Η Άγκυρα εκτοξεύει απειλές κατά της Ελλάδος – Για να την εμποδίσει…
–Για να την εμποδίσει να επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα σε 12 μίλια και να εκμεταλλευθεί τους υδρογονάνθρακές της
Γράφει ο
ΠΕΡΙΚΛΗΣ ΝΕΑΡΧΟΥ
Πρέσβυς ε.τ.
Το Εθνικό Συμβούλιο Ασφαλείας της Άγκυρας συνεδρίασε, με πολλή δημοσιότητα, την περασμένη εβδομάδα, για να συζητήσει, όπως ανακοινώθηκε, τους εξοπλισμούς και τις «προκλήσεις» της Ελλάδος.
Οι εξοπλισμοί που ανησυχούν σφόδρα την Άγκυρα είναι κυρίως αυτοί στον τομέα της Αεροπορίας, που, συνδυαζόμενοι με το αδιέξοδο στις συζητήσεις Άγκυρας – Ουάσινγκτον για τα F-16, διασφαλίζουν αναμφισβήτητο πλεονέκτημα στην Ελληνική πλευρά. Το σημερινό ισοζύγιο θα επιδεινωθεί, επιπλέον, περαιτέρω, με την προοπτική της εντάξεως, μέχρι το 2028, του F-35 στην Ελληνική Αεροπορία.
Η ανατροπή αυτή ανησυχεί έντονα την πολιτική και τη στρατιωτική ηγεσία, η οποία είχε επενδύσει στρατηγικά στο αεροσκάφος πέμπτης γενιάς F-35, για την κατάκτηση αεροπορικής υπεροχής έναντι της Ελλάδος. Η πολυπραγμοσύνη και η υπεροψία Ερντογάν με τους πυραύλους S-400 μετέτρεψαν σε μπούμερανγκ το F-35. Αντί να γίνει εργαλείο υπεροχής και στρατηγικής υπερφαλαγγίσεως της Ελλάδος, με ό,τι αυτό συνεπάγεται, οδήγησε την Τουρκία σε αδιέξοδο και σε μειονεκτική θέση, σε ό,τι αφορά την αεροπορική ισχύ.
Η έξοδος από το Δυτικό πλαίσιο και η επιλογή ενός Ρωσικού ή Κινεζικού αεροσκάφους δεν είναι καθόλου απλή και εύκολη υπόθεση. Θα είχε βαρύτατες συνέπειες για τη θέση της Τουρκίας στη Δυτική συμμαχία και θα απαιτούσε χρόνο και ριζικές αλλαγές στις επιχειρησιακές υποδομές και στα δόγματα μάχης.
Μια ενδιάμεση, προσιτή λύση θα ήταν για την Άγκυρα η προμήθεια αεροσκαφών Eurofighter από τη Μεγάλη Βρετανία και την Ισπανία. Το τελευταίο είναι αεροσκάφος 4,5 γενιάς και μπορεί, μεταξύ άλλων, να φέρει τον πύραυλο Μέτεορ, που φέρει και το Ραφάλ.
Οι διαπραγματεύσεις που έχουν αρχίσει μεταξύ Άγκυρας και Λονδίνου έχουν ακόμη χαρακτήρα διερευνητικό και έχουν, κατά πρώτο λόγο, ως σκοπό να ασκήσουν πίεση στις ΗΠΑ για την αποδέσμευση των F-16. Συνεχιζομένου όμως του αδιεξόδου για τα F-16, είναι πολύ πιθανό να προχωρήσουν οι Αγγλοτουρκικές συνομιλίες για την προμήθεια του Eurofighter, ως ενδιάμεσης λύσεως για την Τουρκική Αεροπορία.
Η Τουρκική ηγεσία φιλοδοξεί να ολοκληρώσει, κατά τα προσεχή χρόνια, το τουρκικό εθνικό μαχητικό και να κατακτήσει και στον απαιτητικό αυτό τομέα, που είναι στην αιχμή της τεχνολογίας, αυτονομία και ανεξαρτησία. Αυτό όμως μένει να αποδειχθεί.
