Η “μαγεία” του Αργοσαρωνικού
Τα νησιά του Αργοσαρωνικού έχουν παράδοση πολλών αιώνων με σημαντική ιστορία καθώς έχουν κατοικηθεί από την προϊστορική εποχή και αναπτύχθηκαν ιδιαίτερα στον τομέα του εμπορίου και της ναυτιλίας.
Η συνεισφορά τους στην Ελληνική επανάσταση του 1821 είχε εξέχουσα σημασία. Σήμερα τα νησιά του είναι προορισμοί που συνδυάζουν όμορφα τοπία, μοναδικούς αρχαιολογικούς χώρους, μουσεία, αρχοντικά σπίτια, γραφικούς οικισμούς θαυμάσιες παραλίες ενώ συγκεντρώνει τα περισσότερα σκάφη και ιστιοφόρα στον ελλαδικό χώρο, κατά τους καλοκαιρινούς μήνες. Τα νησιά του αποτελούν ίσως την κυριότερη έξοδο, κυρίως ολιγοήμερων, διακοπών των κατοίκων της Αττικής και είναι εξαιρετικά δημοφιλείς προορισμοί εξαιτίας της κοντινής απόστασης από την πρωτεύουσα.
Ο Αργοσαρωνικός είναι η γεωγραφική περιοχή που περιλαμβάνει τον Σαρωνικό κόλπο, τον Αργολικό κόλπο και την νότια Αργολική ακτή. Στο μεγαλύτερο μέρος της, η περιοχή του Αργοσαρωνικού ανήκε διοικητικά στον Νομό Αττικής μέχρι το 1964 όπου εντάχθηκε στον νεοιδρυθέντα Νομό Πειραιά μέχρι την κατάργηση του το 1972 ενώ στην συνεχεία επανεντάχθηκε στον Νόμο Αττικής μέχρι την κατάργηση των νομών το 2010. Με την εφαρμογή του μεταρρυθμιστικού Σχεδίου Καλλικράτης (2011) αποτελεί την Περιφερειακή Ενότητα Νήσων της Περιφέρειας Αττικής.
Περιλαμβάνει τα νησιά Αίγινα, Σαλαμίνα, Σπέτσες, Ύδρα, Πόρο, Αγκίστρι, Δοκό και πολλά άλλα μικρότερα νησιά και βραχονησίδες.
Αίγινα
Η Αίγινα είναι νησί του Σαρωνικού Κόλπου, ενώ την ίδια ονομασία έχει η πρωτεύουσα και κύριος λιμένας του νησιού. Κατά την αρχαιότητα αποτελούσε εποικιστικό κέντρο Πελοποννησίων, Αιγαιατών και Μυρμιδόνων. Αργότερα, συμμετείχε μαζί με άλλες ναυτικές πόλεις στο θεσμό της Αμφικτυονίας της Καλαυρίας, πήρε μέρος στη ναυμαχία της Σαλαμίνας και κατά την κλασική εποχή έγινε μέλος της Αχαϊκής Συμπολιτείας.
Η Αίγινα βρίσκεται στο κέντρο του Σαρωνικού Κόλπου, περιβαλλόμενη από το Αγκίστρι, τα Μέθανα, την Τροιζήνα, τον Πόρο και της ακτές της ηπειρωτικής Αττικής. Με συνολικό εμβαδόν 82,63 τετραγωνικά χιλιόμετρα είναι το δεύτερο μεγαλύτερο νησί του Αργοσαρωνικού. Το μήκος των ακτών της είναι 57 χλμ. και έχει σχήμα σχεδόν ισόπλευρου τριγώνου. Το ΒΑ άκρο της απέχει 10,5 ναυτικά μίλια από το στόμιο του λιμένα Πειραιώς, το ΒΔ απέχει 12 ναυτικά μίλια από το Τραχήλι της Επιδαύρου και το Ν άκρο της απέχει 9 ναυτικά μίλια από την βόρεια είσοδο του Πόρου.
