Το μετέωρο βήμα του Ερντογάν εν όψει των τουρκικών εκλογών – Μπλόκο στα Ελληνικά F-35 το ζητούμενο για την Άγκυρα
Του
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΤΣΑΚΑΛΟΥ
Ως τις πιο κρίσιμες εκλογές του 2023 παγκοσμίως χαρακτηρίζει το έγκυρο Bloomberg τις τουρκικές εκλογές –πρόκειται να πραγματοποιηθούν νωρίτερα απ’ ό,τι είναι προγραμματισμένο (18 Ιουνίου) αν και νεότερες πληροφορίες αναφέρουν πως ο Ερντογάν «έδειξε» εκλογές στις 14 Μαΐου –, όχι μόνο για το μέλλον της ίδιας της Τουρκίας και του επί είκοσι χρόνια ηγέτη της αλλά και της ευρύτερης περιοχής.
Ο Ταγίπ Ερντογάν, ο οποίος έχει ήδη επιδοθεί σε έναν αγώνα δρόμου προκειμένου να καλύψει το δημοσκοπικό κενό και σε ένα μπαράζ παροχών και εκδηλώσεων προβολής των επιτευγμάτων της ηγεσίας του στο εσωτερικό και σε εθνικιστικές κορόνες και επίδειξη ισχύος στο εξωτερικό, δείχνει αποφασισμένος να κερδίσει με κάθε τρόπο μια ακόμη μάχη.
Ο ίδιος έχει προσδώσει κρισιμότατο χαρακτήρα στις εκλογές, καθώς θέλει να βρίσκεται και πάλι στο Προεδρικό Μέγαρο, με το καθεστώς του αλώβητο, όταν το τουρκικό κράτος, αργότερα το 2023, θα γιορτάσει το πέρασμα στον δεύτερο αιώνα της ιστορίας του.
Η εκλογική μάχη είναι αγώνας επιβίωσης όχι απλώς μιας κυβέρνησης η ενός Προέδρου αλλά ενός ολόκληρου καθεστώτος που χτίστηκε μεθοδικά τα τελευταία 20 χρόνια γύρω από τον Ερντογάν και την οικογένειά του, που μοιάζει περισσότερο με τα μεσανατολικού τύπου αυταρχικά καθεστώτα. Μια νέα αστική και μεσαία τάξη δημιουργήθηκε στη διάρκεια της διακυβέρνησης του ΑΚΡ, νέα επιχειρηματικά συμφέροντα αναδείχθηκαν, που συνδέονται με την οικογένεια του Τούρκου Προέδρου και εξοβέλισαν τα μεγάλα επιχειρηματικά τζάκια της Τουρκίας, ο στρατός, η δικαιοσύνη και η αστυνομία ελέγχονται ασφυκτικά από το ΑΚΡ, ενώ από τους κρίσιμους αυτούς θεσμούς έχουν απομακρυνθεί όλοι οι αντίπαλοι ή ακόμη και πιθανοί αμφισβητίες του καθεστώτος.
Η Ιστορία διδάσκει ότι τέτοιες ανατροπές είναι δύσκολο να γίνουν με ειρηνικό και απλό δημοκρατικό τρόπο, καθώς η εκλογική ήττα του Ερντογάν πιθανότατα θα οδηγήσει σε μια ρεβάνς όλων εκείνων των δυνάμεων που βρέθηκαν στο στόχαστρο της διακυβέρνησής του τα τελευταία 20 χρόνια.
Στο εσωτερικό, η αντιπολίτευση των έξι κομμάτων δεν έχει κατορθώσει ακόμη, έπειτα από μήνες διαβουλεύσεων, να καταλήξει σε ένα κοινό πρόγραμμα και σε έναν κοινό υποψήφιο, καθώς οι προσωπικές έριδες και οι φιλοδοξίες των αρχηγών των κομμάτων περιορίζουν τα περιθώρια συνεννόησης.
