Οι εκλογές του 2023, το «θεώρημα του διάμεσου» και η Αριστερά – Του Ν. Στραβελάκη
Του
ΝΙΚΟΥ ΣΤΡΑΒΕΛΑΚΗ,
Οικονομολόγου του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών
Χρόνια πολλά σε μια εκλογική χρονιά. Όπως είναι φυσικό, το πρώτο άρθρο της χρονιάς δεν θα μπορούσε να μην αφορά τις εκλογές, με δεδομένο μάλιστα τον προβληματισμό ως προς την εξέλιξη των πολιτικών συσχετισμών.
Υπάρχει, διεθνώς, μια ευρεία και ετερόκλητη βιβλιογραφία που εξηγεί ότι το λεγόμενου «θεώρημα του διάμεσου» δεν ισχύει στις σύγχρονες πολωμένες κοινωνίες. Το «θεώρημα» είναι ένα ιδεολόγημα που εμφανίσθηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1940 και αναφέρεται κυρίως σε δικομματικά συστήματα. Το συμπέρασμά του είναι ότι όταν έχεις να επιλέξεις ανάμεσα σε δύο υποψήφιους, θα επικρατήσει εκείνος που θα βρεθεί πιο κοντά στις προτιμήσεις του «διάμεσου ψηφοφόρου». Βασικό του μειονέκτημα είναι ότι θεωρεί δεδομένο ότι η ιδεολογική απόσταση των υποψηφίων θα είναι μικρή και ότι οι υποκατανομές των ψηφοφόρων κάθε πολιτικού κόμματος δεν πρόκειται να επηρεασθούν από το ιδεολογικό αποτύπωμα της ατζέντας που θα προβάλει.
Είναι ένα ιδεολόγημα που μπορεί να ταίριαζε στον αμερικανικό δικομματισμό του 1990 και του 2000, ακόμη και στον πάλαι ποτέ ελληνικό δικομματισμό της πρώτης δεκαετίας του νέου αιώνα, όμως σίγουρα δεν έχει σχέση με την τρέχουσα πραγματικότητα. Η κοινή διαπίστωση είναι ότι διεθνώς η απόσταση ανάμεσα στην Αριστερά και τη Δεξιά συνεχώς διευρύνεται, ακυρώνοντας τις υποθέσεις του «θεωρήματος». Στην Ελλάδα, όμως, για μια φορά ακόμη, το πολιτικό σύστημα μοιάζει να βρίσκεται σε άλλον κόσμο. Τα κυβερνητικά κόμματα, μέχρι στιγμής τουλάχιστον, δίνουν την εκλογική μάχη με στόχο τον «διάμεσο ψηφοφόρο». Κοινώς, τον αλήστου μνήμης μεσαίο χώρο.
Τα κόμματα αυτά φαίνεται να αγνοούν ότι ζούμε μια δεκαετή και πλέον κρίση σε μια τεσσαρακονταετία έντονης και διευρυνόμενης εισοδηματικής ανισότητας. Η ΝΔ θεωρεί ότι αρκεί να εμφανιστεί ως αποτελεσματικότερος διαχειριστής από τον ΣΥΡΙΖΑ, ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ προσπαθεί απεγνωσμένα να πείσει ότι έπαθε, αλλά έμαθε. Αμφότεροι θεωρούν μοναδικό διεκδικητή της εκλογικής τους πελατείας το επίσης κεντρώο ΠΑΣΟΚ. Πιστεύουν ότι θα δώσουν τη μάχη να κερδίσουν το Κέντρο και έτσι να πάρουν το πάνω χέρι στις μετεκλογικές εξελίξεις. Το ΠΑΣΟΚ, από την άλλη πλευρά, ευελπιστεί ότι τόσο η ΝΔ όσο και ο ΣΥΡΙΖΑ, μπρος στον φόβο της απώλειας της παραδοσιακής εκλογικής τους βάσης, θα εξαναγκασθούν να στραφούν, αντίστοιχα, δεξιότερα και αριστερότερα. Έτσι, θα του προσφέρουν τον χώρο ώστε να εμφανιστεί ως η «ενδιάμεση λύση».
