Στον δρόμο για τις τουρκικές εκλογές – Οι προκλήσεις και τα διλήμματα για την Ελλάδα
–Στόχος του Ερντογάν η ανάδειξη της Τουρκίας σε περιφερειακή δύναμη
Του
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΤΣΑΚΑΛΟΥ
Με την αντίστροφη μέτρηση για τις τουρκικές εκλογές της 14ης Μαΐου να έχει ξεκινήσει, εντείνεται ο προβληματισμός στην Αθήνα για την επόμενη ημέρα των ελληνοτουρκικών σχέσεων, είτε ο κ. Ερντογάν κατορθώσει –κόντρα στις δημοσκοπήσεις– να κερδίσει μια ακόμη προεδρική θητεία είτε η αντιπολίτευση των έξι κομμάτων κατορθώσει να εκθρονίσει τον τούρκο Πρόεδρο – μετά από 20 χρόνια στο τιμόνι της Τουρκίας.
Σε κάθε περίπτωση πάντως, την επομένη των εκλογών (πιθανότατα θα χρειαστεί και δεύτερος γύρος για να προκύψει Πρόεδρος) θα είναι εντελώς διαφορετικό το τοπίο στις ελληνοτουρκικές σχέσεις.
Σημ. “Π”: Λόγο του καταστροφικού και θανατηφόρου σεισμού που έπληξε την Τουρκία ο κ. Ερντογάν κήρυξε σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης για τρεις μήνες τις πληγείσες περιοχές. Ενώ μέρα με τη μέρα η κατάσταση των πολιτών επιδεινώνεται με την αντιπολίτευση να επιρρίπτει στον Πρόεδρο της Τουρκίας ευθύνες κακοδιαχείρισης.
Εάν ο Ταγίπ Ερντογάν επανεκλεγεί, είναι δεδομένο ότι θα θεωρήσει πως ο τουρκικός λαός του δίνει εν λευκώ επιταγή να υλοποιήσει το όραμά του, ώστε στην επέτειο των 100 ετών από την ίδρυση του τουρκικού κράτους να δώσει νέο προσανατολισμό στη χώρα του, στη βάση όλων όσων χτίζει μεθοδικά τα τελευταία 20 χρόνια. Μια Τουρκία αυταρχική στο εσωτερικό και εξωστρεφή, που θα απαιτεί καθοριστικό ρόλο και λόγο στα περιφερειακά ζητήματα, θα διεκδικεί θέση στα μεγάλα παγκόσμια φόρουμ, όπως το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, και θα είναι εντελώς αυτονομημένη από τους δυτικούς θεσμούς, στους οποίους θα συνεχίσει να συμμετέχει (ΝΑΤΟ) ή να είναι συνδεδεμένη (ΕΕ).
Στο πλαίσιο αυτό και με δεδομένη την τροχιά στην οποία έχει οδηγήσει τα ελληνοτουρκικά, η ατζέντα που έχει θέσει είναι εκ προοιμίου απαγορευτική για την επιτυχία οποιασδήποτε προσπάθειας επαναπροσέγγισης με την Ελλάδα. Καμιά ελληνική κυβέρνηση δεν μπορεί να προσέλθει σε μια διαδικασία κατά την οποία η Τουρκία θα θέλει να υπάρξει διαπραγμάτευση για ζητήματα που αφορούν την εθνική άμυνα στα νησιά, την ελληνική κυριαρχία επί νησιών και βραχονησίδων, ούτε φυσικά μπορεί να υπάρξει διάλογος για την οριοθέτηση θαλασσίων ζωνών, όσο η Τουρκία επιμένει στη διατήρηση του τουρκολιβυκού μνημονίου και στην αμφισβήτηση του δικαιώματος των νησιών σε ΑΟΖ και της επέκτασης των χωρικών υδάτων έως τα 12 ν.μ. Κανείς άλλωστε στην Αθήνα δεν πιστεύει ότι ο κ. Ερντογάν, εάν επανεκλεγεί, θα εγκαταλείψει τις θέσεις αυτές. Ούτε βεβαίως περιμένει κανείς ότι θα σταματήσουν οι προκλήσεις επί του πεδίου.
Όμως αυτό δεν σημαίνει ότι ένας Ερντογάν που θα αισθάνεται ισχυρός μετά την επανεκλογή του δεν θα επιχειρήσει να αλλάξει τους τόνους και, μη έχοντας κάτι άλλο να προσφέρει στη Δύση, θα παρουσιαστεί… συναινετικός για διάλογο με την Ελλάδα. Κάτι που είναι προφανές ότι θα σπεύσουν να εκμεταλλευθούν οι Αμερικανοί και οι καλοθελητές του Βερολίνου, πιέζοντας τη νέα κυβέρνηση στην Ελλάδα να μη χάσει την «ευκαιρία» που θα οδηγούσε σε «αποκλιμάκωση» και –γιατί όχι– σε «εξομάλυνση» των σχέσεων.
