαρίου – Χάρντιγκ το 1956 και την εξορία του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου, ακολούθησε σταθερά πολιτική διχοτομήσεως, που μορφοποιήθηκε με το περιβόητο Σχέδιο Μακμίλλαν. Υπεχώρησε τελικά από το Σχέδιο αυτό και δέχθηκε την αρχή της δεσμευμένης ανεξαρτησίας της Κύπρου, κάτω από πιέσεις των ΗΠΑ, που ανησυχούσαν για τις επιπτώσεις του Κυπριακού στις Ελληνο-Τουρκικές σχέσεις και στο ΝΑΤΟ.
Για τον Βρετανικό όμως παράγοντα, η ουσία της δεσμευμένης ανεξαρτησίας συνίστατο στη στέρηση της Κύπρου από κάθε ουσιαστική κυριαρχία, που θα μπορούσε να απειλήσει το στρατηγικό περιβάλλον των Βρετανικών βάσεων και της Βρετανικής στρατηγικής παρουσίας στην Κύπρο και στην Ανατολική Μεσόγειο.
Το δόγμα αυτό καθοδηγεί και σήμερα τη Βρετανική πολιτική. Ακόμα και η ημικατεχόμενη Κύπρος, επειδή αναγνωρίζεται διεθνώς και λειτουργεί ως ανεξάρτητο και κυρίαρχο κράτος, μπορεί και συνάπτει στρατηγικές σχέσεις με χώρες όπως η Γαλλία, το Ισραήλ, η Αίγυπτος. Μπορεί να αναβιώσει οποιαδήποτε στιγμή, εφόσον υπάρξουν οι πολιτικές προϋποθέσεις στην Κύπρο και την Ελλάδα, το δόγμα του Ενιαίου Αμυντικού χώρου Ελλάδος – Κύπρου. Η δυνατότητα αυτή της Κύπρου αντιμετωπίζεται αρνητικά από τον Βρετανικό παράγοντα, ο οποίος βλέπει σ’ αυτήν ενός είδους υποθήκευση της Βρετανικής στρατηγικής παρουσίας. Κάνει γι’ αυτό ό,τι μπορεί για να την αποτρέψει και για να επιβάλει «λύση» με την οποία θα υπονομευόταν τελεσίδικα οποιαδήποτε ουσιαστική κυριαρχία και ανεξαρτησία της Κύπρου.
Ποιο είναι το κλειδί μιας τέτοιας «λύσεως»; Η αναγνώριση και η θεσμοθέτηση δύο ισοτίμων μερών και η εξίσωση της Τουρκοκυπριακής μειοψηφίας με την Ελληνική πλειοψηφία, με το ιδεολόγημα της δήθεν «πολιτικής ισότητας». Με τον τρόπο αυτό, το νέο, ενωμένο δήθεν, Κυπριακό κράτος δεν θα μπορούσε να αποφασίσει για τίποτε, χωρίς τη συγκατάθεση των Τουρκοκυπρίων «συνεταίρων» και την επίνευση της Άγκυρας.
Βρισκόμαστε έτσι μπροστά στο εξής παράδοξο. Η στρατηγική κατάσταση να έχει εξελιχθεί ευνοϊκά για την Ελλάδα και την Κύπρο και να έχουμε ισχυρούς συμμάχους στην περιοχή. Το εσωτερικό όμως μέτωπο στην Κύπρο να βρίσκεται σε αναντιστοιχία προς αυτές τις εξελίξεις και να προτρέχει προς μια δήθεν «λύση» που θα ακύρωνε τις ευνοϊκές προοπτικές για την Ελληνική πλευρά και θα έδινε μια εύκολη, τεράστια νίκη και το στρατηγικό πλεονέκτημα στην Τουρκική πλευρά.
Πώς είναι δυνατόν να γίνεται αυτό και γιατί δεν αντιδρά η Αθήνα στο Βρετανικό παιχνίδι στην Κύπρο; Ο τρόπος με τον οποίο γίνεται το παιχνίδι αυτό είναι η χειραγώγηση από τον Βρετανικό παράγοντα των ηγεσιών των δύο κομμάτων που αναφέρθηκαν. Πάει καιρός που το ΑΚΕΛ αντιμετωπιζόταν ως κομμουνιστικός κίνδυνος. Μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ενώσεως, τα πράγματα, σε σχέση με το ΑΚΕΛ, άλλαξαν ριζικά. Ούτως ή άλλως, το ΑΚΕΛ, από την ίδρυσή του το 1941, αντιμετωπιζόταν από το Λονδίνο ως χρήσιμο διεθνιστικό πολιτικό αντίβαρο κατά του εθνικισμού της Εθναρχεύουσας Εκκλησίας, που προέβαλε το σύνθημα «Ένωση».
