Τα γεγονότα και τα επιτόκια είναι πεισματάρικα, κύριοι της κυβέρνησης – Του Ν. Στραβελάκη

Τα γεγονότα και τα επιτόκια είναι πεισματάρικα, κύριοι της κυβέρνησης – Του Ν. Στραβελάκη


Του
ΝΙΚΟΥ ΣΤΡΑΒΕΛΑΚΗ,
Οικονομολόγου του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών


Την εβδομάδα που μας πέρασε, το υπουργείο Οικονομικών ανακοίνωσε αυτάρεσκα την αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας κατά μία βαθμίδα από τον επενδυτικό οίκο Fitch.

Ο αρμόδιος υπουργός και το επιτελείο του μάλλον ξεχνάνε ότι η χώρα παραμένει για 12 χρόνια χωρίς επενδυτική διαβάθμιση, και μάλιστα με χαμηλότερη επενδυτική αξιολόγηση από χώρες όπως η Βουλγαρία και η Ρουμανία (πηγή: Trading Economics).

Θα πει κάποιος, εντάξει, δεκτές οι παρατηρήσεις, αλλά η χώρα, σωστά ή λάθος, αναβαθμίζεται συνεχώς από τους οίκους αξιολόγησης και αυτό, όπως και να το κάνουμε, θα μας βοηθήσει να τα βγάλουμε πέρα στις σημερινές συνθήκες του υψηλού πληθωρισμού και των αυξανόμενων επιτοκίων. Το κυβερνητικό αφήγημα είναι ότι η επενδυτική βαθμίδα αξιολόγησης θα μειώσει τόσο τα επιτόκια αναχρηματοδότησης του δημόσιου χρέους όσο και τα επιτόκια δανεισμού επιχειρήσεων και νοικοκυριών λόγω βελτίωσης της ρευστότητας των τραπεζών.

Όμως το κυβερνητικό αφήγημα πάσχει. Λίγες ώρες μετά την αναβάθμιση της χώρας από τη Fitch, μεγάλη ελληνική τράπεζα, που επίσης αναβαθμίσθηκε από τον ίδιο οίκο αξιολόγησης, δανείσθηκε 400 εκατ. ευρώ με επιτόκιο 11,875% (ναι, καλά διαβάσατε, επιτόκιο κοντά στο 12%). Και να σκεφτεί κανείς ότι αυτό έγινε λίγες μέρες μετά τον δανεισμό του Ελληνικού Δημοσίου με δεκαετές ομόλογο με επιτόκιο 4,4%.

Είναι ένα ερώτημα πώς τα επιτόκια των δύο ομολογιακών δανείων έχουν διαφορά/spread 6,2%, την ώρα που η Fitch αξιολογεί το Δημόσιο με ΒΒ+ και την εν λόγω συστημική τράπεζα με Β, δηλαδή τρεις μόλις επενδυτικές βαθμίδες παρακάτω. Μάλλον οι αγορές δεν δίνουν μεγάλη σημασία πλέον στις επενδυτικές βαθμίδες των οίκων αξιολόγησης, και δεν έχουν άδικο. Γιατί δεν είναι δυνατόν να αναβαθμίζεται η επενδυτική βαθμίδα της χώρας και των τραπεζών της την ώρα που το δημόσιο χρέος είναι στα 394 δισ. και εκκρεμεί το ζήτημα των «κόκκινων» δανείων. Σε αυτές τις συνθήκες, το θέμα είναι πώς θα περιορίσουν τα επιτόκιά τους οι εμπορικές τράπεζες, όταν οι ίδιες δανείζονται με 12%;

Όμως το πρόβλημα δεν αφορά μόνο τις τράπεζες και τους δανειολήπτες, αφορά και το Δημόσιο. Η διαφορά επιτοκίου ανάμεσα στο ελληνικό και στο γερμανικό δεκαετές έχει (ξανα)φτάσει στο μνημονιακό 2% – 2,5%. Δεδομένου ότι τα επιτόκια της ΕΚΤ αναμένεται να φτάσουν το 4% ή και το 4,5% (η κεντρική τράπεζα ανέβασε τα επιτόκια στο 3% στις 2/2/2023 και ανακοίνωσε νέα αύξηση 0,5% για τον μήνα Μάρτιο), τα επιτόκια του Ελληνικού Δημοσίου μπορεί να φτάσουν και το 6% ή και το 7%. Βλέπετε, ιστορικά, το παρεμβατικό επιτόκιο της ΕΚΤ είναι πολύ κοντά στην απόδοση του γερμανικού δεκαετούς. Αυτό σημαίνει ότι αν τα παρεμβατικά επιτόκια φτάσουν στο 4,5%, η απόδοση των ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου μπορεί να φτάσει στο 6,5% (4,5% + 2% spread) ή και στο 7% (4,5% + 2,5% spread). Σε κάθε περίπτωση, το γεγονός είναι ότι το Δημόσιο καταφεύγει όλο και συχνότερα στο «μαξιλάρι» για να καλύψει τις χρηματοδοτικές του ανάγκες, παρόλο που ο κ. Μητσοτάκης κάνει τον ανήξερο –ή είναι– για το γεγονός.

Αυτό είναι το πραγματικό οικονομικό και επενδυτικό κλίμα τόσο στην Ελλάδα όσο και στον κόσμο. Αυτό αποτυπώθηκε και στο επενδυτικό Forum του Davos, όπου όλοι επεσήμαναν ότι οι κυβερνήσεις κινούνται πλέον σε «περιορισμένο δημοσιονομικό χώρο», στην προσπάθειά τους να στηρίξουν την οικονομική δραστηριότητα επιδοτώντας την κατανάλωση. Μόνο στη χώρα της φαιδράς πορτοκαλέας τα μεγάλα προβλήματα του ελληνικού καπιταλισμού επιχειρείται να κρυφτούν πίσω από θριάμβους που κανείς δεν βλέπει στη δουλειά του ή στο πορτοφόλι του.

Από ό,τι φαίνεται ο κ. Μητσοτάκης δεν δεσμεύεται για τον χρόνο των εκλογών, ευελπιστώντας ότι μέσα στους επόμενους μήνες κάποιος οίκος αξιολόγησης θα δώσει στη χώρα επενδυτική διαβάθμιση, προσφέροντάς του έτσι εκλογικούς πόντους. Όμως, όπως είχε πει και ο Λένιν, «τα γεγονότα είναι πεισματάρικα» και, ό,τι και αν επικαλεστεί, θα έχει να αντιμετωπίσει τη λαϊκή οργή τόσο ο ίδιος στις εκλογές όσο και όποιος τον αντικαταστήσει μετά από αυτές.


ΤΟ ΠΑΡΟΝ

Σχολιάστε εδώ