Σίμος Ανδρονίδης: Για την πρόταση δυσπιστίας του ΣΥΡΙΖΑ
Του
ΣΙΜΟΥ ΑΝΔΡΟΝΙΔΗ
Υποψήφιου Διδάκτορος στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ
O πρόεδρος του Συνασπισμού της Ριζοσπαστικής Αριστεράς (ΣΥΡΙΖΑ) Αλέξης Τσίπρας κατά τη διάρκεια της ομιλίας του στο Κοινοβούλιο υπέβαλε πρόταση δυσπιστίας προς την κυβέρνηση, με αφορμή τις τελευταίες εξελίξεις στην υπόθεση των υποκλοπών. Εξελίξεις που εν προκειμένω προκλήθηκαν από τις πρωτοβουλίες που έλαβε ο πρόεδρος της Αρχής Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών (ΑΔΑΕ) Χρήστος Ράμμος.
Σε αυτό το πλαίσιο, δύναται να αναφέρουμε πως η πρόταση επέφερε κάποια έκπληξη, καθότι όλο το προηγούμενο χρονικό διάστημα δεν υπήρξαν από πλευράς του ΣΥΡΙΖΑ και των στελεχών του αναφορές στο ενδεχόμενο υποβολής της.
Ποιοι μπορεί να είναι, όμως, οι λόγοι που οδήγησαν τον ΣΥΡΙΖΑ να στραφεί σε αυτό το κοινοβουλευτικό «εργαλείο», εντάσσοντάς το στην «κομματική στρατηγική» του, έτσι όπως διαμορφώνεται αυτή την περίοδο; Κινούμενοι κατά βάση σε ένα θεωρητικό – πολιτικό πλαίσιο, θα καταγράψουμε κάποιους παράγοντες.
Ο πρώτος παράγοντας που ώθησε το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης να υποβάλει πρόταση δυσπιστίας είναι η βαθύτερη επιθυμία του να συγκροτηθεί ένα ευρύτερο κοινοβουλευτικό – αντιπολιτευτικό μέτωπο (ΣΥΡΙΖΑ, ΠΑΣΟΚ – Κίνημα Αλλαγής, ΚΚΕ, ΜέΡΑ25), το οποίο για όσο χρονικό διάστημα διαρκέσει η σχετική συζήτηση θα ασκεί έντονες πιέσεις στην κυβέρνηση για το θέμα των υποκλοπών – παρακολουθήσεων, εξωθώντας τη σε θέση άμυνας διά της αμφισβήτησης της δέσμευσης της κυβέρνησης στην υπεράσπιση και στη διασφάλιση των δημοκρατικών θεσμών και του κράτους δικαίου.
Εδώ, όμως, ενσκήπτει το πρώτο πρόβλημα: Πώς μπορεί να διαμορφωθεί ένα τέτοιο αντιπολιτευτικό μέτωπο από τη στιγμή που οι κομματικές στρατηγικές των κομμάτων της αντιπολίτευσης δεν συγκλίνουν και το καθένα θα προσέλθει στη συζήτηση από διαφορετική αφετηρία και θα θέσει διαφορετικούς στόχους;
Για παράδειγμα, είναι απολύτως λογικό οι στοχεύσεις του ΣΥΡΙΖΑ και του ΜέΡΑ25, του άλλοτε υπουργού Οικονομικών Γιάνη Βαρουφάκη, να αποκλίνουν δραστικά, από τη στιγμή που το δεύτερο μπορεί να αντιληφθεί την όλη κοινοβουλευτική διαδικασία και συζήτηση ως «ευκαιρία» για τη διαμόρφωση, με καταληκτικό ορίζοντα την πραγματοποίηση των βουλευτικών εκλογών, μιας «στρατηγικής επιβίωσης», σύμφωνα με τη διατύπωση των Νίκου Μαραντζίδη και Στάθη Καλύβα. Λόγω του ότι είναι το κόμμα που, σύμφωνα με τα δημοσκοπικά ευρήματα, φαίνεται να πιέζεται περισσότερο από τα υπόλοιπα (κυρίως την Ελληνική Λύση του Κυριάκου Βελόπουλου) ως προς την είσοδό του στην επόμενη Βουλή.