Η ευκαιρία της αντιπολίτευσης να ορίσει κοινό υποψήφιο τον δήμαρχο Κωνσταντινούπολης Ιμάμογλου αμέσως μετά την καταδίκη του από το τουρκικό δικαστήριο, κατ’ εντολήν του Ερντογάν, φαίνεται ότι χάθηκε, στερώντας τη δυναμική που θα είχε μια τέτοια υποψηφιότητα, η οποία σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις δείχνει να μπορεί να στριμώξει τον Ερντογάν.
Η τουρκική κυβέρνηση πάντως φαίνεται αποφασισμένη να μην αφήσει τίποτα στην τύχη. Έτσι, ενώ παραμένει η δικαστική εκκρεμότητα του Ιμάμογλου, εισαγγελέας ζήτησε την απαγόρευση λειτουργίας του φιλοκουρδικού Κόμματος Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (HDP), ο ηγέτης και οι βουλευτές του οποίου είναι ήδη στη φυλακή. Το HDP φαίνεται να κερδίζει στις δημοσκοπήσεις σχεδόν 10%, ένα κρίσιμο ποσοστό, το οποίο θα ήταν χρήσιμο για την αντιπολίτευση, ενώ ο κ. Ερντογάν ελπίζει ότι θα μπορέσει να αποσπάσει ένα μεγαλύτερο κομμάτι της κουρδικής ψήφου.
Όμως, για τον κυβερνητικό συνασπισμό είναι εξαιρετικά σημαντικό να περάσει το όριο εισόδου στη Βουλή το κόμμα του κ. Μπαχτσελί, του ακραίου εθνικιστή και κυβερνητικού εταίρου του τούρκου Προέδρου.
Μάλιστα, για να προσελκύσει την εθνικιστική ψήφο αλλά και για να εξυπηρετήσει το αφήγημά του περί ισχυρής Τουρκίας, που μετατράπηκε επί των ημερών του σε μεγάλη περιφερειακή δύναμη, ο κ. Ερντογάν στρέφεται σε μια δικής του έμπνευσης εξωτερική πολιτική, καθώς προσπαθεί να ισορροπήσει μεταξύ Ανατολής και Δύσης, ενώ είναι σαφώς στραμμένος προς την Ανατολή, και να εξασφαλίσει μια ειδικού τύπου σχέση με τη Δύση. Αυτό κάνει με τη Ρωσία, με το Ιράν, με το Πακιστάν και με το παζάρι του με την ΕΕ και κυρίως με την Ουάσινγκτον. Και θέλει να εκμεταλλευθεί, φτάνοντας στα όρια τα παζάρια, ακριβώς το στερεότυπο που κυριαρχεί στη γραφειοκρατία του Στέιτ Ντιπάρτμεντ και του Πενταγώνου, σύμφωνα με το οποίο πρέπει με κάθε τρόπο η Τουρκία να μείνει στο δυτικό στρατόπεδο.
Οι εκλογικές ανάγκες, καθώς η οικονομία κινείται στην κόψη του ξυραφιού, τον υποχρέωσαν να προχωρήσει στην εξομάλυνση των σχέσεών του με τα ΗΑΕ και τη Σαουδική Αραβία, που του προσέφεραν σπουδαία οικονομική ενίσχυση, αλλά και με την Αίγυπτο και το Ισραήλ. Τώρα, με τις πλάτες της Μόσχας, επιδιώκει λυκοφιλία με τον σύρο Πρόεδρο Άσαντ. Η αλλαγή πλεύσης στη Συρία έγινε γιατί ο κ. Ερντογάν ελπίζει ότι ο σύρος Πρόεδρος θα συναινέσει στη συμπίεση των Κούρδων της Βόρειας Συρίας και σε περιορισμένες επιχειρήσεις από την Τουρκία. Συγχρόνως ελπίζει ότι θα μπορέσει με τη βοήθεια της Δαμασκού να επαναπατρίσει ένα μεγάλο μέρος σύρων προσφύγων από τα 4 εκατ. συνολικά που έχουν καταφύγει στην Τουρκία και ήδη προκαλούν μεγάλο προεκλογικό πονοκέφαλο στον ίδιο, λόγω των αντιδράσεων της τουρκικής κοινής γνώμης στα μεγάλα αστικά κέντρα.
