Το στρατηγικό παιχνίδι στο τρίγωνο Αθήνα – Άγκυρα – Ουάσινγκτον

Το στρατηγικό παιχνίδι στο τρίγωνο Αθήνα – Άγκυρα – Ουάσινγκτον


Γράφει ο
ΠΕΡΙΚΛΗΣ  ΝΕΑΡΧΟΥ
Πρέσβυς ε.τ.


Η επίσκεψη Τσαβούσογλου στην Ουάσινγκτον δεν είχε, όπως αναμενόταν, άμεσα αποτελέσματα. Ο στόχος της ήταν προπαρασκευαστικός, εφόσον δεν είχαν διασφαλισθεί προηγουμένως οι αναγκαίες προϋποθέσεις για πρόοδο στο θέμα των F-16.

Η Άγκυρα εμμένει στην άκαμπτη θέση των απαιτήσεων που θέτει έναντι κυρίως της Σουηδίας για τη συγκατάθεσή της στην ένταξη στο ΝΑΤΟ των δύο Σκανδιναβικών χωρών. Το θέμα του ΝΑΤΟ δεν είναι, άλλωστε, το μόνο που τίθεται ως προϋπόθεση για την απόσπαση της σύμφωνης γνώμης του Κογκρέσου για την έγκριση του Τουρκικού αιτήματος. Το Κογκρέσο θέτει και μια σειρά άλλων προϋποθέσεων, όπως είναι η επιθετική πολιτική της Άγκυρας κατά της Ελλάδος και της Κύπρου, η στάση της απέναντι στους Κούρδους της Συρίας, η πολιτική της απέναντι στους Αρμενίους στον Καύκασο, ο σεβασμός των ανθρωπίνων δικαιωμάτων μέσα στην ίδια την Τουρκία.

Η εκτελεστική εξουσία υπεστήριξε την έγκριση του Τουρκικού πακέτου των F-16, συνδέοντάς την με την παράλληλη έγκριση της πωλήσεως στην Ελλάδα αεροσκαφών F-35. Δεν απέστειλε όμως ακόμη επίσημο αίτημα στο Κογκρέσο, φοβούμενη να μην εισπράξει πρόωρα μια αρνητική απάντηση που θα περιέπλεκε περαιτέρω το θέμα. Προτιμά να συνεχίσει τις παρασκηνιακές συνεννοήσεις, που θα προετοίμαζαν το έδαφος και θα δημιουργούσαν τους όρους μιας θετικής καταλήξεως.

Προς την κατεύθυνση αυτή, έχει καθοριστική σημασία η αντίδραση της Άγκυρας. Η τελευταία, με την τακτική και τη δυναμική του παρελθόντος, που είχε ως βάση την απαράκαμπτη στρατηγική σημασία της Τουρκίας, τηρεί σκληρή και άκαμπτη στάση σε όλη τη γραμμή. Πιστεύει ότι τελικά η Αμερικανική πολιτική θα υποχωρήσει, υ­ποκλινόμενη, ως συνήθως, στη μεγάλη στρατηγική σημασία της Τουρκίας και στην ανάγκη της διατηρήσεώς της ως εταίρου του ΝΑΤΟ.

Με την πεποίθηση αυ­τή, η Άγκυρα υπέστη, στο πρόσφατο παρελθόν, μια οδυνηρή ήττα στο θέμα των πυραύλων S-400, που της στοίχισε, ευτυχώς για την Ελληνική πλευρά, την έξωσή της από το πρόγραμμα των αεροσκαφών F-35. Πίστευε και τό­τε ότι οι ΗΠΑ θα υποχωρούσαν τελικά και θα αποδέχονταν τη συνύπαρξη στο Τουρκικό έδαφος των πυραύλων S-400 και των αεροσκαφών F-35.

Η Τουρκική αδιαλλαξία εκπορεύεται από μια μακρά πολιτική παράδοση της Άγκυρας, αλλά ταυτόχρονα και από τους μεγαλεπήβολους επεκτατικούς στόχους που θέτει σήμερα στο πλαίσιο του «οράματος» Ερντογάν για μια μεγάλη Τουρκία, που θα κινείται αυτόνομα, μεταξύ των υπερδυνάμεων, στον ευρύ χώρο από τη Μεσόγειο μέχρι την Ευρασία, τη Μαύρη Θάλασσα και τα Βαλκάνια.

