Δημήτρης Βίτσας στο “Π”: Καλώς ορίσατε στην πραγματικότητα
Του
ΔΗΜΗΤΡΗ ΒΙΤΣΑ
Αντιπροέδρου της ΒτΕ, Βουλευτή ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ Δυτικής Αθήνας
Κατά τα λοιπά, ο θάνατος του έκπτωτου μονάρχη ήταν μια υπόθεση που δεν θα έπρεπε να απασχολεί τη δημόσια σφαίρα. Το γεγονός ότι, παρ’ όλα αυτά, υποστήκαμε τις μέρες αυτές μια επικοινωνιακή παράκρουση σε επίπεδο ΜΜΕ και κυβερνητικών χειρισμών με αφορμή την κηδεία ενός ιδιώτη έχει να κάνει μόνο με τη διαπλοκή των πρώτων με τους δεύτερους. Δεν αφορά στο ελάχιστο την ελληνική κοινωνία και τα προβλήματά της.
Τώρα, επιτέλους, τα μίντια και η πολιτική και κοινωνική αντιπαράθεση μπορούν να επιστρέψουν στην πραγματικότητα, την οποία βιώνουν όλοι οι έλληνες πολίτες στην καθημερινότητά τους, αλλά αποτυπώνεται ανάγλυφα και στα στατιστικά δεδομένα. Τρία ενδεικτικά παραδείγματα:
Σύμφωνα με την τελευταία έρευνα του Ευρωβαρόμετρου, η αύξηση του κόστους ζωής είναι η βασική ανησυχία για το 100% των Ελλήνων. Ο αριθμός είναι εντυπωσιακός, διότι δεν υπάρχει ένα ποσοστό, έστω 1% – 2%, συμπολιτών μας που να μην αισθάνονται άγχος για τη συνεχή αύξηση των τιμών στην ενέργεια, στα καύσιμα και στα προϊόντα ευρείας κατανάλωσης, ιδίως των τροφίμων, των φαρμάκων και άλλων, που είναι απολύτως αναγκαία και δεν μπορούν να περιοριστούν εκ των πραγμάτων. Στην ίδια έρευνα διαπιστώνεται ότι η δεύτερη μεγαλύτερη ανησυχία που απασχολεί το 97% των Ελλήνων είναι η απειλή της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού. Το συμπέρασμα είναι ότι το άγχος επιβίωσης διατρέχει οριζοντίως και καθέτως όλα τα στρώματα του πληθυσμού της χώρας, ανεξαρτήτως φύλου, ηλικίας, μορφωτικού και επαγγελματικού-κοινωνικού προφίλ.
Μάλιστα, σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της Eurostat, η Ελλάδα έρχεται τελευταία σε κατά κεφαλήν αγοραστική δύναμη μεταξύ των κρατών-μελών της Ευρωζώνης, ενώ σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης σε χειρότερη κατάσταση είναι μόνο η Βουλγαρία. Και ενώ το επικοινωνιακό αφήγημα περί της (όντως) δεινής οικονομικής κατάστασης των πολιτών της γειτονικής μας Τουρκίας καλά κρατεί, από τα ίδια στοιχεία προκύπτει ότι η αγοραστική δύναμη των ελλήνων πολιτών απέχει μόλις μία μονάδα από εκείνων της Τουρκίας. Συνυπολογίζοντας την αύξηση του κόστους ζωής τα τελευταία 12 χρόνια, αυτό μεταφράζεται σε μια μείωση περίπου 40% του πραγματικού εισοδήματος των λαϊκών νοικοκυριών, με ό,τι αυτό συνεπάγεται.
Συγχρόνως, η πρόσφατη ετήσια έκθεση του ΟΟΣΑ επιβεβαιώνει ότι η Ελλάδα της ακρίβειας και του συρρικνωμένου λαϊκού εισοδήματος έχει, εντούτοις, από τις υψηλότερες τιμές χονδρικής ρεύματος ανάμεσα στις χώρες του ΟΟΣΑ και στην Ευρώπη για τη διετία 2021 – 2022. Και η αιτία αυτής της θλιβερής πρωτιάς δεν είναι ο πόλεμος στην Ουκρανία, αλλά η υψηλή συμμετοχή του φυσικού αερίου στην ηλεκτροπαραγωγή, σε συνδυασμό με τη βίαιη απολιγνιτοποίηση και την παράδοση της ΔΕΗ στη λογική της ιδιωτικής κερδοσκοπίας, ακριβώς τη στιγμή που η ελληνική οικονομία, η βιομηχανική παραγωγή και τα νοικοκυριά είχαν τη μεγαλύτερη ανάγκη για έναν στιβαρό δημόσιο ενεργειακό πυλώνα ως ασπίδα προστασίας έναντι των διεθνών αναταράξεων. Όλα αυτά είναι συνειδητές επιλογές της κυβέρνησης Μητσοτάκη.
Οι αριθμοί περιγράφουν μια καταθλιπτική εικόνα της ελληνικής κοινωνίας, η οποία όμως προκύπτει ως το αναπόδραστο αποτέλεσμα όχι μόνο των διαδοχικών κρίσεων που έχουν πλήξει τη χώρα μας, αλλά κυρίως της ασκούμενης πολιτικής των τελευταίων τριάμισι ετών με όχημα την κυβέρνηση Μητσοτάκη. Είναι το απότοκο αφενός της διάλυσης του κοινωνικού κράτους και της συναφούς αφαίρεσης του διχτυού ασφαλείας που διατηρεί την κοινωνική συνοχή και αφετέρου της μετατροπής του κράτους σε γραφείο εξυπηρέτησης ολιγαρχικών οικονομικών συμφερόντων και επιδότησης της παρασιτικής αισχροκέρδειας με δημόσιο χρήμα. Η πολιτική ανατροπή στις επερχόμενες εκλογές γίνεται, ύστερα από όλα αυτά, επιτακτική ανάγκη.
Η πολιτική ανατροπή χρειάζεται να συνδυάζεται με ένα άμεσο, κοινωνικά αναγκαίο πρόγραμμα που θα πείθει για την αύξηση των εισοδημάτων –μεσαίων και χαμηλών– και ταυτόχρονα θα επιτυγχάνει τη μείωση του κόστους ζωής, τη μείωση των κοινωνικών ανισοτήτων. Μέτρα όπως η επαναφορά της ΔΕΗ υπό δημόσιο έλεγχο, η μείωση του ΦΠΑ στα είδη λαϊκής κατανάλωσης και η μείωση του ΕΦΚ στα καύσιμα, μαζί με την αύξηση του κατώτατου μισθού στα 880 ευρώ και τη θέσπιση της τιμαριθμικής αναπροσαρμογής, μπορούν να αναδιανείμουν το ΑΕΠ χωρίς δημοσιονομικούς κραδασμούς. Χρειαζόμαστε μια νέα οικονομική βάση, ώστε η ανάπτυξη να είναι σταθερή και υπέρ όλης της κοινωνίας.