Ο Ερντογάν μαινόμενος κατά πάντων και η ευκαιρία για την Ελλάδα
–Στυγνός εκβιασμός για την ένταξη της Φινλανδίας και της Σουηδίας στο ΝΑΤΟ
Του
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΤΣΑΚΑΛΟΥ
Ευκαιρίες για την Ελλάδα δημιουργεί η κατά μέτωπο επίθεση του Ερντογάν στη Δύση, καθώς πλέον επιβεβαιώνει στην πράξη αυτά που εδώ και χρόνια καταγγέλλει η Ελλάδα, απευθυνόμενη συνήθως σε ώτα μη ακουόντων και πρόθυμων να συνεχίσουν την πολιτική κατευνασμού και επιβραβεύσεων του τούρκου ηγέτη.
Χρειάστηκε ο στυγνός εκβιασμός με την υπόθεση ένταξης της Φινλανδίας και της Σουηδίας στο ΝΑΤΟ, η ευθεία επίθεση εναντίον της Σουηδίας και της Ολλανδίας, για το κάψιμο του Κορανίου από ακροδεξιούς εξτρεμιστές, η γενικευμένη επίθεση εναντίον της ελευθερίας της έκφρασης, όπως γίνεται αντιληπτή από τις ευρωπαϊκές αρχές και αξίες, αλλά κυρίως η πεποίθηση, που σταδιακά εδραιώνεται, ότι λειτουργεί ως «μακρά χειρ» του Βλαντιμίρ Πούτιν, για να αρχίσει η διεθνής κοινή γνώμη αλλά και οι κυβερνήσεις να αντιλαμβάνονται ότι η Τουρκία του Ερντογάν παίρνει τον δικό της δρόμο. Έναν δρόμο που δεν δείχνει να συμβαδίζει με αυτόν της Δύσης.
Το κάψιμο του Κορανίου έδωσε την αφορμή στον Ερντογάν για ένα ισλαμοεθνικιστικό ξέσπασμα εναντίον δύο εκ των πλέον φιλελεύθερων χωρών της Ευρώπης, το οποίο όμως έσπευσε να γενικεύσει, ενώ αυτοχρίστηκε προστάτης του μουσουλμανικού κόσμου, ανοίγοντας τον αγώνα εναντίον αυτού που ο ίδιος ονομάζει «παγκόσμια ισλαμοφοβία». Διεκδικεί έτσι έναν ηγετικό ρόλο και σε ιδεολογικό επίπεδο, που ταιριάζει με τη φιλοδοξία επέκτασης επιρροής και ανάδειξης της Τουρκίας σε περιφερειακή και παγκόσμια δύναμη.
Όλα αυτά βεβαίως, τα οποία θα ενταθούν στον δρόμο προς τις εκλογές, δεν είναι ένα απλό προεκλογικό τέχνασμα του κ. Ερντογάν, αλλά ξεδιπλώνουν σιγά σιγά την αυτονομημένη ατζέντα του, που γίνεται όλο και λιγότερο συμβατή με την ιδιότητα της Τουρκίας ως μέλους του ΝΑΤΟ και υποψήφιας προς ένταξη χώρας στην ΕΕ.
Το γεγονός ότι βρήκε την ευκαιρία να εξυπηρετήσει τον στόχο του Προέδρου Πούτιν για πάγωμα της διεύρυνσης του ΝΑΤΟ είναι κάτι που δεν μπορεί να περάσει απαρατήρητο ούτε από την ΕΕ ούτε από την Ουάσινγκτον. Και μάλιστα επηρεάζει άμεσα και τις αμερικανοτουρκικές σχέσεις, καθώς μετά την ψυχρή υποδοχή που είχαν οι τουρκικές θέσεις στην επίσκεψη Τσαβούσογλου στην Ουάσινγκτον, η νέα εμπλοκή που προκάλεσε στην ένταξη της Σουηδίας και της Φινλανδίας στο ΝΑΤΟ ενισχύει τις θέσεις όλων των κέντρων στην αμερικανική πρωτεύουσα, και κυρίως στο Κογκρέσο, που έχουν προειδοποιήσει ότι με αυτήν τη στάση η Τουρκία αποκλείεται από μόνη της από το πρόγραμμα πώλησης νέων και αναβάθμισης των παλαιότερων F-16.
Έχοντας αναγάγει η Άγκυρα το θέμα αυτό σε μείζονος σημασίας ζήτημα στις αμερικανοτουρκικές σχέσεις, αναμένεται να ανατροφοδοτηθεί ο κύκλος της αντιπαράθεσης με τις ΗΠΑ, κάτι που ο κ. Ερντογάν δεν θα διστάσει να χρησιμοποιήσει στην προεκλογική ρητορεία του, καταφεύγοντας και πάλι σε θεωρίες συνομωσίας για την κακή Δύση που υπονομεύει την τουρκική οικονομία, που θέλει να πριονίσει τα πόδια της Τουρκίας ώστε να μην αναλάβει «τον ρόλο που της ανήκει» στο νέο, πολυπολικό παγκόσμιο σύστημα.
Όλα αυτά βεβαίως φέρνουν την Άγκυρα ακόμη πιο μακριά από τις στρατηγικές επιλογές και αξίες της Δύσης και αυτό δεν είναι κάτι που μπορεί να ξεπεραστεί με τις συνήθεις προσπάθειες εξευμενισμού της Τουρκίας, που συνήθως κατέληγαν σε προκλητικές παραχωρήσεις προς την Άγκυρα.
