Θοδωρής Δρίτσας στο “Π”: Υποκλοπές – Παράλληλο Κράτος – Συγκάλυψη

Θοδωρής Δρίτσας στο “Π”: Υποκλοπές – Παράλληλο Κράτος – Συγκάλυψη

–Μήπως η απάντηση είναι ένα νέο «1-1-4»;

Του
ΘΟΔΩΡΗ ΔΡΙΤΣΑ
Τομεάρχη Εθνικής Άμυνας της ΚΟ του ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία


Διαχρονική, πλην όμως αδικαίωτη, η απαίτηση για την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης. Από κάθε είδους εξάρτηση, εκτός από αυτήν που ορίζεται με τη διάταξη ότι οι δικαστικές αποφάσεις εκδίδονται στο όνομα του ελληνικού λαού.

Διάβασα αναλυτικά και τις 19 σελίδες της διαβόητης γνωμοδότησης του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου κ. Ισίδωρου Ε. Ντογιάκου. Ως βουλευτής που έχω δώσει όρκο στο Σύνταγμα, είναι λογικό να επιθυμώ να τα έχω καλά με τη συνείδησή μου. Ο κ. Ντογιάκος, όμως, δεν μας πολυβοηθάει σε αυτό…

Για το άρθρο 19 παρ. 1 & 2 του Συντάγματος και την ερμηνεία του, ειλικρινά δεν καταλαβαίνω εάν ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου θεωρεί ότι εμείς οι βουλευτές που νομοθετούμε… δεν ξέρουμε. Το λέω αυτό γιατί, όσο κι αν προσπάθησα, δεν μπόρεσα να βρω στο κείμενο της γνωμοδότησής του στοιχειώδη νομική συνοχή και συνέπεια των ισχυρισμών του αναφορικά με τη σχέση Συντάγματος και νόμων.

Καταιγιστική είναι, άλλωστε, η δημοσιοποίηση δηλώσεων, ανακοινώσεων και μηνυμάτων από ευρύτατο φάσμα της νομικής επιστήμης, της μάχιμης δικηγορίας και του δικαστικού σώματος, της δημοσιογραφίας και της πολιτικής, που δείχνει πόσο σοβαρό είναι το ζήτημα.

Παρ’ όλα αυτά, ως βουλευτής-νομοθέτης, απορώ και φοβάμαι ότι ο κ. Ντογιάκος μάς προτρέπει να ξεχάσουμε ακόμα και την αλφαβήτα της λειτουργίας του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος και της συνεκτικής δημοκρατικής νομοθέτησης. Είναι σαν να μας προτείνει να έχουμε για το ίδιο θέμα δύο ή τρεις νόμους και να διαλέγουν οι κυβερνήσεις αυτόν που τους ταιριάζει καλύτερα.

Για το άρθρο 19 παρ. 1 & 2 του Συντάγματος δεν μπορώ να πιστέψω ότι υπάρχει άλλη ανάγνωση από αυτήν που υποχρεώνει όλες και όλους μας στην αποδοχή ενός ισχυρότατου συνταγματικού συμβολαίου, με βάση το οποίο έχουμε συνομολογήσει ότι: «Το απόρρητο των επιστολών και της ελεύθερης ανταπόκρισης ή επικοινωνίας με οποιονδήποτε άλλον τρόπο», συμπεριλαμβανομένης βέβαια και της τηλεφωνικής επικοινωνίας, «είναι απόλυτα απαραβίαστο», με δύο εξαιρέσεις, για τις οποίες, και μόνο για αυτές, η Δικαστική Αρχή, και μόνο αυτή, δεν δεσμεύεται από αυτήν την απολυτότητα. Αυτές οι δύο μοναδικές περιπτώσεις είναι η εθνική ασφάλεια και η διακρίβωση ιδιαίτερα σοβαρών εγκλημάτων. Τελεία και παύλα. Για κανέναν άλλον λόγο δεν μπορεί κανείς να παρακολουθεί κανέναν. Και όταν γίνονται παρακολουθήσεις, αυτοί που κατά τον νόμο τις κάνουν οφείλουν να λογοδοτούν και να ελέγχονται για το εάν τήρησαν το Σύνταγμα. Αυτόν τον έλεγχο προνομιακά έχει την ευθύνη να τον ασκήσει η Αρχή Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών (ΑΔΑΕ).