Στο πλαίσιο αυτό, η Άγκυρα διεκδικεί στρατηγική αυτονομία από την Ουάσινγκτον, ανεξάρτητα από τη συμμετοχή της στο ΝΑΤΟ, και «κατανόηση» για την επεκτατική της πολιτική, απέναντι, μεταξύ άλλων, στην Ελλάδα και στην Κύπρο, ως απαραίτητο μέρος του νέου καθεστώτος μεγάλης δυνάμεως που προβάλλει και θέλει να της αναγνωρισθεί.

Η νέα αυτή κατάσταση, που διασυνδέεται με τα τεκτονικά γεγονότα που λαμβάνουν χώρα μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων, με αφορμή την Ουκρανία, και αναμορφώνουν ριζικά τη διεθνή τάξη που προέκυψε από τα αποτελέσματα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, επηρεάζει άμεσα και την Αμερικανική πολιτική έναντι της Τουρκίας. Η Τουρκική πολιτική, όπως έχει εξελιχθεί με το καθεστώς Ερντογάν, έχει εισαγάγει νέες παραμέτρους που την απομακρύνουν από τον ρόλο που είχε παραδοσιακά στην Αμερικανική αμυντική στρατηγική και στο ΝΑΤΟ. Η μια παράμετρος είναι η επιδιωκόμενη από την Άγκυρα στρατηγική αυτονομία, που υπολαμβάνεται ως απαραίτητη διάσταση μιας αναδυόμενης «μεγάλης» δυνάμεως. Η δεύτερη είναι το Ισλάμ και η επιρροή του στην Τουρκική πολιτική. Το Ισλάμ συνδέεται με το αυτοκρατορικό Οθωμανικό παρελθόν και, ως κοινός παρονομαστής, με τις νέες φιλοδοξίες της Άγκυρας.

Το γεγονός ότι και οι άλλες πολιτικές δυνάμεις της Τουρκίας αναδέχονται ως κοινό το όραμα Ερντογάν για μεγάλη Τουρκία, με ό,τι αυτό συνεπάγεται ως επεκτατική πολιτική και επιδίωξη ηγεμονίας, καθιστά προβληματική και πολύ λίγο πιθανή την επιστροφή της Τουρκίας στον προηγούμενο ρόλο της. Αυτό έχει ως συνέπεια η Αμερικανική πολιτική να αναζητά εναλλακτικές λύσεις και να αναβαθμίζει στρατηγικά τον Ελληνικό χώρο. Δείγμα αυτής της αναβαθμίσεως είναι η Σούδα, το Στεφανοβίκειον στη Θεσσαλία, η Αλεξανδρούπολη. Η τελευταία, με αφορμή τον πόλεμο στην Ουκρανία, απέκτησε μια απαράμιλλη στρατηγική σημασία, γιατί λειτουργεί εκ των πραγμάτων ως παράκαμψη των Στενών, σε βάρος του στρατηγικού ρόλου της Τουρκίας. Λειτουργεί ε­πίσης ως σημαντικός κόμβος ενεργειακού εφοδιασμού. Οι υποδομές που αναπτύσσονται, με βάση τη σημερινή, έκτακτη κατάσταση στην Ευρώπη, θα προσδώσουν μόνιμα χαρακτηριστικά στην ακριτική αυτή πόλη της Ελλάδος, ως περιφερειακού κέντρου ενέργειας και μεταφορών.

Θα πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι πέρα από τις παραμέτρους που καθορίζουν τον προσανατολισμό της Τουρκικής πολιτικής, έχει ενισχυθεί, στην Αμερικανική πλευρά, η φωνή και ο ρόλος του Κογκρέσου σε θέματα εξωτερικής πολιτικής και άμυνας. Αυτό περιορίζει σημαντικά την αυτονομία της Αμερικανικής εκτελεστικής εξουσίας, η οποία δεχόταν τις Τουρκικές πιέσεις και εκβιασμούς. Η παρεμβολή του Κογκρέσου, συνοδευόμενη από έναν άλλο πολιτικό λόγο απέναντι στην Άγκυρα, αντισταθμίζει σε μεγάλο βαθμό τους εκβιασμούς της και έρχεται ως πολύτιμη επικουρία στις θέσεις της Ελληνικής πλευράς.