Η ίδια η Γερμανία, ο πιο συνεπής υποστηρικτής της Τουρκίας, βρέθηκε σε εξαιρετικά δύσκολη θέση τις προηγούμενες ημέρες, καθώς αντιλήφθηκε ότι η προγραμματισμένη επίσκεψη Ερντογάν επρόκειτο να εξελιχθεί σε μια προεκλογική περιοδεία του τούρκου ηγέτη, ο οποίος αρχικά θα επιχειρούσε να αποσπάσει δηλώσεις στήριξης και τον… θαυμασμό της γερμανικής ηγεσίας και συγχρόνως να συνεχίσει την πολωτική και διχαστική καμπάνια του εναντίον των πολιτικών αντιπάλων του και εναντίον των Κούρδων. Και όλα αυτά επί γερμανικού εδάφους. Μια παρέμβαση που θα δημιουργούσε μείζονα ζητήματα ασφάλειας στο εσωτερικό της Γερμανίας, με την πρόκληση αντιπαραθέσεων, ίσως και ακραίων, μεταξύ των σχεδόν 2,5 εκατ. Τούρκων που ζουν στη χώρα, αλλά και μεταξύ οπαδών του ΑΚΡ και της πολυπληθούς κουρδικής κοινότητας.
Χωρίς να ανακοινωθούν λεπτομέρειες, διέρρευσε η είδηση ότι η επίσκεψη ματαιώθηκε γιατί δεν μπόρεσαν οι διπλωματικοί σύμβουλοι του Ερντογάν και του καγκελάριου Σολτς να συμφωνήσουν στο πρόγραμμα, αλλά είναι προφανές ότι οι Γερμανοί απέρριψαν το «προεκλογικό» πρόγραμμα που είχε σχεδιάσει ο κ. Ερντογάν, ο οποίος δεν είχε κανέναν άλλον λόγο να μεταβεί στο Βερολίνο, όπου θα ήταν υποχρεωμένος να απαντήσει και σε ερωτήματα για τη σχέση του με τον Πούτιν αλλά και για το προβληματικό –για δημοκρατικό καθεστώς– κλίμα που χτίζει εν όψει των εκλογών.
Αυτές οι συνθήκες δημιουργούν ένα ευνοϊκό περιβάλλον για την Ελλάδα, καθώς η ελληνική επιχειρηματολογία για την επικίνδυνη τροπή που παίρνει ο τουρκικός αναθεωρητισμός για την περιφερειακή σταθερότητα δεν ακούγεται πλέον ως παράδοξο από πολλές κυβερνήσεις οι οποίες από παράδοση έχουν μια ισορροπημένη και φιλικά διακείμενη στάση έναντι του Ταγίπ Ερντογάν.
Βεβαίως αυτό δεν αρκεί. Μια απλή κωλοτούμπα, από τις γνωστές του κ. Ερντογάν, θα δώσει κατευθείαν την ευκαιρία στις δυνάμεις που υποστηρίζουν την πολιτική κατευνασμού έναντι της Τουρκίας να επιστρέψουν πάλι στη λογική των προσφορών προκειμένου να κρατήσουν την Τουρκία στην πλευρά της Δύσης.
Και γι’ αυτό απαιτείται επαγρύπνηση και συστηματική δουλειά από την Αθήνα, ώστε να μη χαθεί αυτή η συγκυρία. Δυστυχώς, με την Ελλάδα να έχει μπει σε μια σκληρή προεκλογική αναμέτρηση, υπάρχει ο κίνδυνος να μην μπορέσει η χώρα μας να εκμεταλλευθεί το χαρτί που της προσφέρει, άθελά του, ο τούρκος ηγέτης.
Με την τροπή που πήραν οι πολιτικές εξελίξεις στη χώρα, με το σκάνδαλο των υποκλοπών και με την πρόταση μομφής κατά της κυβέρνησης, χάθηκε κάθε δυνατότητα ευρείας πολιτικής συνεννόησης, ώστε τα εθνικά θέματα να μείνουν εκτός αντιπαράθεσης και να υπάρξει μια στοιχειώδης συμφωνία στα μείζονα ζητήματα και στη διαχείριση των σχέσεων με την Τουρκία. Αυτό θα έπρεπε να είχε γίνει πριν μπούμε σε αυτήν τη σκληρή προεκλογική περίοδο, όπου όλοι είναι επιρρεπείς στην πλειοδοσία και επί των εθνικών θεμάτων.
Η κυβέρνηση οφείλει με έξυπνο τρόπο να χειριστεί την κατάσταση που διαμορφώνεται και, χωρίς να εμπλακεί η ίδια άμεσα, να κινητοποιηθεί ώστε να μπορέσει να κεφαλαιοποιήσει διπλωματικά την επίθεση αυτή του Ερντογάν εναντίον των θεσμών και των αξιών της Ευρώπης και την υπονόμευση της αξιοπιστίας και αποτελεσματικότητας της Νατοϊκής Συμμαχίας, τη στιγμή που η ενότητά της είναι περισσότερο από ζωτική λόγω της ρωσικής επίθεσης στην Ουκρανία. Η ευκαιρία είναι μοναδική και δεν πρέπει να χαθεί…