Όμως αυτά δεν αρκούν στον κ. Ερντογάν, καθώς σταθερά, όπως δείχνουν οι καθημερινές πλέον δηλώσεις του ιδίου και των κορυφαίων υπουργών του, τα εθνικιστικά βέλη του στρέφονται με επιμονή εναντίον της Ελλάδας. Ίσως ο κ. Ερντογάν θεωρεί ότι η Ελλάδα είναι πιο βολικός αντίπαλος, αλλά συγχρόνως και ο ίδιος πια έχει δημιουργήσει ένα αφήγημα που δύσκολα μπορεί να εγκαταλείψει. Ότι δηλαδή η Ελλάδα, όπως πριν από 100 χρόνια, χρησιμοποιείται από τους ιμπεριαλιστές της Δύσης για να περιορίσουν και να υπονομεύσουν την Τουρκία.
Παρά τις εκτιμήσεις αναλυτών, σύμφωνα με τις οποίες ούτε ο ίδιος θα επιθυμούσε ένα θερμό επεισόδιο στην προεκλογική περίοδο, καθώς και η έκβασή του θα είναι απρόβλεπτη και η ενδεχόμενη πυροσβεστική παρέμβαση των Αμερικανών θα έπληττε το γόητρό του, θεωρείται εντελώς απίθανο ότι θα εγκαταλείψει αυτήν την επιθετική ρητορική και πολιτική εναντίον της Ελλάδας το επόμενο διάστημα. Και, φυσικά, ο τυχαίος παράγοντας που μπορεί να οδηγήσει σε ένα επεισόδιο δεν μπορεί να αποκλεισθεί.
Πάντως θωρείται επίσης δύσκολο ο κ. Ερντογάν, έχοντας ανεβάσει τόσο τους τόνους εναντίον της Ελλάδας, να μην επιχειρήσει μια κίνηση επίδειξης ισχύος μέχρι τις εκλογές, και αυτό είναι κάτι που προβληματίζει ιδιαίτερα την Αθήνα. Η ελληνική κυβέρνηση πάντως φρόντισε τις τελευταίες ημέρες να στείλει το μήνυμα ότι δεν θα μείνει, λόγω προεκλογικής περιόδου, απλός θεατής στις τουρκικές προκλήσεις. Οι μαζικές παραβιάσεις του εναέριου χώρου αντιμετωπίζονται με ανάλογο τρόπο, η προσπάθεια να εργαλειοποιηθούν από την Τουρκία τα τουρκικά αλιευτικά, που παραβιάζουν ακόμη και τα ελληνικά χωρικά ύδατα, επίσης δεν μένει αναπάντητη. Το Λιμενικό παρεμβαίνει σε όλες τις περιπτώσεις, ενώ ο κ. Δένδιας, έστω και με αρκετή καθυστέρηση (καθώς ούτε οι προηγούμενες κυβερνήσεις το είχαν πράξει), έθεσε το θέμα στην ΕΕ με επιστολή του προς τον κ. Μπορέλ. Με αυτήν, αφού επισημαίνει την επικινδυνότητα των τουρκικών χειρισμών, ζητά, εφόσον συνεχιστεί αυτή η τακτική, να εξετασθεί η λήψη μέτρων για την παραβίαση της Κοινής Αλιευτικής Πολιτικής της ΕΕ.
Σε ό,τι αφορά τη Λιβύη, η Αθήνα απάντησε με σκληρή ρηματική διακοίνωση στις διαμαρτυρίες της κυβέρνησης Ντμπεϊμπά, η οποία ισχυρίζεται ότι δήθεν οι έρευνες της ExxonMobil νοτιοδυτικά της Κρήτης παραβιάζουν κυριαρχικά δικαιώματα της Λιβύης, δηλώνοντας ότι όλες αυτές οι περιοχές ερευνών για τις οποίες εκδόθηκαν και NAVTEX ανήκουν σε περιοχές ελληνικής δικαιοδοσίας.