Για τους ίδιους λόγους, στις ίδιες διατάξεις το Σύνταγμα επιτάσσει την ψήφιση νόμου που θα περιλαμβάνει δεσμευτικά όλες τις προβλεπόμενες εγγυήσεις, όπως και τη συγκρότηση και τη λειτουργία Ανεξάρτητης Αρχής, με τις αρμοδιότητές της, η οποία και εντέλλεται να διασφαλίζει το απόλυτα απαραβίαστο απόρρητο της επικοινωνίας και να ελέγχει την ουσιαστική νομιμότητα των εξαιρέσεων. Αυτά νομοθετήθηκαν όντως στον νόμο 3115 το 2003, με τον οποίο και ιδρύθηκε η ΑΔΑΕ.

Πώς είναι δυνατόν, κύριε Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, οι πρόσφατοι νόμοι της κυβέρνησης Μητσοτάκη να υπερτερούν τού κατά συνταγματική επιταγή εκδοθέντος νόμου 3115, όπως προκύπτει από τη γνωμοδότησή σας;

Πώς είναι δυνατόν να γνωμοδοτείτε προς τον ΟΤΕ και προς την COSMOTE και να τους προειδοποιείτε ότι θα παρανομήσουν εάν δεχθούν τον έλεγχο της ΑΔΑΕ και του κ. Ράμμου, και μάλιστα ότι απειλούνται και με βαριές ποινικές κυρώσεις, επεκτείνοντας μάλιστα αυτήν την απειλή και κατά της ΑΔΑΕ, των μελών της και του προέδρου της;

Πώς είναι δυνατόν να προβάλλετε τέτοιους ισχυρισμούς, χωρίς τουλάχιστον ευθέως να ζητάτε την αναθεώρηση του νόμου 3115 του 2003 και την αλλαγή χαρακτήρα και αρμοδιοτήτων της ΑΔΑΕ; Γιατί, εάν αυτό όντως το ζητούσατε, θα προσπερνούσατε μεν εμφανέστατα το Σύνταγμα και την ουσία του, αλλά τουλάχιστον θα ήσασταν νομικά συνεπής.

Οι νόμοι της κυβέρνησης Μητσοτάκη στοχεύουν στη σκοπιμότητα και στη συγκάλυψη του σκανδάλου των υποκλοπών. Ο κ. Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου δεν πρέπει να έχει κανέναν λόγο, θεσμικά και προσωπικά, να συγκλίνει, έστω ακούσια, στο ίδιο αποτέλεσμα. Δεν μπορεί να είναι αυτός ο ρόλος του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου.

Οι εξελίξεις γίνονται πάρα πολύ ανησυχητικές για τη Δημοκρατία. Το Κοινοβούλιο πρέπει να τις συζητήσει σε ειδική συνεδρίαση. Το Δικαστικό Σώμα, με τους δικούς του κανόνες, θα πρέπει να αντιμετωπίσει με γενναιότητα αυτήν την πολύ άσχημη εξέλιξη. Η Δημοκρατία δεν μπορεί να αφεθεί στις επιδιώξεις ενός μοιραίου πρωθυπουργού. Ο δικαστικός και διοικητικός έλεγχος, πέραν του αυτονόητου πολιτικού ελέγχου, που δεν πρόκειται να σταματήσει, οφείλει να αναζητήσει επειγόντως την ουσιαστική νομιμότητα ή όχι των παρακολουθήσεων του μητσοτακικού κράτους. Δεν υπάρχει απολύτως κανένας λόγος για να μη γίνει αυτό.

Είναι πια απολύτως αναγκαία η εγρήγορση των δημοκρατικών ανακλαστικών των πολιτών. Η ελληνική κοινωνία πρέπει να παρέμβει. Οφείλουμε να υπερασπιστούμε τη Δημοκρατία, που απειλείται. Ναι, να αποφύγουμε τις αυθαίρετες αναλογίες ιστορικών γεγονότων και καταστάσεων, αλλά μήπως στις συνθήκες αυτές η απάντηση είναι ένα νέο «1-1-4»;


ΤΟ ΠΑΡΟΝ

Σχολιάστε εδώ