Το έδαφός της είναι κυρίως ηφαιστειογενές, με τις βόρειες περιοχές να αποτελούνται από ιζηματογενή πετρώματα και τις νότιες από εκρηξιγενή.[3] Αποτελείται από χαμηλούς λόφους και κάποιες πεδινές εκτάσεις. Το ψηλότερο βουνό του νησιού είναι το Όρος με ύψος 532 μέτρα, ενώ δεν έχει ποτάμια και γενικά τρεχούμενο νερό. Η πανίδα του νησιού αποτελείται από τρυγόνια, λαγούς, αγριοκούνελα και αλεπούδες, ενώ η χλωρίδα από αγριελιές, πουρνάρια, φρύγανα, ράμνους και φιλίκια.
Το κλίμα είναι μεσογειακό και ξηρό με περιορισμένες βροχοπτώσεις.
Σπέτσες
Οι Σπέτσες είναι ιστορικό νησί του Αργοσαρωνικού κοντά στην Αργολική χερσόνησο, δεξιά της εισόδου του Αργολικού κόλπου. Βρίσκεται σε απόσταση 1,5 μιλίου από την Ερμιονίδα και 50 μιλίων από τον Πειραιά.
Από το Πόρτο Χέλι αναχωρούν καθημερινά ιπτάμενα δελφίνια και πλοιάρια για τις Σπέτσες. Το νησιωτικό σύμπλεγμα των Σπετσών απαρτίζουν πέντε ακόμη νησίδες: η Σπετσοπούλα, ο Άγιος Ιωάννης και οι δύο γειτονικές νησίδες του, καθώς και το Μικρό Μπούρμπουλο (Πετροκάραβο), λίγο πάνω από το βόρειο ακρωτήρι των Σπετσών. Ιστορία Στην αρχαιότητα, το νησί ονομάζονταν “Πιτυόνησος” και “Πιτυούσα”.
Το σημερινό του όνομα το πήρε από τους ναυτικούς του Μεσαίωνα Καταλανούς, τους Γενουάτες, τους Ενετούς και τους Φράγκους, που την αποκαλούσαν “Ιζόλα ντι Σπέτζια”, που σημαίνει “Νησί των αρωμάτων”, λόγω των πολλών λουλουδιών που υπήρχαν. Κατ΄ άλλη εκδοχή το όνομα προήλθε από το “Πέτσα” (Πετσιώτες) που φέρεται ως αρβανίτικος γλωσσικός αναγραμματισμός του αρχαίου ονόματος Πιτυούσα. Στην εποχή της Φραγκοκρατίας οι Σπέτσες περιήλθαν στους Ενετούς (1220-1460) και εξ αυτών στους Τούρκους.
Τον 17ο αιώνα ο πληθυσμός της ήταν κυρίως Αρβανίτες Χριστιανοί που είχαν εγκατασταθεί από τον 15ο αιώνα που αυξήθηκε στη συνέχεια με αποίκους από τις ακτές της Λακωνίας και της Τσακωνιάς Τυρό και Λεωνίδιο την Ερμιονίδα και της Αργολίδας που ακολούθησαν νεότερες εποικίσεις τον 18ο αιώνα. Ο αρχικός μεσαιωνικός οικισμός ήταν βορειοδυτικά της σημερινής πόλης, σημερινή θέση “Καστέλι” όπου υπήρχε ακρόπολη επί λόφου (σημερινή θέση ο ναός του Αγίου Βασιλείου).
Οι κάτοικοι των Σπετσών έλαβαν μέρος στον Ρωσοτουρκικό πόλεμο (1770) και υπέστησαν μεγάλη καταστροφή από τους Τούρκους. Μετά όμως 5 έτη (1774-1775) αμνηστεύθηκαν από τους Τούρκους. Τότε οι κάτοικοι κατέβηκαν στην παραλία και έκτισαν την σημερινή πόλη. Την φιλοπατρία τους όμως οι Σπετσιώτες την έδειξαν και το 1790 όταν έσπευσαν να βοηθήσουν τον Λάμπρο Κατσώνη που για την πράξη του αυτή υπέστησαν πάλι νέα καταστροφή από τους Τούρκους. Επί Οθωμανικής Αυτοκρατορίας τα Σπετσιώτικα πληρώματα αποκαλούνταν “Τζαμουτζαλήδες” έναντι των Υδραίικων που αποκαλούνταν “Σουλουτζαλήδες” που όμως ήταν λίαν περιζήτητα ακόμη και από τους Οθωμανούς στόλαρχους όπως και από τον Καρά-Αλή.
