Χάρης Καστανίδης στο “Π”: Απόρρητα και υπόρρητα

Χάρης Καστανίδης στο “Π”: Απόρρητα και υπόρρητα

Του
ΧΑΡΗ ΚΑΣΤΑΝΙΔΗ
Βουλευτή Α’ Θεσσαλονίκης του ΠΑΣΟΚ – ΚΙΝΑΛ


Είναι κοινή πεποίθηση ότι στη σκανδαλώδη υπόθεση των υποκλοπών η κυβέρνηση παραβίασε θεμελιώδη ατομικά δικαιώματα, το κράτος δικαίου και τη δημοκρατική νομιμότητα. Υπό το βάρος των δυσμενών εντυπώσεων, ο πρωθυπουργός ανακοίνωσε νομοθετική πρωτοβουλία με στόχο να υπάρξουν θεσμικές εγγυήσεις για να μην επαναληφθούν στο μέλλον ανάλογα φαινόμενα.

Εκείνο που δεν κατέστη ευρύτερα γνωστό ήταν το μέγεθος της κυβερνητικής υποκρισίας, όπως εναργέστατα αποκαλύφθηκε κατά την πρόσφατη συζήτηση στη Βουλή του σχετικού νόμου για την άρση του απορρήτου των επικοινωνιών. Οι νέες νομοθετικές ρυθμίσεις αυξάνουν τους κινδύνους για την παραβίαση του απορρήτου και προδίδουν τις προθέσεις της κυβερνώσας Δεξιάς να παρεμποδίσει τον έλεγχο των αυθαιρεσιών κρατικών υπηρεσιών ή ιδιωτών και τώρα και στο μέλλον.

Πιο συγκεκριμένα:
1. Με βάση το άρθρο 19 του Συντάγματος, η άρση του απορρήτου των επικοινωνιών επιτρέπεται μόνο για λόγους εθνικής ασφάλειας ή για την διακρίβωση ιδιαίτερα σοβαρών εγκλημάτων.

Σε ό,τι αφορά την εθνική ασφάλεια, η κυβέρνηση επέλεξε έναν εξαιρετικά ευρύ και ασαφή ορισμό της έννοιας της εθνικής ασφάλειας, ώστε να μην υπάρχουν ευδιάκριτα όρια, εντός των οποίων πρέπει να κινηθούν οι αποφάσεις για άρση του απορρήτου των επικοινωνιών.

Ο ορισμός αυτός δεν συμβαδίζει με την πάγια νομολογία του ΕΔΔΑ, σύμφωνα με την οποία η εθνική νομοθεσία για τις μυστικές παρακολουθήσεις πρέπει να είναι επαρκώς σαφής ως προς τους όρους της.

2. Μέσα σε 24 ώρες από την υποβολή του αιτήματος για άρση του απορρήτου, οφείλει ο αρμόδιος για την ΕΥΠ εισαγγελέας να εκδώσει διάταξη που θα αποδέχεται ή θα απορρίπτει το αίτημα. Προκαλεί εντύπωση ότι ο συ­ντάκτης του νόμου εξακολουθεί να μη θεωρεί αναγκαίο να καταγράφεται στην εισαγγελική διάταξη η αιτιολογία άρσης του απορρήτου.

Η άρση του απορρήτου για λόγους εθνικής ασφάλειας θα πρέπει να είναι επαρκώς αιτιολογημένη και να συναρτάται με συγκεκριμένες πράξεις ή παραλείψεις του καθ’ ου, οι οποίες να εμφανίζουν δικαιολογημένη και σύμφωνη με την αρχή της αναλογικότητας την παρακολούθησή του.

3. Η εισαγγελική διάταξη για άρση του απορρήτου των επικοινωνιών υποβάλλεται προς έ­γκριση σε αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου. Δύο είναι τα μείζονα προβλήματα.