Η Αθήνα, μάλιστα, έχοντας πλέον επιβάλει και αυτή τετελεσμένο με την έναρξη ερευνών εντός της μέσης γραμμής, που υπολογίζεται με βάση την Κρήτη και όχι τη Γαύδο, όπως επιδιώκει η Τρίπολη, επανέλαβε την πρόθεσή της για έναρξη συνομιλιών για την οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών βάσει του Δικαίου της Θάλασσας μόλις προκύψει δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση στη Λιβύη. Μια τέτοια διαδικασία, εφόσον ξεκινήσει, θα οδηγήσει πιθανότατα στην παραπομπή της διαφοράς στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, το οποίο τότε θα ασχοληθεί εκ των πραγμάτων και με το τουρκολιβυκό μνημόνιο, το οποίο όμως είναι εκτός κάθε πλαισίου διεθνούς δικαίου. Και αυτό είναι κάτι που φοβάται η Τουρκία, ελπίζοντας στη διατήρηση αυτής της προσωρινής κυβέρνησης, η οποία είναι υπό την απόλυτη επιρροή της και θα αναζητήσει ευκαιρία για την ανταπόδοση τετελεσμένων για λογαριασμό της Λιβύης, καθώς το τουρκολιβυκό μνημόνιο αποτελεί ακρογωνιαίο λίθο της «Γαλάζιας Πατρίδας».
Μέσα σε αυτό το περίπλοκο σκηνικό, καθ’ οδόν προς τις εκλογές, για τον κ. Ερντογάν θεωρούνται κρίσιμες και οι συνομιλίες που θα έχουν στις 18 Ιανουαρίου στην Ουάσινγκτον οι υπουργοί Εξωτερικών των δύο χωρών, Μπλίνκεν και Τσαβούσογλου, καθώς περιμένει ένα θετικό μήνυμα τόσο για τα σχέδιά του εναντίον των Κούρδων της Βόρειας Συρίας όσο και για τα F-16, ώστε να μπορέσει να τα χρησιμοποιήσει προεκλογικά.
ΤΟ ΠΑΡΟΝ
Οι τελευταίες ειδήσεις δείχνουν πως οι γείτονες απέκτησαν “νεύρα” μετα το αίτημα του Λευκού Οίκου για πώληση των F-35 στην Ελλάδα.
Όπως φαίνεται και από τις τελευταίες δηλώσεις Τσαβούσογλου θα επιχειρήσει να βάλει φρένο στην ειλημμένη απόφαση της Oυάσιγκτον για την αποδέσμευση stealth μαχητικών 5ηςγενιάς F-35 στην Ελλάδα.
Η απόκτηση των αμερικανικών αεροσκαφών 5ης γενιάς απο την Ελληνική Αεροπορία δίνει μεγάλο πλεονέκτημα στη χώρα μας. Γνωρίζουν καλά στην Άγκυρα πως η επιχειρησιακή υπεροχή στον αέρα καθιστά σχεδόν ανέφικτα τα σχέδια τους στο Αιγαίο…
«Τα Rafale και Viper εξισορροπούν το ένα το άλλο. Γιατί και τα δύο έχουν δυνατότητες 4,5ης γενιάς. Το πρόβλημα εδώ είναι με τα F-35 5ης γενιάς. Στην περίπτωση αυτή, ένα αεροσκάφος 5ης γενιάς θα βρίσκεται στα χέρια της Ελληνικής Πολεμικής Αεροπορίας, κάτι που γίνεται πλεονέκτημα για την Ελλάδα. Αν δηλαδή δεν μπορέσουμε να εκσυγχρονίσουμε τα F-16, τότε η επιχειρησιακή υπεροχή στο πλαίσιο των μαχόμενων αεροσκαφών θα περάσει στα χέρια της άλλης πλευράς», τόνισε ο Τούρκος πρώην Αρχηγός Abidin Unal σε συνέντευξή του στην εφημερίδα Hurriyet. Αποκαλύπτοντας την αγωνία που επικρατεί στην Τουρκική πολεμική αεροπορία αλλά και γιατί οι γείτονες «καίγονται» να σπάσουν το μπλόκο του Κογκρέσου και να προχωρήσουν σε συμφωνία για τα F-16.