Από το 2004 όμως, μετά την απόρριψη του Σχεδίου Ανάν, ο Αγγλικός παράγων προσήγγισε απροκάλυπτα το ΑΚΕΛ και το ενθάρρυνε να θέσει ανεξάρτητη υποψηφιότητα στις Προεδρικές εκλογές. Ήταν το μόνο που μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως μοχλός για τη διάσπαση του Μακαριακού μετώπου και την ανατροπή του αείμνηστου Τάσσου Παπαδόπουλου.
Η σημερινή ηγεσία του ΔΗΣΥ, υπό τον Αβέρωφ Νεοφύτου, υπερέβη κάθε όριο ενδοτισμού και υποχωρήσεων, ταυτιζόμενη πλήρως με την πολιτική του ΑΚΕΛ. Προσβλέπει και αυτή στην εύνοια του Βρετανικού παράγοντα, που αντιπροσωπεύεται σήμερα στην Κύπρο από πρέσβυ Πακιστανικής καταγωγής και ενεργεί, κατά προτίμηση, με το προσωπείο του ΟΗΕ και του αντιπροσώπου για το Κυπριακό του Γ. Γραμματέα του ΟΗΕ Αντόνιο Γκουτιέρες.
Όσον αφορά την Αθήνα, υπνώττει, δυστυχώς, υπό τον μανδραγόρα, ενώ διακυβεύεται η τύχη και το μέλλον της Κύπρου. Έχει λόγο στα εσωτερικά πολιτικά πράγματα της Κύπρου η Μ. Βρετανία, όπως και η Τουρκία, αλλά όχι η Ελλάδα. Η Αθήνα ακολουθεί αποστασιοποιημένη πολιτική, με βάση το γνωστό «δόγμα» η Κύπρος αποφασίζει και η Ελλάς συμπαρίσταται.
Προφανώς, θα μπορούσε η Ελλάδα να έχει μια πιο ενεργητική παρουσία. Αυτό προϋποθέτει όμως ότι έχει μια σαφή πολιτική στο Κυπριακό και μια αποφασιστική εθνική στρατηγική. Υποστηρίζει η Ελλάδα τη διολίσθηση προς μια «λύση» διζωνικής ομοσπονδίας, με πολιτική ισότητα, που θα νομιμοποιούσε τη σημερινή Τουρκική κατοχή και θα έθετε ολόκληρη την Κύπρο υπό Τουρκικό γεωπολιτικό έλεγχο;
Η ήττα στον α’ γύρο των εκλογών του Προέδρου του ΔΗΣΥ Αβέρωφ Νεοφύτου ανοίγει ένα παράθυρο ευκαιρίας για την εκλογή ως Προέδρου του ανθυποψηφίου του από το ίδιο κόμμα Νίκου Χριστοδουλίδη. Παρά τη δέσμευση και του ιδίου στην αρχή της διζωνικής ομοσπονδίας, με πολιτική ισότητα, οι δυνάμεις που τον στηρίζουν επενδύουν σ’ αυτόν την ελπίδα και την προσδοκία μιας αλλαγής πολιτικής.
Ο εκλογικός αντίπαλός του Αντρέας Μαυρογιάννης κατόρθωσε να επιτύχει στον α’ γύρο ένα πολύ καλύτερο αποτέλεσμα, απ’ ό,τι αναμενόταν. Εν όψει του β’ γύρου, προσπαθεί να αποστασιοποιηθεί, όσο μπορεί, από το ΑΚΕΛ και να προβληθεί ως «ανεξάρτητος». Η εκλογική αυτή αναγκαιότητα δεν αλλάζει την πραγματικότητα που είναι η πολιτική του ΑΚΕΛ στο Κυπριακό, η οποία θα γινόταν πράξη σε περίπτωση εκλογής του.