Σαλαμίνα
Η Σαλαμίνα, γνωστή από την αρχαιότητα και ως Κούλουρη, είναι το μεγαλύτερο νησί του Σαρωνικού Κόλπου και το πιο κοντινό στις ακτές της Αττικής. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα του Σαρωνικού Κόλπου και έναντι του Κόλπου της Ελευσίνας (νοτιοδυτικά του Νομού Αττικής).
Πρωτεύουσά της είναι η ομώνυμη πόλη. Έχει πληθυσμό 39.220 κατοίκους, έκταση 95 τετραγωνικά χιλιόμετρα και αποτελεί το νησί με τη μεγαλύτερη πυκνότητα μόνιμου πληθυσμού στη Ελλάδα. Κατά τη θερινή περίοδο και ιδιαίτερα τους μήνες του Καλοκαιριού ο πληθυσμός της Σαλαμίνας σημειώνει τεράστια αύξηση, καθώς υπολογίζεται κοντά στις 280.000.
Η Σαλαμίνα είναι η πατρίδα του ομηρικού βασιλιά Αίαντα του Τελαμώνιου και του τραγικού ποιητή Ευριπίδη. Είναι επίσης διεθνώς γνωστή από την ομώνυμη ιστορική Ναυμαχία που συνέβη το 480 π.Χ., ανάμεσα στους Έλληνες και στην Περσική Αυτοκρατορία, το αποτέλεσμα της οποίας ήταν η νίκη των Ελλήνων και το οριστικό τέλος στα σχέδια των Περσών να εξαπλωθούν στην Ευρώπη. Στη Σαλαμίνα ο μεγάλος νεοέλληνας ποιητής Άγγελος Σικελιανός έμεινε από το 1933 έως το 1950, απέναντι από τη Μονή της Φανερωμένης.
Ο θρυλικός αγωνιστής της Ελληνικής Επανάστασης, Γεώργιος Καραϊσκάκης είχε το στρατηγείο του στην παραλία της Σαλαμίνας, προστάτης του ήταν ο Άγιος Δημήτριος, γι’ αυτό και τελευταία του επιθυμία ήταν να ταφεί στο νησί. Μέρος των οστών του Καραϊσκάκη βρίσκονται εντός του ναού του Αγίου Δημητρίου στη Σαλαμίνα, σε κατάλληλα περιφραγμένο χώρο.[5] Στις βορειοανατολικές ακτές της νησιού βρίσκονται οι εγκαταστάσεις του Ναυστάθμου Σαλαμίνας.
Ύδρα
Η Ύδρα είναι νησί του Αργοσαρωνικού. Πρωτεύουσα της είναι η Ύδρα που είναι και ο μοναδικός οργανωμένος οικισμός του νησιού. Η Ύδρα είχε 1.948 μόνιμους κατοίκους στην απογραφή του 2011. Το ανάγλυφο του νησιού, η έλλειψη υδάτινων πόρων και η μικρή έκταση συντέλεσαν ώστε οι Υδραίοι να ασχοληθούν απο νωρίς με την ναυτιλία και το εμπόριο και να πλουτίσουν.
Στα χρόνια πριν την επανάσταση του 1821 η Ύδρα έγινε απο τα πλουσιότερα και πολυπληθέστερα ναυτικά κέντρα του Ελλαδικού χώρου ενώ εξαιτίας του μεγάλου της στόλου έπαιξε σημαντικό ρόλο στην Επανάσταση. Η Ύδρα ωστόσο παρήκμασε με την εμφάνιση των ατμόπλοιων και την άνοδο του Πειραιά και της Ερμούπολης με αποτέλεσμα το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού της να μεταναστεύσει. Σήμερα η οικονομία της στηρίζεται κατά βάση στον τουρισμό, και λιγότερο στην αλιεία ενώ το νησί ανήκει στον ομώνυμο δήμο Ύδρας.
