Οικονομικές κρίσεις και αντοχή του συστήματος – Του Ν. Γ. Χαριτάκη
Υπό
Ν. Γ. ΧΑΡΙΤΑΚΗ
πρώην Επίκουρου Καθηγητή Οικονομικών του ΕΚΠΑ
Η μνήμη δεν μας απατά στα ιστορικά γεγονότα. Και, αναμφίβολα, οι σοβαρές κρίσεις που αντιμετωπίσαμε τα τελευταία χρόνια δεν ήταν λίγες. Η εμπειρία, όμως, που αποκτήσαμε και η μεθοδολογία αντιμετώπισής τους μας επιτρέπει να θεωρούμε ότι πλέον έχουμε αναπτύξει ισχυρές δυνάμεις αντίστασης.
Κρίσεις στην ενέργεια, όταν το 1973 τετραπλασιάστηκε η τιμή του βαρελιού. Όταν το 2008 πλησίασε τα 180 αμερικανικά δολάρια ή ακόμη και όταν πριν από κάποιους μήνες άγγιξε τα 120 αμερικανικά δολάρια. Κρίση στο επιτόκιο δανεισμού του Ελληνικού Δημοσίου, λίγο πριν ο Μάριο Ντράγκι ανακοινώσει ότι «θα κάνει ό,τι χρειαστεί για να σώσει το ευρώ», όταν, με επιτόκιο 35%, η χώρα ήταν ουσιαστικά εκτός αγορών. Υγειονομική και κατά συνέπεια οικονομική κρίση, όταν έκλεινε βίαια η παγκόσμια οικονομία και το εμπόριο εξαιτίας της πανδημίας. Κρίση τώρα, με μια πολεμική σύρραξη διαρκείας στην Ευρώπη. Κρίση στην απασχόληση, με ανεργία 27% και ακόμη υψηλότερη στους νέους και με πολλές άλλες πολιτικές διαταραχές και κοινωνική αστάθεια. Εισαγόμενες ή μη κρίσεις, όλες δοκίμασαν τις αντοχές της οικονομίας.
Το 2023 είναι μια χρονιά που, αν δεν προκύψει κάτι τελείως απροσδόκητο, συμπεριλαμβανομένης και της ελληνοτουρκικής αντιπαλότητας, η οικονομία έχει να ανταγωνιστεί τον εαυτό της. Θα ήταν απόλυτα αδικαιολόγητο, υπό τις σημερινές συνθήκες, να μην μπορέσουμε να αντιμετωπίσουμε την οποιαδήποτε διαταραχή, και όχι βέβαια σοβαρή παγκόσμια κρίση. Έχοντας αντεπεξέλθει σε απείρως μεγαλύτερες κοινωνικοοικονομικές δυσκολίες και εμπόδια, είναι φρόνιμο να εξηγήσουμε γιατί, υπό λογικές συνθήκες, η αντοχή του οικονομικού συστήματος έχει τεράστια περιθώρια αντιμετώπισης των όποιων στοιχειωδώς ασήμαντων διαταραχών μπορούν να προκύψουν.
Καθώς όμως ένα πλήθος κριτών έχει την τάση να αντιμετωπίζει τις οικονομικές προσδοκίες και εκτιμήσεις με μεγάλη επιφύλαξη, και επειδή κάθε αναφορά στην οικονομία γίνεται μέσα από την οπτική της ανασφάλειας και της κοινωνικής κρίσης, θεωρούμε σκόπιμο να διερευνήσουμε πώς μπορούμε να επιδιώξουμε να μειώσουμε όσο το δυνατόν περισσότερο την εγγενή απαισιοδοξία που καλλιεργείται γύρω από τις προσδοκίες σε σχέση με τη μελλοντική οικονομική πραγματικότητα, αντί να συμβάλλουμε στην κινδυνολογία.