Εν τω μεταξύ, η Άγκυρα επενδύει, με όλες της τις δυνάμεις, στα μη επανδρωμένα αεροσκάφη, με τα οποία επιδιώκει να δημιουργήσει μια δεύτερη, ανορθόδοξη αεροπορία, βελτιώνοντας τις επιδόσεις τους σε ταχύτητα, αναγνωριστική και σκοπευτική ικανότητα και σε άφεση πυραύλων μακρού πλήγματος και άλλων όπλων.
Η Ελληνική πλευρά πρέπει να παρακολουθήσει προσεκτικά τις προόδους που επιτελεί η Άγκυρα στον τομέα αυτό και να κινηθεί εγκαίρως για την αντιστάθμισή τους, γιατί κεντρικός στόχος στην Τουρκική αεροπορία αλλά και ναυτική τακτική είναι οι επιθέσεις κορεσμού.
Στην ημερήσια διάταξη της συνεδριάσεως του Τουρκικού Συμβουλίου Εθνικής Ασφάλειας ήταν, εκτός των εξοπλισμών, και οι «προκλήσεις» της Ελλάδος κατά της Τουρκίας. Κατά τη γνωστή Τουρκική στρεψοδικία, δεν είναι η Τουρκία που προκαλεί, αλλά η Ελλάδα. Οι επισκέψεις, π.χ., Ελλήνων πολιτικών και στρατιωτικών επισήμων σε νησιά και βραχονησίδες του Αιγαίου καταγγέλλονται ως προκλήσεις, είτε γιατί παραβιάζουν δήθεν το αποστρατιωτικοποιημένο καθεστώς των νησιών είτε γιατί οι εν λόγω βραχονησίδες είναι δήθεν αμφισβητούμενης κυριαρχίας.
Η κύρια όμως ανησυχία της Άγκυρας είναι η εφαρμογή από την Ελλάδα των δικαιωμάτων που έχει με βάση το διεθνές θαλάσσιο δίκαιο και η αξιοποίηση των Ελληνικών υδρογονανθράκων. Σταθερός στόχος της Άγκυρας είναι να εμποδίσει, με απειλές, την Ελλάδα να επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα σε 12 ναυτικά μίλια, όπως έχει δικαίωμα, και να εκμεταλλευθεί τους υδρογονάνθρακές της στην Ελληνική ΑΟΖ.
Μόλις η Διεθνής Σύμβαση για το θαλάσσιο δίκαιο επικυρώθηκε από τα δύο τρίτα των χωρών και ετέθη σε ισχύ το 1944, επικυρωθείσα και από την Ελλάδα, η Μεγάλη Τουρκική Εθνοσυνέλευση ενέκρινε ψήφισμα, το 1995, με το οποίο απειλούσε την Ελλάδα με πόλεμο (casus belli), στην περίπτωση που επέκτεινε τα χωρικά της ύδατα και ανεκήρυσσε ΑΟΖ.
Η πολιτική Σημίτη, που εγκαινιάσθηκε με την κρίση των Ιμίων, ως δήθεν στρατηγική για τη μετατροπή των Ελληνο-Τουρκικών προβλημάτων σε Ευρω-Τουρκικά, με δέλεαρ την ένταξη της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, συνέπλευσε ουσιαστικά με το Τουρκικό casus belli, αναστέλλοντας επ’ αόριστον οποιαδήποτε απόφαση για την εφαρμογή στην πράξη των Ελληνικών δικαιωμάτων.
Είχε προηγηθεί, μετά τα Ίμια, το κοινό ανακοινωθέν Σημίτη – Ντεμιρέλ στη Μαδρίτη, με το οποίο αναγνωρίζονται «ζωτικά στρατηγικά συμφέροντα» της Τουρκίας στο Αιγαίο και συστηνόταν αποφυγή «μονομερών ενεργειών», που η Τουρκική πλευρά ερμήνευε ως αναφορά στη Συμφωνία της Βέρνης μεταξύ Καραμανλή και Ετζεβίτ.
