Οι ευρύτερες διαστάσεις των τουρκικών προκλήσεων και απειλών κατά της Ελλάδος και του Δυτικού Κόσμου και η αντιμετώπισή τους

Οι ευρύτερες διαστάσεις των τουρκικών προκλήσεων και απειλών κατά της Ελλάδος και του Δυτικού Κόσμου και η αντιμετώπισή τους


Του
ΧΡΗΣΤΟΥ Θ. ΜΠΟΤΖΙΟΥ
Πρέσβη ε.τ.


Η παραβατική συμπεριφορά της Τουρκίας και συγχρόνως οι αναθεωρητικοί στόχοι για το καθεστώς του Αιγαίου αλλά και της ευρύτερης περιοχής της Ανατολικής Μεσογείου ασφαλώς δεν αποτελούν πρόσφατα φαινόμενα.

Όμως τα τελευταία τρία χρόνια, όπως επεσήμανε και ο υπουργός των Εξωτερικών κ. Νίκος Δένδιας σε ομιλία του προ ημερών στην πόλη του Βόλου, σημειώνει ιδιαίτερη έξαρση. Ορισμένοι τείνουν να την αποδώσουν στην ιδιόμορφη προσωπικότητα του τούρκου Προέδρου, ο οποίος επενδύει στον τουρκικό εθνικισμό για να ενισχύσει το πολιτικό του προφίλ και τελευταίως την υποψηφιότητά του στις προεδρικές εκλογές, η διεξαγωγή των οποίων θα λάβει χώρα στις 14 Μαΐου, χωρίς όμως να έχει ακόμη επισημοποιηθεί. Η ερμηνεία αυτή ισχύει εν μέρει. Γιατί η εθνικιστική έξαρση ήταν το χαρακτηριστικό του Ερντογάν από της ανόδου του στον πρωθυπουργικό και στη συνέχεα στον προεδρικό θώκο, ωστόσο έλαβε νέες διαστάσεις με τον ρωσοουκρανικό πόλεμο, συνεπεία της ρωσικής εισβολής στις 24/2/2022.

Το Ουκρανικό και οι στενές σχέσεις και η συνεργασία που είχε ήδη αναπτύξει με τη Ρωσία του Πούτιν και ενισχύθηκαν περαιτέρω έδωσαν στον Ερντογάν την ευκαιρία να διεκδικήσει και να του ανατεθεί ρόλος μεσολαβητή στη ρωσοουκρανική διαμάχη, γεγονός που συνετέλεσε στο να αυξηθεί το προσωπικό του γόητρο αλλά και να ανέβει στα ουράνια η οίηση και η έπαρσή του. Πιθανότατα πιστεύει ότι η Τουρκία μπορεί πλέον να συγκαταλέγεται μεταξύ των ισχυρών χωρών και να καταστεί μεγάλη περιφερειακή δύναμη, αποβλέποντας και στην ανάληψη της ηγεσίας του Ισλαμικού Κόσμου. Δεν θα επιχειρήσουμε να αναλύσουμε αν αυτή η αντίληψη του τούρκου Προέδρου ισχύει, και σε ποιον βαθμό, αν και είναι εμφανής σε όλες του τις ενέργειες.

Την ελληνική κυβέρνηση, τα κοινοβουλευτικά κόμματα και τους έλληνες πολίτες δεν ενδιαφέρουν οι πολιτικές φιλοδοξίες του Ερντογάν, αλλά η αντιμετώπιση της τουρκικής παραβατικότητας, που επιβουλεύεται την εδαφική ακεραιότητα της χώρας μας. Βέβαια και ο υπόλοιπος Δυτικός Κόσμος δεν πρέπει να μένει απαθής και απλός παρακολουθητής. Αργά ή γρήγορα θα αναγκαστεί να γευθεί τις συνέπειες της τουρκικής συμπεριφοράς, που μπορεί να πλήξει γενικότερα συμφέροντα της Δύσης.

Η γεωγραφική ιδιομορφία της Ελλάδος με τα χιλιάδες διάσπαρτα νησιά, νησίδες και βραχονησίδες σε μια μεγάλη θαλάσσια έκταση, απαιτεί πολιτική επαγρύπνηση, ετοιμότητα και αξιόμαχες ένοπλες Δυνάμεις. Όπως παρατηρεί σε σχετικό άρθρο του ο στρατηγός ε.α. και επίτιμος Αρχηγός ΓΕΣ κ. Κωνσταντίνος Γκίνης, «η ισορροπία Δυνάμεων είναι εντελώς ανεπαρκής αντίληψη αλλά και η σχετική μαχητική ισχύς, που είναι αποδοτικότερη, δεν μπορεί να δώσει λύση στη νέα στρατηγική κατάσταση που έχει διαμορφώσει η Τουρκία. Είναι απαραίτητο να επικεντρωθούμε σε μία συνεχή, συνεκτική σχεδιασμένη προσπάθεια για την οικοδόμηση ανάλογης εθνικής ισχύος…».