Η Ύδρα είναι ιδιαίτερα δημοφιλής προορισμός για ξένους τουρίστες αλλά και Αθηναίους, δεδομένης της σχετικά μικρής της απόστασης από την πρωτεύουσα. Οφείλει το όνομά της στα άφθονα νερά, που ανάβλυζαν από τις πλούσιες πηγές που είχε κατά την αρχαιότητα. Έχει σημαντική ναυτική ιστορία και παράδοση. Αναπαλαιωμένα αρχοντικά, το παλιό γραφικό λιμάνι με τις πολεμίστρες και τα κανόνια, τα μουσεία, τα μοναστήρια, η ναυτική σχολή, συνθέτουν την εικόνα του νησιού, η οποία μας μαρτυρεί την σημαντική ιστορική σημασία της. Κατά τον αγώνα της επανάστασης του 1821 η Ύδρα μαζί με τις Σπέτσες και τα Ψαρά έπαιξαν σημαντικό ρόλο, λόγω της μεγάλης ναυτικής δύναμης που διέθεταν. Στην Επανάσταση του 1821 η Ύδρα διέθετε 186 πλοία.
Πόρος
Ο Πόρος είναι νησί του Σαρωνικού Κόλπου. Η αρχαία ονομασία του ήταν Καλαυρία. Έχει 3.993 κατοίκους σύμφωνα με την απογραφή του 2011 που αποτελούν ομώνυμο δήμο. Βρίσκεται σε μικρή απόσταση από την ακτή Πελοποννήσου και το απέναντι χωριό Γαλατάς της Τροιζηνίας. Είναι γνωστός, μεταξύ άλλων, για το σπουδαίο λεμονοδάσος που βρίσκεται στην παραπάνω ακτή, ενώ είναι δημοφιλής σαν τόπος μικρών αποδράσεων από την Αθήνα.
Στην πραγματικότητα πρόκειται για δύο νησιά, την Σφαιρία και την Καλαυρία, τα οποία χωρίζει ένα πολύ μικρό κανάλι θάλασσας αμέσως μετά τον Ναύσταθμο (Προγυμναστήριο). Αναπαράσταση της αρχαίας Σφαιρίας, 1887 Η Καλαυρία είναι ιζηματογενής και κυριαρχείται από ασβεστολιθικά και σχιστολιθικά πετρώματα. Η Σφαιρία είναι ηφαιστειογενούς προελεύσεως και ανεδύθη από έκρηξη του ηφαιστείου των Μεθάνων, η δε πόλη του Πόρου είναι κτισμένη ακριβώς επάνω σε έναν μικρό θολωτό κρατήρα.
Το ιστορικό ρολόι, δωρεά του έμπορου και βουλευτή Ιωάννη Παπαδόπουλου, υψηλά στο λόφο της Σφαιρίας, στο κέντρο του Πόρου, αποτελεί σήμα κατατεθέν του νησιού. Στο νοτιοανατολικό μέρος της Καλαυρίας, βρίσκεται η ιστορική Μονή Καλαυρίας, ή Μονή Ζωοδόχου Πηγής Πόρου, που κτίσθηκε το 1713.
Μετά την Επανάσταση του 1821, στον Πόρο δημιουργήθηκε ο πρώτος Ναύσταθμος του Πολεμικού Ναυτικού. Στις εγκαταστάσεις αυτές σήμερα φιλοξενείται το Κέντρο Νεοσυλλέκτων του Πολεμικού Ναυτικού (Προγυμναστήριο). Στον Ναύσταθμο του Πόρου παροπλίστηκε, για αρκετά έτη, το εύδρομο “Γεώργιος Αβέρωφ”, πριν μεταφερθεί στον όρμο του Φαλήρου. Ο Πόρος φιλοξένησε αρκετές κινηματογραφικές ταινίες, όπως π.χ. η ταινία με τον μεγάλο Έλληνα κωμικό Θανάση Βέγγο «Τύφλα να’ χει ο Μάρλον Μπράντο», τμήμα της ταινίας “Η Αλίκη στο Ναυτικό” κ.α.