Είναι η χώρα ικανή και ευέλικτη πλέον να αντιμετωπίσει όποια εμπόδια προκύψουν, ανεξάρτητα αν κάποιοι ακόμη και σήμερα μπορούν και αμφισβητούν την ευρωστία της; Έχει τη δυνατότητα να θυσιάζει αποτελεσματικότητα, εισπράττοντας μεγαλύτερη ευελιξία στην οικονομική και πολιτική διακυβέρνηση; Είναι φρόνιμο, για παράδειγμα, μετά από μία μακρόχρονη οικονομικοπολιτική ακαμψία, αποτέλεσμα της μακρόχρονης εμπλοκής των Μνημονίων, η κυβέρνηση να χρησιμοποιεί εργαλεία όπως επιδοτήσεις, ενισχύσεις κοινωνικών παροχών, αυξήσεις μισθών και συντάξεων και γενικά πολιτικές που μέχρι πριν από κάποια χρόνια τις θεωρούσαμε ως αναιτιολόγητα στοιχεία προεκλογικής σκοπιμότητας; Είναι λογικό να αντιμετωπίζουμε τις λύσεις αυτές με επιφύλαξη ή, αντίθετα, αποτελούν επιβεβαίωση της οικονομικής ευελιξίας της χώρας;
Πριν από λίγα χρόνια, η οικονομική πολιτική δεν είχε ουσιαστικά καμιά ευελιξία. Οι κυβερνήσεις έπρεπε να ακολουθήσουν ένα σαφώς προκαθορισμένο και στενά ελεγχόμενο, ως προς την εφαρμογή του, Μνημόνιο. Αν δεχθούμε ότι ευελιξία σημαίνει ικανότητα να αντιδράς σε μια διαταραχή, η ευελιξία τότε ήταν ουσιαστικά ανύπαρκτη μιας και τα μέσα πολιτικής τα επέλεγε η «τρόικα». Αν, σήμερα, ανάκτηση βαθμών ελευθερίας σημαίνει ικανότητα της κυβέρνησης να αναλάβει πρωτοβουλίες και να διεκδικήσει ευκαιρίες, στο παρελθόν κάτι αντίστοιχο δεν ίσχυε.
Για πολλούς τα Μνημόνια προετοίμασαν τη συμπεριφορά που επιδείξαμε απέναντι στην πανδημία της Covid-19. Τότε ήταν που αντιληφθήκαμε ότι η ευελιξία της κοινωνίας απαιτεί σ’ έναν μεγάλο βαθμό μείωση του ατομικισμού μας. Η κρίση της πανδημίας, όπως, κατά τη γνώμη μου, και η κρίση του 2008, μας επέτρεψε να αναγνωρίσουμε την πραγματικότητα της οικονομικής ρευστότητας. Ανέδειξε όμως και το ότι η χώρα έχει πλέον τη δυναμική να ανακάμπτει. Και επιβεβαίωσε την ισχύ ενός επιπρόσθετου ελληνικού χαρακτηριστικού.
Κατά παράδοξο τρόπο, αντιληφθήκαμε, ότι στηρίζοντας την εθνική αξιοπιστία στις δεσμεύσεις μας μπορούσαμε να ανακτήσουμε μεγαλύτερη ευελιξία στις πολιτικές μας. Οι ευέλικτες λύσεις προέκυψαν λιγότερο επικίνδυνες από τη διατήρηση του status quo. Έτσι προχωρήσαμε σε έξυπνες πολιτικές για την ενίσχυση των ενεργειακών τιμών. Απλά με περιορισμό να μην ξεφύγουμε από τις δημοσιονομικές μας υποχρεώσεις.
Τολμήσαμε φορολογικές μειώσεις, που από κάποιους αξιολογήθηκαν αρνητικά, ως έμμεση στρέβλωση με στενά πολιτικά κίνητρα. Αποφύγαμε, κατά τη διάρκεια της πανδημίας, τον εκτροχιασμό του δημοσίου χρέους. Αν και, όπως όλοι γνωρίζαμε, σε περιόδους κρίσης οι αποκλίσεις είναι αναμενόμενες. Ξέφυγε, ιδιαίτερα μετά την ενεργειακή κρίση λόγω του πολέμου, ο πληθωρισμός. Οι αντιδράσεις των αγορών, σε συνδυασμό με τη συνετή οικονομική πολιτική, συγκράτησαν αρχικά τη συρρίκνωση σε εφικτά επίπεδα. Ως αποτέλεσμα, η οικονομία ανέκαμψε δυναμικά, προς μεγάλη απογοήτευση πολλών αξιολογητών, συμπεριλαμβανομένων και των επίσημων κυβερνητικών προβλέψεων.