Στις αξιοπρόσεκτες αυτές παρατηρήσεις θα πρόσθετα και την ανάγκη πολιτικοδιπλωματικής δραστηριοποίησης, με συνεχή παρακολούθηση, μελέτη και αξιολόγηση των δηλώσεων και ενεργειών της τουρκικής πολιτικής ηγεσίας και άλλων συναφών υπηρεσιών που στρέφονται κατά της χώρας μας. Να προβαίνουμε σε συνεχή και τεκμηριωμένη ενημέρωση των κυβερνήσεων και των αρμόδιων φορέων συμμάχων και φίλων χωρών για κάθε τουρκική παραβατική συμπεριφορά, που συνιστά παραβίαση βασικών αρχών του διεθνούς δικαίου και του Καταστατικού Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, όπως και των αρχών της καλής γειτονίας. Αν κριθεί απαραίτητο, να προσφύγουμε και στα αρμόδια διεθνή όργανα, όπως τα Ηνωμένα Έθνη, όταν οι τουρκικές προκλήσεις προσλαμβάνουν ιδιαίτερο επιθετικό χαρακτήρα, όπως η γνωστή απαράδεκτη δήλωση Ερντογάν «θα έρθουμε νύχτα» και οι απειλές για κατάληψη ελληνικών νήσων. Η ενημέρωση πρέπει να συνοδεύεται και από αιτήματα ή, κατά περίπτωση, και απαιτήσεις για έμπρακτη συμπαράσταση και όχι μόνο φραστικές καταδίκες της τουρκικής παραβατικότητας. Μέχρι στιγμής, ελάχιστες χώρες έχουν εκφράσει ανεπιφύλακτα τη συμπαράστασή τους προς την Ελλάδα, καταδικάζοντας δημοσίως τις τουρκικές προκλήσεις.

Πλέον απογοητευτική θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί η στάση της ΕΕ, η οποία οφείλει να επιδείξει έμπρακτα τη συμπαράστασή της –αποτελεί και καταστατική υποχρέωση– σε ένα κράτος-μέλος που δέχεται απειλές και αμφισβήτηση των κυριαρχικών του δικαιωμάτων. Εύλογα πολλοί διερωτώνται γιατί επιδεικνύεται τόση ανοχή έναντι του καθεστώτος Ερντογάν και της Τουρκίας, όταν μάλιστα το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο προ διετίας είχε αποφασίσει την επιβολή κυρωτικών μέτρων και είχε αναθέσει στον αρμόδιο επίτροπο για τις Εξωτερικές Υποθέσεις να εισηγηθεί συγκεκριμένα μέτρα, σε συνεργασία με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Οι λόγοι είναι προφανείς και αφορούν στρατηγικές εκτιμήσεις να αποτραπεί η απομάκρυνση της Τουρκίας από τη Δύση όπως και σοβαρά επενδυμένα οικονομικά συμφέροντα ορισμένων ισχυρών δυτικών και χωρών-μελών.

Φαίνεται ότι τελευταίως, μετά και τις δηλώσεις του Ερντογάν, που στρέφονται αναφανδόν κατά των δυτικών χωρών, με απαξιωτικούς, συγχρόνως, χαρακτηρισμούς κατά του γάλλου Προέδρου, ο κόμπος έχει φτάσει στο χτένι. Την αντιδυτική ρητορική που αναπτύσσει εσχάτως ο τούρκος Πρόεδρος δεν φαίνεται να συμμερίζεται η συνασπισμένη αντιπολίτευση, η οποία όμως δεν έχει ακόμα επιλέξει τον αντίπαλο του Ερντογάν στις επικείμενες προεδρικές εκλογές. Δυτικός μεν ο προσανατολισμός της, αλλά υπό προϋποθέσεις σε ό,τι αφορά την ένταξη στην ΕΕ.

Απομένουν λίγοι μήνες για την ανάδειξη του νέου Προέδρου της Τουρκικής Δημοκρατίας, για να διαφανούν και οι προσανατολισμοί της εσωτερικής και εξωτερικής τουρκικής πολιτικής. Σχετικά με την ανοχή που διαχρονικά η Δύση επιδεικνύει έναντι της Τουρκίας, τίθεται το ερώτημα: ποιος τελικά ωφελείται; Ισχύει ή όχι το γνωστό do ut des; Και πώς αυτό μεταφράζεται από κάθε πλευρά; Η ανοχή που επιδεικνύουν οι δυτικές χώρες έναντι της Τουρκίας οφείλεται σε μεγάλο βαθμό σε παγιωμένες, αλλά ξεπερασμένες γεωπολιτικές αντιλήψεις, αλλά και μεγάλα οικονομικά συμφέροντα. Υπάρχει όμως πολιτικό κόστος, βραχυπρόθεσμα και κυρίως μακροπρόθεσμα. Όπως διδάσκει η παλαιότερη και η σύγχρονη ευρωπαϊκή ιστορία, γνωρίζουμε πού τελικά οδηγεί η ανοχή έναντι χωρών και ηγετών που δεν σέβονται τη δημοκρατία και τις αρχές του διεθνούς δικαίου.


ΤΟ ΠΑΡΟΝ

Σχολιάστε εδώ