Είναι προφανές ότι η Ελληνική κυβέρνηση δεν πρέπει, με κανέναν τρόπο, να υποθηκεύσει τον ρόλο του Κογκρέσου πάνω σε θέματα που την αφορούν, υποκύπτοντας σε πιέσεις της Αμερικανικής εκτελεστικής εξουσίας ή, χειρότερα ακόμη, αγόμενη από αυταπάτες κατευνασμού απέναντι στην Τουρκία. Η συνεχής κλιμάκωση των Τουρκικών διεκδικήσεων έναντι της Ελλάδος και η ένταξή τους σε μια ηγεμονική πολιτική «μεγάλης» δυνάμεως στην περιοχή δεν αφήνει κανένα περιθώριο για να πιστεύει κανείς ότι υπάρχουν οι προϋποθέσεις για καλόπιστες συζητήσεις και διαπραγματεύσεις με την Άγκυρα, στο πλαίσιο του διεθνούς θαλασσίου δικαίου και των διεθνών συνθηκών.

Αντιθέτως, η Ελληνική πλευρά πρέπει να αξιοποιήσει τη σημερινή, ευνοϊκή γι’ αυτήν στρατηγική συγκυρία για να εξέλθει από την απραξία δεκαετιών, σε ό,τι αφορά την εφαρμογή των δικαιωμάτων που έχει, με βάση το διεθνές θαλάσσιο δίκαιο. Η προσπάθεια της Άγκυρας να επικαιροποιήσει το casus belli του 1995 και να το επεκτείνει μάλιστα και νότια της Κρήτης πρέπει να αποκρουσθεί αποφασιστικά, με πράξεις, με επέκταση των χωρικών υδάτων σε 12 μίλια στην Κρήτη, ως ένα βήμα προς την επέκτασή τους σε όλη τη θαλάσσια επικράτεια της χώρας.

Η Άγκυρα επιδίδεται σε μια φρενήρη ανάπτυξη της πολεμικής της βιομηχανίας, ως ένα μέσο αμυντικής αυτάρκειας και επιρροής και ανατροπής ειδικότερα του συσχετισμού ισχύος με την Ελλάδα. Το πλήγμα της αποβολής της Τουρκίας από το πρόγραμμα των F-35 της στέρησε ένα μεγάλο πλεονέκτημα με το οποίο ο Ερντογάν υπελόγιζε να ασκήσει, από θέση ισχύος, στρατηγικό εκβιασμό στην Ελλάδα και να προωθήσει, με τετελεσμένα γεγονότα, τις διεκδικήσεις του.

Η κατάσταση αυτή της απραξίας και της αδράνειας, που παρ’ ολίγον να δώσει στην Άγκυρα την αναμφισβήτητη αεροπορική υπεροχή, δεν πρέπει ποτέ να επαναληφθεί. Η Ελλάδα έχει προβάδισμα σήμερα στην αεροπορική ισχύ, υστερεί όμως σε πολλούς άλλους τομείς, όπως κυρίως στα μη επανδρωμένα αεροσκάφη, στους βαλλιστικούς πυραύλους, στα σύγχρονα πυρομαχικά, στον ηλεκτρονικό πόλεμο. Πρέπει κατεπειγόντως να καλύψει τα κενά που υπάρχουν και να ενισχύσει την αμυντική της βιομηχανία.

Η αντιπαράθεση με την Άγκυρα έχει χαρακτήρα υπαρξιακής απειλής για την Ελλάδα και την Κύπρο και είναι, εκ των πραγμάτων, μακροχρόνιο αγώνισμα. Χρειάζεται συστηματική προετοιμασία, αποτρεπτική στρατηγική και αποφασιστική πολιτική. Η ισορροπία δυνάμεων είναι εγγύηση ασφάλειας και ειρήνης.


ΤΟ ΠΑΡΟΝ

Σχολιάστε εδώ