Αγκίστρι
Το Αγκίστρι είναιΣυντεταγμένες: 37°41′44.61″N 23°20′45.54″E νησί του Αργοσαρωνικού, το μεγαλύτερο από τη συστάδα των μικρών νησιών ανάμεσα στην Αίγινα και την Επιδαυρία της Πελοποννήσου.
Το Αγκίστρι είναι ένα πευκόφυτο τουριστικό νησί της Ελλάδας με έκταση 11,97 τετραγωνικών χιλιομέτρων με υψόμετρο 294 μέτρα, νοτιοδυτικά και σε απόσταση 3,5 χιλιομέτρων από το λιμάνι της Αίγινας, με 1.142 κατοίκους (στην απογραφή του 2011).
Τους καλοκαιρινούς μήνες με την προσέλευση των τουριστών, ο αριθμός των κατοίκων φτάνει στις 5.000[εκκρεμεί παραπομπή]. Ανήκει στο Νομό Αττικής και βρίσκεται στην καρδιά του Σαρωνικού. Στο νησί υπάρχουν τέσσερα χωριά: το Μεγαλοχώρι ή Μύλος (χώρα του νησιού), η Σκάλα (το φυσικό λιμάνι όπου προσεγγίζουν τα φέρι μποτ από Πειραιά/Αίγινα), τα Λιμενάρια και το Μετόχι. Το νησί έχει καθημερινώς ακτοπλοϊκή σύνδεση με τον Πειραιά.
Η διάρκεια του ταξιδιού με φέρι μποτ είναι 1,5 ώρα ενώ με το «Ιπτάμενο δελφίνι» 55 λεπτά. Η ακτοπλοϊκή σύνδεση με τον Πειραιά ξεκίνησε το 1960 ενώ μέχρι τότε η χρησιμοποιούνταν καΐκια από/προς την Αίγινα. Την 1η Σεπτεμβρίου 2006 έγιναν τα εγκαίνια του νέου λιμανιού στο Μεγαλοχώρι. Το νέο λιμάνι κατασκευάστηκε για την αποσυμφόρηση του κεντρικού λιμανιού της Σκάλας και την γενικότερη αναβάθμιση του τουρισμού στο νησί. Τα ιπτάμενα δελφίνια της ακτοπλοϊκής σύνδεσης με Πειραιά σήμερα προσεγγίζουν το νέο λιμάνι στο Μεγαλοχώρι.
Δοκός
Ο Δοκός είναι μικρό νησί του Αργοσαρωνικού, που βρίσκεται απέναντι από την Ερμιόνη, στο στενό ανάμεσα Ύδρας, Ερμιόνης και Σπετσών. Ιστορία Στην αρχαιότητα ονομαζόταν Απεροπία, λόγω της άπειρης θέας που της προσφέρει η στρατηγική της θέση, με αυτό το όνομα αναφέρεται και από τον Παυσανία.
Το Δοκός, το απέκτησε κατά την Βυζαντινή περίοδο καθώς αποτελεί πέρασμα για την Ύδρα αλλά και για την Ερμιόνη, για τη δεύτερη μέσω του Βούπορθμου, όπως ονομαζόταν στην αρχαιότητα η σημερινή χερσόνησος Μουζάκι στην ηπειρωτική πλευρά του περάσματος. Είναι ένα από τα λίγα ελληνικά νησιά γένους αρσενικού.
Το νησί είναι ορεινό, βραχώδες, με μέγιστο υψόμετρο 308 μέτρα και ανέκαθεν αποτελούσε ένα καλά κρυμμένο στρατηγικό σημείο. Στην ανατολική του πλευρά υπάρχουν τα ερείπια ενός μεγάλου βυζαντινού-ενετικού κάστρου. Στα χρόνια της επανάστασης του 1821 χρησιμοποιήθηκε από τον στόλο της Ύδρας σαν χειμερινό αγκυροβόλιο.Σχεδόν σε όλη την έκταση του υπάρχουν ελαιόδεντρα.