Ο ορισμός του αντεισαγγελέα δεν θα έπρεπε να γίνεται από τον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, αλλά από το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο. Η πολυπρόσωπη σύνθεση του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου εξασφαλίζει αυξημένες εγγυήσεις διαφάνειας έναντι του εισαγγελέα του Αρείου Πάγου.

Ωστόσο, η ορθή πρόταση θα ήταν τριμελές δικαστικό συμβούλιο να εγκρίνει ή να απορρίπτει τη διάταξη του πρώτου εισαγγελέως για την άρση του απορρήτου για λόγους εθνικής ασφάλειας, όπως συμβαίνει και όταν πρόκειται να διακριβωθεί η τέλεση ιδιαιτέρως σοβαρού εγκλήματος.

4. Εξίσου σημαντικό είναι το γεγονός ότι στη διάταξη άρσης του απορρήτου για λόγους εθνικής ασφάλειας δεν απαιτείται να αναγράφεται το όνομα εκείνου σε βάρος του οποίου θα εφαρμοστεί το μέτρο. Το στοιχείο αυτό, σε συνδυασμό με τη ρητή αναφορά στην «εδαφική έκταση εφαρμογής» της άρσης, ενισχύει την υπόθεση ότι το νέο νομικό πλαίσιο καλύπτει στην πραγματικότητα και μαζικές παρακολουθήσεις για λόγους εθνικής ασφάλειας.

Οι μαζικές παρακολουθήσεις δεν θεωρούνται ασφαλώς απαγορευμένες από το ΕΔΔΑ, το δικαστήριο όμως θεωρεί επιτακτική ανάγκη, όταν ένα κράτος εφαρμόζει ένα τέτοιο καθεστώς, το εσωτερικό δίκαιο να περιέχει λεπτομερείς κανόνες σχετικά με τις προϋποθέσεις της εφαρμογής του. Το Δικαστήριο τονίζει ακόμη τη σημασία μιας ανεξάρτητης αρχής που θα ασκεί εποπτεία σε όλα τα στάδια της μαζικής παρακολούθησης, ε­πισημαίνοντας ότι η εποπτεία αυτή θα πρέπει να είναι επαρκώς ισχυρή ώστε να περιορίζει την «παρέμβαση» μόνο σε ό,τι είναι «αναγκαίο σε μια δημοκρατική κοινωνία». Για να διευκολυνθεί η εποπτεία, οι υπηρεσίες πληροφοριών θα πρέπει να τηρούν λεπτομερή αρχεία σε κάθε στάδιο της διαδικασίας. Η κυβέρνηση όλα αυτά τα αγνόησε επιδεικτικά στον νόμο της.

5. Ένα ακόμα ζήτημα εγείρει ο χρόνος και οι προϋποθέσεις ενημέρωσης του ατόμου του οποίου το απόρρητο έχει προσβληθεί. Σύμφωνα με τον νέο νόμο, η ενημέρωση μπορεί να γίνει μόνο μετά την πάροδο τριών ετών από την παύση ισχύος της εισαγγελικής διάταξης που αφορά την άρση του απορρήτου, χρόνος που δεν μπορεί να δικαιολογηθεί, όταν από την έρευνα δεν έχουν προκύψει ευρήματα σχετικά με απειλές κατά της εθνικής ασφάλειας. Η επιλογή, άλλωστε, της κυβέρνησης βρίσκεται σε προφανή αντίθεση προς τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, κατά την οποία η ενημέρωση παρέχεται «αμέσως μετά τη λήξη της παρακολούθησης, εφόσον δεν διακυβεύεται πλέον ο σκοπός για τον οποίο διατάχθηκε η λήψη του μέτρου».

Εξίσου προβληματική είναι η προϋπόθεση της προηγούμενης υποβολής σχετικού αιτήματος από την πλευρά του ατόμου του οποίου το απόρρητο έχει προσβληθεί. Καθώς η παρακολούθηση είναι μυστική, το άτομο δεν γνωρίζει την ύπαρξη ή την έ­κταση της προσβολής που έχει υποστεί. Είναι λοιπόν εξαιρετικά απίθανο να μπορεί να υποβάλει τέτοιο αίτημα.

