Ο κατώτατος μισθός, ο πληθωρισμός και η ανισότητα – Του Ν. Στραβελάκη

Ο κατώτατος μισθός, ο πληθωρισμός και η ανισότητα – Του Ν. Στραβελάκη

–Η αποκατάσταση των εισοδηματικών απωλειών για τον κόσμο της εργασίας είναι έργο και ευθύνη των συνδικάτων


Του
ΝΙΚΟΥ ΣΤΡΑΒΕΛΑΚΗ,
Οικονομολόγου του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών


Η εκλογική χρονιά που διανύουμε και οι συνεχιζόμενες πληθωριστικές πιέσεις οδήγησαν την κυβέρνηση στην εξαγγελία για αύξηση του κατώτατου μισθού. Δεν γνωρίζω αν το ρεπορτάζ του ΣΚΑΪ (9/1/2023), σύμφωνα με το οποίο οι αυξήσεις θα ισχύσουν από 1η Απριλίου, κρύβει κάποιο αναδρομικό πρωταπριλιάτικο αστείο.

Πάντως, αν πάρουμε το ρεπορτάζ στα σοβαρά, ο κατώτατος μισθός θα αυξηθεί κατά 50 ευρώ περίπου ή 7% και θα φτάσει τα 770 με 780 ευρώ. Σύμφωνα με άλλα ρεπορτάζ, η αύξηση μπορεί να φτάσει και το 9% – 9,5%.

Ανεξάρτητα από το ακριβές ύψος της αύξησης, αλλά και τον προεκλογικό χαρακτήρα του μέτρου, η συγκεκριμένη πολιτική πρέπει να αναλυθεί και ως προς την οικονομική και εισοδηματική αποτελεσματικότητά της και ως προς την πολιτική της σηματοδότηση. Αυτό θα επιχειρήσω στη συνέχεια.

Δεν προξενεί εντύπωση το γεγονός ότι μέρος του πολυπληθούς κυβερνητικού Τύπου υποδέχθηκε επιφυλακτικά την κυβερνητική εξαγγελία. Χαρακτηριστικά, το ρεπορτάζ των «Νέ­ων» (11/1/2023) διαμαρτύρεται εμμέσως πλην σαφώς για τις «προεκλογικές πλειοδοσίες» που φέρουν τις κυβερνητικές αυξήσεις στο 9,5%, την ίδια ώρα που η α­ξιωματική αντιπολίτευση υπόσχεται άμεση αύξηση του κατώτατου μισθού στα 800 ευρώ και επιπλέον αναπροσαρμογή 10% εντός του 2023.

Κατ’ αρχάς, να επισημάνω ότι δεν θυμάμαι τους εκπροσώπους του συστημικού, ηλεκτρονικού και γραπτού, Τύπου να δυσανασχετούν όταν ο κρατικός προϋπολογισμός ενίσχυε με 150 δισ. ευρώ τράπεζες, αεροπορικές εταιρείες και επιχειρήσεις εν γένει. Το σημαντικότερο όμως είναι να δούμε τι σημαίνουν αυτές οι αυξήσεις, αν και εφόσον πραγματοποιηθούν. Σύμφωνα με τη Eurostat, οι πραγματικοί μισθοί στην Ελλάδα έχουν μειωθεί 30% την τελευταία δεκαετία (1/1/2011 – 31/12/2021).

Το ίδιο διάστημα, ο δείκτης τιμών παραγωγού στην Ελλάδα είναι υψηλότερος από τον αντίστοιχο δείκτη τιμών στην Ευρωζώνη, παρόλο που στην Ευρωζώνη κατά μέσο όρο οι μισθοί αυξήθηκαν 10% το ίδιο διάστημα. Αυτό το παραδέχθηκε ακόμη και ο κ. Τόμσεν του ΔΝΤ σε μια παρουσίαση στο London School of Economics το 2019.

Συγκεκριμένα, μίλησε για ελαστικούς μισθούς και ανελαστικές τιμές. Κοντολογίς, το έλλειμμα ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας δεν οφείλεται στους μισθούς, αλλά στην πλήρη απουσία παραγωγικών επενδύσεων την τελευταία δεκαετία. Αυτός είναι ο λόγος της αύξησης του κόστους παραγωγής και του πληθωρισμού κατά 9,6% μέσα στο 2022, σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ. Οι μισθωτοί είναι τα υποζύγια, πάνω στην εξαθλίωση των οποίων συντηρείται η όποια ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας.

Επιπλέον, διερωτώμεθα αν μια αύξηση του βασικού μισθού 9,5% από Απρίλη, με πληθωρισμό 9,6% το 2022, συνιστά αποκατάσταση εισοδήματος. Σύμφωνα με την ανάλυση της ΕΛΣΤΑΤ, ο πληθωρισμός προέρχεται κυρίως από την αύξηση του λεγόμενου οικιακού κόστους (ρεύμα, νερό, καύσιμα κ.λπ.) σε ποσοστά της τάξης του 34% και τρόφιμα με α’ αύξηση τιμών της τάξης του 15%. Όμως οι δαπάνες αυτές αποτελούν κοντά στο 90% των δαπανών εισοδήματος των φτωχών λαϊκών στρωμάτων. Με άλλα λόγια, η αποκατάσταση των εισοδημάτων αυτών των κοινωνικών στρωμάτων απαιτεί αυξήσεις του κατώτατου μισθού της τάξης του 25% και όχι του 9,5%.

Το τελευταίο φαίνεται και στην ένταση της εισοδηματικής ανισότητας, που δείχνει αύξηση της τάξης του 5% ακόμα και με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ που αφορούν τη διετία 2018 – 2020. Τούτων λεχθέντων, είναι προφανές ότι η εισοδηματική ανισότητα αποτελεί πλέον ένα ευρύτερο κοινωνικό και πολιτικό ζήτημα, αφού η ελληνική κοινωνία είναι πλέον διασπασμένη και πολωμένη. Η πόλωση γίνεται ακόμα εντονότερη με την κατεδάφιση των εργασιακών σχέσεων, που καθιστά αμφίβολο το πόσοι τελικά θα λάβουν την όποια αύξηση του κατώτατου μισθού. Μιλάμε για μια κοινωνία με εντελώς ελαστικές εργασιακές σχέσεις, ποσοστό ανεργίας της τάξης του 12% και κοντά 2,5 εκατ. μακροχρόνια ανέργους που δεν καταγράφονται στο ποσοστό ανεργίας.

Με αυτήν τη λογική, το βάρος της αποκατάστασης των εισοδηματικών απωλειών για τον κόσμο της εργασίας την τελευταία δεκαετία πέφτει κυρίως στα συνδικάτα και όχι στους κυβερνητικούς και κρατικούς μηχανισμούς. Το καλύτερο που έχουν να κάνουν οι τελευταίοι είναι να ελέγξουν τις τιμές και να αποκαταστήσουν τις εργασιακές σχέσεις, γιατί η κοινωνική πόλωση είναι μεγάλη και θα τη βρουν μπροστά τους.


ΤΟ ΠΑΡΟΝ

Σχολιάστε εδώ