Όσον αφορά τη ΝΔ, πίσω από αυτήν την εκλογική τακτική βρίσκεται η πεποίθηση ότι δεν υπάρχουν δυνάμεις στα δεξιά της που να μπορούν να της αποσπάσουν ψήφους, ούτε ότι τμήμα των ψηφοφόρων της μπορεί να οδηγηθεί στην αποχή από μια κεντρώα ατζέντα. Λίγες αναφορές στον νόμο, στην τάξη και στους μετανάστες θεωρούν ότι αρκούν για να φέρουν στο μαντρί τα… απολωλότα. Αντίστοιχη πεποίθηση, από την αντίθετη πλευρά, φαίνεται να υπάρχει και στον ΣΥΡΙΖΑ. Κοντολογίς, στη ΝΔ μοιάζουν να πιστεύουν ότι οι δεξιοί θα ψηφίσουν Μητσοτάκη για να μην ξανάρθει ο Τσίπρας και στον ΣΥΡΙΖΑ ότι οι αριστεροί θα ψηφίσουν Τσίπρα για να φύγει ο Μητσοτάκης.
Νομίζω ότι αμφότεροι πλανώνται πλάνη οικτράν. Σε μια χώρα που η πολιτική αντιμετώπισης της κρίσης έχει αποτύχει, η αβεβαιότητα είναι στα ύψη και η πολιτική των κυβερνητικών κομμάτων είναι ένα σύνολο από γενικότητες σημαντικό τμήμα του εκλογικού σώματος μπορεί να οδηγηθεί σε ψήφο σε μικρότερα κόμματα ή και στην αποχή.
Το τελευταίο είναι μια μεγάλη ευκαιρία για την πραγματική Αριστερά. Ο λόγος είναι ότι κάπου 800.000 ψηφοφόροι του ΣΥΡΙΖΑ το 2015 επέλεξαν την αποχή στις εκλογές του 2019. Πρόκειται για αριστερούς ριζοσπάστες που πίστεψαν στον ΣΥΡΙΖΑ και η απογοήτευση τούς οδήγησε στον καναπέ. Το αν θα φτάσουν αυτήν τη φορά στις κάλπες είναι κρίσιμο τόσο για το εκλογικό αποτέλεσμα όσο και για τις μετεκλογικές εξελίξεις.
Επιπλέον, σε αυτές τις εκλογές υπάρχουν 420.000 νέοι ψηφοφόροι. Σύμφωνα με δημοσκοπικά δεδομένα από όλη την Ευρώπη, η νεολαία στη συντριπτική της πλειοψηφία εμφορείται από αριστερές ιδέες. Είναι μια μεγάλη κοινωνική δύναμη, η οποία, αν εκφραστεί στην κάλπη, θα γείρει αποφασιστικά τον συσχετισμό προς τα Αριστερά. Αυτό δεν πρόκειται να συμβεί όμως με την κεντρώα ατζέντα του ΣΥΡΙΖΑ. Χρειάζεται ο ριζοσπαστισμός και η αγωνιστικότητα της πραγματικής Αριστεράς για να κινητοποιηθεί αυτή η ευαίσθητη κοινωνική ομάδα.
Εάν όλος αυτός ο κόσμος φτάσει στις κάλπες, είναι σίγουρο ότι όποιο κυβερνητικό σχήμα και να προκύψει θα είναι ιδιαίτερα αδύναμο στο να εφαρμόσει αντιλαϊκά μέτρα. Γιατί αντιλαϊκά μέτρα θα εφαρμόσει, με τα δεδομένα του πληθωρισμού της ύφεσης και του εξωτερικού χρέους. Είναι ένα σημαντικό διακύβευμα, το οποίο η πραγματική Αριστερά οφείλει να διεκδικήσει αποφασιστικά τόσο για τον εκλογικό συσχετισμό όσο κυρίως για την επόμενη μέρα, η οποία πρέπει να μας βρει στους δρόμους.