Αξίζει να προστεθεί στο σημείο αυτό ότι το όργανο που αποφασίζει την ενημέρωση πρέπει, κατά το ΕΔΔΑ, να είναι ανεξάρτητο. Συνεπώς, μόνη αρμόδια θα πρέπει να είναι η Αρχή Διασφάλισης Απορρήτου των Επικοινωνιών.

Τέλος, η ενημέρωση του καθ’ ου η παρακολούθηση προσώπου πρέπει να είναι πλήρης. Να καλύπτει, επομένως, όχι μόνο την επιβολή του περιοριστικού μέτρου και τη διάρκειά του, όπως ορίζει το σχέδιο, αλλά και τον λόγο για τον οποίο επιβλήθηκε το μέτρο.

6. Προκλητική είναι η διάταξη που εισηγήθηκε η κυβέρνηση για τη διαχείριση του υλικού σε άρσεις απορρήτου για λόγους εθνικής ασφάλειας.

Μετά την πάροδο έξι μηνών από την παύση ισχύος της εισαγγελικής διάταξης σχετικά με την άρση του απορρήτου για λόγους εθνικής ασφάλειας, το υλικό που αποτυπώθηκε στο σύστημα επισυνδέσεων διαγράφεται αυτόματα από το σύστημα. Η καταστροφή του αρχείου μπορεί να συντελεστεί και πριν από την πάροδο των έξι μηνών, αν έτσι αποφασίσουν ο διοικητής της ΕΥΠ ή ο διευθυντής της Διεύθυνσης Αντιμετώπισης Εγκλημάτων Βίας.

Η ρύθμιση αυτή εγείρει ερωτήματα σχετικά με το αν μπορεί να προλάβει να ασκήσει έλεγχο η Αρχή Διασφάλισης Απορρήτου των Επικοινωνιών για πιθανές αυθαιρεσίες στον χρόνο αυτό.

7. Προβλέπεται ο πρόεδρος της ΑΔΑΕ να ενημερώνει για θέματα άρσεων απορρήτου επικοινωνιών τον πρόεδρο της Βουλής, τους αρχηγούς των κομμάτων που εκπροσωπούνται στη Βουλή και τον υπουργό Δικαιοσύνης.

Πότε όμως πραγματοποιείται αυτή η ενημέρωση; Ο νόμος δεν έχει σχετική ρύθμιση. Και τι ακριβώς περιλαμβάνει η ενημέρωση; Αναφέρεται μόνο στον αριθμό των παρακολουθήσεων για λόγους εθνικής ασφάλειας και εξακρίβωσης εγκλημάτων; Ή, αντίθετα, επεκτείνεται σε θέματα παραβίασης των θεμελιωδών ελευθεριών των πολιτών;

Η κυβέρνηση σκοπίμως δεν περιγράφει με σαφήνεια στον νόμο της το ακριβές περιεχόμενο της ενημέρωσης και αφετέρου «ξεχνά» να ορίσει ότι τα στελέχη της ΕΥΠ δεν δικαιούνται να επικαλούνται το απόρρητο έναντι της ΑΔΑΕ.

8. Αλγεινή εντύπωση προκαλεί το γεγονός ότι, ενώ μετατρέπεται σε κακούργημα η αθέμιτη παραβίαση του απορρήτου των επικοινωνιών από παρόχους κινητής τηλεφωνίας και ιδιώτες, η αθέμιτη παραβίαση του απορρήτου των επικοινωνιών από υπαλλήλους κρατικών υπηρεσιών (ΕΥΠ, ΕΛΑΣ, Ταχυδρομεία) αντιμετωπίζεται επιεικώς ως πλημμέλημα!

Ποιους προστατεύουν;


ΤΟ ΠΑΡΟΝ

Φωτό: thenewspaper.gr


Σχολιάστε εδώ