Η κατευναστική πολιτική Σημίτη είχε διαχρονική συνέχεια και είναι ένα φάντασμα που δεν μπόρεσε να εξορκίσει μέχρι σήμερα η επίσημη Ελληνική πολιτική, ακόμη και όταν η Τουρκική πλευρά εγκατέλειψε την αμυντική της στάση, στο θέμα του διεθνούς θαλασσίου δικαίου, και άρχισε να επιδιώκει τη δημιουργία τετελεσμένων γεγονότων, με το ιδεολόγημα της «Γαλάζιας Πατρίδας» και το Τουρκο-Λιβυκό Μνημόνιο. Με την πολιτική αυτή η Άγκυρα επιδίωξε ευθέως να αρπάξει το ψαχνό της Ελληνικής ΑΟΖ και να φτάσει μέχρι νότια και ΝΔ της Κρήτης, όπου βρίσκονται τα μεγαλύτερα πιθανά Ελληνικά κοιτάσματα υδρογονανθράκων.
Το ανακοινωθέν το οποίο εξέδωσε το Τουρκικό Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας, μετά τη λήξη της συνεδριάσεώς του, κάνει λόγο για «τετελεσμένα γεγονότα» εκ μέρους της Ελλάδος, τα οποία η Τουρκία δεν θα ανεχθεί.
Προφανώς, αναφέρεται στις διεξαγόμενες έρευνες νότια και ΝΔ της Κρήτης και στο ενδεχόμενο που, επιτέλους, διακηρύσσεται από την Ελλάδα να γίνει εξόρυξη των Ελληνικών υδρογονανθράκων. Η προηγούμενη πολιτική της σημερινής κυβερνήσεως για «πράσινη» ενέργεια, που είχε οδηγήσει σε διακοπή και αναστολή των ερευνών και σε αποχώρηση μεγάλων ξένων εταιρειών, είχε βολέψει την Τουρκική πλευρά, που είχε πάρει θέση στην περιοχή μέσω της «Γαλάζιας Πατρίδας» και του Τουρκο-Λιβυκού Μνημονίου.
Τι εννοεί, λοιπόν, το Τουρκικό ανακοινωθέν, με τις απειλές ότι η Τουρκία δεν θα ανεχθεί «τετελεσμένα γεγονότα»; Επιχειρεί, για άλλη μια φορά, να εκφοβίσει την Ελλάδα για να μην προχωρήσει είτε σε επέκταση των χωρικών υδάτων, έστω και μερική στην Κρήτη, είτε σε εξόρυξη των υδρογονανθράκων νότια και ΝΔ της Κρήτης, που θα επιβεβαιωθούν από τις διεξαγόμενες έρευνες.
Το σκηνικό έχει αλλάξει σημαντικά σε σχέση με τη Λιβύη και η Τουρκική θέση είναι πολύ αποδυναμωμένη. Η Άγκυρα όμως δεν παραιτείται από τους στόχους της, για όσο τουλάχιστον έχει ακόμη ερείσματα, όπως ο προσωρινός πρωθυπουργός στην Τρίπολη, Ντμπεϊμπά.
Η Ελληνική πλευρά είναι σήμερα σε πολύ καλύτερη και ισχυρότερη θέση από πριν. Πρέπει να προχωρήσει απερίσπαστη τόσο στην επέκταση των χωρικών της υδάτων σε 12 μίλια, έστω, προς το παρόν, στην Κρήτη, όσο και στην εξόρυξη των υδρογονανθράκων της, εκμεταλλευόμενη, μεταξύ άλλων, την ευνοϊκή συγκυρία της σημερινής ενεργειακής καταστάσεως στην Ευρώπη.