Ο δεύτερος παράγοντας, ή αλλιώς λόγος, που οδήγησε στην επένδυση σε μια τέτοια επιλογή έχει να κάνει με την πρόθεση του προέδρου του κόμματος (και των κοινοβουλευτικών του στελεχών) να εμπλακεί σε μια άμεση και συγκρουσιακή αντιπαράθεση με τον πρωθυπουργό και αρχηγό της Νέας Δημοκρατίας Κυριάκο Μητσοτάκη, ώστε να καταφέρει να ενισχύσει ποιοτικά το δυνάμει πρωθυπουργικό του προφίλ εν όψει της επίσημης έναρξης της προεκλογικής περιόδου, επενδύοντας σε συγκεκριμένα πολιτικά διλήμματα. Μέσω μιας τέτοιας κίνησης, ο Αλέξης Τσίπρας επιδιώκει να φανεί ως καθαυτό «θεσμικός παίκτης», ως ένας πολιτικός ηγέτης που «υπερασπίζεται τη Δημοκρατία και τους κανόνες που τη διέπουν», στοχεύοντας στο να διαμορφώσει τις προϋποθέσεις για την προσέλκυση κεντρώων και μετριοπαθών ψηφοφόρων, ιδίως των πλέον αμφιταλαντευόμενων μεταξύ αυτών. Αμφιταλαντευόμενων μεταξύ τριών κομμάτων, ήτοι της Νέας Δημοκρατίας, του ΣΥΡΙΖΑ και του ΠΑΣΟΚ – Κινήματος Αλλαγής, το οποίο αποκτά, ανέλπιστα ίσως, την ευκαιρία να καταστεί «κόμμα επιλογής», προσφέροντας σε μια ευρεία μάζα εκλογέων λόγους για να το επιλέξουν (και όχι να ταυτιστούν απαραίτητα μαζί του) στις επικείμενες βουλευτικές εκλογές.
Ο τρίτος παράγοντας που εντοπίζουμε έχει σχέση με την επιδίωξη του Συνασπισμού της Ριζοσπαστικής Αριστεράς (ποιος ο ρόλος της Πόπης Τσαπανίδου στη γνωστοποίηση των θέσεων του κόμματος;) να συνδιαμορφώσει την πολιτική ατζέντα της περιόδου που διανύουμε, αποκτώντας τη δυναμική που δεν του προσέφεραν ζητήματα όπως η ενεργειακή επισφάλεια (είναι τουλάχιστον άτοπο να καλέσουν οι βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ που θα λάβουν τον λόγο στην πραγματοποίηση διαδηλώσεων διαμαρτυρίας κατά της κυβέρνησης).
Βέβαια, δεν πρέπει να προδικάζεται πως ο βαθμός της πόλωσης* που μπορεί να επικρατήσει εντός Κοινοβουλίου μεταξύ πολιτικών κομμάτων θα είναι ίδιος με αυτόν που θα επικρατήσει κατά τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου.
*Η πόλωση εντός Κοινοβουλίου επιμερίζεται μεταξύ των πολιτικών κομμάτων, έχοντας φορά από πάνω προς τα κάτω: Άλλος είναι ο βαθμός της πόλωσης μεταξύ Νέας Δημοκρατίας και ΣΥΡΙΖΑ και άλλος μεταξύ Νέας Δημοκρατίας και ΚΚΕ, το οποίο, όσο κι αν προσπαθεί εντόνως, είναι δύσκολο να δει το κυβερνών κόμμα να στρέφει εξ ολοκλήρου τα πυρά του προς αυτό. Κάτι παρόμοιο μπορεί να ειπωθεί και για τα άλλα κοινοβουλευτικά κόμματα. Ας μη λησμονούμε πως ιδιαίτερη πόλωση και ανταγωνισμός μπορούν να προκύψουν και μεταξύ των μικρότερων κοινοβουλευτικών κομμάτων, που προσπαθούν να κερδίσουν το «δικαίωμα» του να είναι αυτά που θα μείνουν στη μνήμη του εκλογέα.
(Το άρθρο γράφτηκε πριν από τη συζήτηση στη Βουλή για την πρόταση δυσπιστίας.)