Αντίστοιχος προβληματισμός υπάρχει όμως και για το ενδεχόμενο η αντιπολίτευση της Τουρκίας, αφού ξεπεράσει τα εσωτερικά προβλήματά της, να αναδείξει υποψήφιο ο οποίος θα μπορέσει να κερδίσει τον Ερντογάν. Τέτοια πρόσωπα προς το παρόν φαίνεται να είναι οι δημοφιλείς δήμαρχοι της Αγκύρας και της Κωνσταντινούπολης, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι οι αρχηγοί των έξι κομμάτων είναι πρόθυμοι να θυσιάσουν τις καρέκλες τους, αναδεικνύοντας έναν πανίσχυρο πλέον και αδιαμφισβήτητο ηγέτη στο εσωτερικό της αντιπολίτευσης.
Τα έξι κόμματα της αντιπολίτευσης παρουσίασαν τις θέσεις τους για την εξωτερική πολιτική την περασμένη Δευτέρα. Είναι χαρακτηριστικό ότι, παρά τις γενικόλογες αναφορές και την υιοθέτηση ήπιων τόνων σε ό,τι αφορά τα Ελληνοτουρκικά και το Κυπριακό, δεν υπάρχει καμιά ουσιαστική διαφοροποίηση από την πολιτική Ερντογάν.
Σημειώνεται όμως με ενδιαφέρον το γεγονός ότι οι έξι επιχειρούν μια προσεκτική διαφοροποίηση από τις επιλογές Ερντογάν σε ό,τι αφορά τη Δύση, το ΝΑΤΟ και την ΕΕ, στέλνοντας το μήνυμα ότι θα ξαναδώσουν δυτικό προσανατολισμό στην Τουρκία, χωρίς όμως να βλάψουν τα εθνικά συμφέροντα. Αυτό φυσικά κάθε άλλο παρά εύκολο θα είναι, καθώς απαιτεί μεγάλες αναπροσαρμογές σε μια πολιτική που έχει παγιωθεί. Πιθανότατα, η εγκατάλειψη των στόχων του κ. Ερντογάν για ανάδειξη της Τουρκίας σε περιφερειακή δύναμη, η οποία πατάει σε δύο βάρκες, διατηρώντας άριστες και προνομιακές σχέσεις με τον Πούτιν αλλά και με την Ασία, θα έφερνε σε εξαιρετικά δύσκολη θέση τον νέο Πρόεδρο.
Όμως, με την ανάδειξη ενός δυτικότροπου Προέδρου, που ως βάση θα έχει τα κεμαλικά κυρίως κόμματα, που είναι στραμμένα στη Δύση, η Τουρκία θα εξασφαλίσει μια μεγάλη περίοδο ανοχής από τη Δύση. Και αυτό θα αφορά και τα ελληνοτουρκικά, καθώς ο διεθνής παράγοντας –κυρίως Αμερικανοί και Γερμανοί– θα πιέζει την Ελλάδα να προχωρήσει σε συνεννόηση με το νέο τουρκικό σύστημα εξουσίας, παραγνωρίζοντας τη διατήρηση του αναθεωρητισμού και των διεκδικήσεων εις βάρος της χώρας μας. Αυτό το κλίμα είναι πολύ πιθανό να επηρεάσει σημαντικά και τις ισορροπίες στο Κογκρέσο, που ίσως βρει την ευκαιρία για αποκατάσταση των σχέσεων με έναν νέο Πρόεδρο στην Τουρκία, κάνοντας μια πρώτη κίνηση καλής θέλησης στο θέμα των F-16.
Με τον κ. Ερντογάν να πνέει μένεα καθημερινά εναντίον της Ουάσινγκτον και της Δύσης και να προχωρά όλο και περισσότερο στον εναγκαλισμό του με τον Βλαντιμίρ Πούτιν, η παρουσία μιας νέας ηγεσίας στην Άγκυρα θα καταστήσει πιο δύσκολη την αποστολή της Αθήνας να πείσει για τον αποσταθεροποιητικό ρόλο της Τουρκίας και τις συνέπειες που αυτός έχει και για τα συμφέροντα των ΗΠΑ και για την αποτελεσματικότητα και τη συνοχή της Ατλαντικής Συμμαχίας.
Ο προβληματισμός της Αθήνας όμως εντείνεται και από την αβεβαιότητα της προεκλογικής περιόδου, που συμπίπτει στις δύο χώρες, καθώς καμιά πρόκληση δεν μπορεί να μείνει αναπάντητη και αυτό δυσκολεύει τους χειρισμούς της κυβέρνησης Μητσοτάκη, που μπορεί έτσι να βρεθεί μπλεγμένη σε μια σοβαρή κρίση εν μέσω προεκλογικής περιόδου.
Η κυβέρνηση εναποθέτει πλέον τις ελπίδες της στην επίσκεψη του αμερικανού υπουργού Εξωτερικών Άντονι Μπλίνκεν σε Αθήνα και Άγκυρα, στα τέλη Φεβρουαρίου, καθώς υπάρχει η προσδοκία ότι η Ουάσινγκτον θα ζητήσει από την Άγκυρα «ήσυχα νερά» στο Αιγαίο. Πάντως είναι αμφίβολο εάν στη συγκεκριμένη συγκυρία ο κ. Ερντογάν, ο οποίος ξιφουλκεί καθημερινά εναντίον των Αμερικανών, είναι πρόθυμος να υπακούσει στις συστάσεις της κυβέρνησης Μπάιντεν…