Μια πολιτική κρίσεων όμως είναι δίκαιη όταν αντιλαμβάνεται έγκαιρα και προλαμβάνει ανισότητες και κοινωνικές αδικίες. Πρωταρχική αναγκαιότητα για ένα κοινωνικό σύστημα στην κρίση είναι η θωράκιση της θέσης των χαμηλότερων κοινωνικών στρωμάτων. Αναγκαία λοιπόν και η διόρθωση των ανισορροπιών που προκύπτουν στις κρίσεις, όταν οξύνονται οι κοινωνικές αδικίες. Η ορθή πολιτική απαιτεί κυρίως δημιουργία δημοσιονομικού χώρου και περιορισμό της προσφυγής σε νέο δανεισμό.
Ο δημοσιονομικός χώρος επιτυγχάνει κάλυψη των ανισοτήτων ταυτόχρονα με ανάληψη του βάρους από τους σημερινούς και όχι τους μελλοντικούς φορολογούμενους, όπως συμβαίνει με έναν νέο δανεισμό. Έτσι, δημιουργώντας δημοσιονομικό χώρο, καλύπτονται τα ελλείμματα που απαιτούνται για στήριξη των κοινωνικών ομάδων από απώλειες εισοδημάτων, ενώ παράλληλα δεν δημιουργούνται διαγενεακές ανισορροπίες.
Έχει αναφερθεί κατά καιρούς ότι η κοινωνική πολιτική υπέρ των ασθενέστερων κοινωνικών ομάδων είναι καταστροφική στην περίοδο μεγάλων δανειακών υποχρεώσεων και δεν θα έπρεπε να ξεπερνά τα όρια της δημοσιονομικής πειθαρχίας που μας κληρονόμησε η εποχή των Μνημονίων.
Η πολιτική αυτή θα ήταν πιθανά υποχρεωτική αν ήμασταν ακόμη υποχρεωμένοι να λειτουργούμε υπό συνθήκες δημοσιονομικής εποπτείας. Γεγονός που, ιδιαίτερα και μετά την πανδημία, θα επηρέαζε σημαντικά την ευελιξία στην άσκηση οικονομικής πολιτικής. Οι παροχές που συγκράτησαν και θα συγκρατήσουν την κοινωνική ανισότητα δεν θα ήταν αποδεκτές από τους εταίρους. Η δημιουργία όμως ικανοποιητικού δημοσιονομικού χώρου αποκλειστικά και μόνο από την συρρίκνωση της φοροαποφυγής και τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας του φορολογικού μηχανισμού δημιούργησε τελικά ένα ισχυρό πλεόνασμα, ικανό να καλύψει τις ανισότητες της πανδημίας, ενώ στη συνέχεια επέτρεψε και αντίστοιχες ενισχύσεις στις δευτερογενείς ενεργειακές τιμές και δαπάνες λόγω του πολέμου.
Συμπερασματικά, η έγκαιρη διεκδίκηση και απόκτηση της δημοσιονομικής ευελιξίας, σε συνδυασμό με τη συστηματική προσπάθεια για δημιουργία δημοσιονομικού χώρου, ικανού να ισορροπήσει τις κοινωνικές ανισότητες που δημιούργησε η πανδημία και η πολεμική σύρραξη, μας επιτρέπει να θεωρούμε ότι η χρονιά που μόλις ξεκίνησε δεν μπορεί παρά να αντιμετωπιστεί με αισιοδοξία, χωρίς φοβίες και ανασφάλειες.