Κεφαλονίτικα Έθιμα της Πρωτοχρονιάς – Ένα ταξίδι σε χρόνια περασμένα

Κεφαλονίτικα Έθιμα της Πρωτοχρονιάς – Ένα ταξίδι σε χρόνια περασμένα

Γράφει ο Διονύσης Φωκάς
Απο το online περιοδικό KEFALONITIS


Οι Ψεκαστήρες, οι κολόνιες, η αγιοβασιλίτσα, η πουτρίδα, το ρόδι, η τόμπολα, η αγριοκρεμμύδα, το πρόκαρδο, τα μπούκια, οι μπούζοι, οι λοταρίες, ο σίδαυλος, τα σκαρτσουνάκια,

Παλαιότερα στο Αργοστόλι και στο Ληξούρι την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, πήγαιναν οι χωρικοί με τα γαϊδουράκια τους και πουλούσαν μυρσίνες, ελατόκλαρα και αγριοκρεμμύδες. Έξω από τα καταστήματα στήνονταν πάγκοι, όπου είχαν τάβλες με παστέλι και λοταρίες – τόμπολες.

Ο αποχαιρετισμός του παλιού και το καλωσόρισμα του νέου χρόνου στον μεγάλο εμπορικό δρόμο τ’ Αργοστολίου, το «Λιθόστρατο», γίνονταν με τρόπο πανηγυρικό. Το βράδυ της παραμονής με το θόρυβο από τα σφυρίγματα, τα τριζόνια, τους κόρνους και τα σιδερικά, έδιωχναν τον παλιό χρόνο και όσα κακά είχε φέρει.

Μέσα σ’ όλον αυτό τον θόρυβο, οι μπάντες της μουσικής παρέλαζαν πέρα-δώθε και μ’ ένα χρονιάτικο ρυθμικό εμβατήριο υπενθύμιζαν την επόμενη μέρα που ήταν η πρώτη του χρόνου. Ο κόσμος που πλημμύριζε το Λιθόστρωτο διασκέδαζε, εξακοντίζοντας κολόνιες με τις περίφημες «ψεκαστήρες». Τα κάλαντα και τα παινέματα όπως τα τραγουδούσαν οι παρέες των μεγάλων, ειδικά στο Αργοστόλι και στο Ληξούρι, ήταν από τα πιο αξέχαστα ακροάματα. Κι΄ αυτό το χαίρονταν κάποιος περισσότερο όταν τ΄ άκουγε να γεμίζουν τους δρόμους και τις γειτονιές, την ώρα που άναβαν οι ηλεκτρικές λάμπες των δρόμων μέχρι το γλυκό ξημέρωμα της Πρωτοχρονιάς.

Ο Ηλίας Τσιτσέλης σε δημοσίευμά του το 1910 γράφει ότι στο Λιθόστρωτο οι μεγαλύτεροι κανταδόροι, ειδικοί τραγουδιστές και στιχοπλόκοι, έψελναν τα κάλαντα όλη τη νύχτα με πολλούς επαίνους, κολακευτικά σχόλια, ότι ήταν αρεστό για τα σπίτια που επισκέπτονταν και κατέληγαν ζητώντας τον μποναμά τους (bonamanu = φιλοδώρημα), ο οποίος στην προκειμένη περίπτωση ήταν χρήματα, κέρασμα με ροσόλια και κοψίδια από πτηνά.

Μπορεί το προπολεμικό Αργοστόλι να μην στολίζονταν στις γιορτές όπως σήμερα, ο κόσμος όμως δεν ήταν αδιάφορος, συμμετείχε, διασκέδαζε, τηρούσε και απολάμβανε τα έθιμα που οι ρίζες τους χάνονται στο χρόνο!

Πρωτοχρονιά του 1926 στο Ληξούρι

Η μπάντα της Φιλαρμονικής παιάνιζε από το πρωί μέχρι το βράδυ. Μοιρασμένη σε δύο τμήματα, το ένα στο ποτάμι και το άλλο στο Ληξούρι, επισκέπτονταν όλα τα σπίτια της πόλης για να παίξει τον Αϊ Βασίλη και να πάρει το μποναμά της.

Πιο γραφικός ήταν ο Αϊ Βασίλης, ο Παναγής ο Παλούκης με την κιθάρα του, που τραγουδούσε τη νύχτα με παρέα άλλους δυο. Δεν πήγαινε σ’ όλα τα σπίτια, μα από τις έντεκα το βράδυ μέχρι τις έξι το πρωί πρόφτανε, σ’ όλα τα σπίτια που ήθελε, να ευχηθεί με την χορωδία του τον καλό χρόνο.

Όλα τα μαγαζιά ήταν ανοιχτά μέχρι το μεσημέρι για να τους «τρέχει». Πολλά απ΄ αυτά ήταν στολισμένα με μερσίνες και χρωματιστές χάρτινες σημαιούλες επάνω στα κύρια εκθέματα της ημέρας, που ήταν το Ληξουριώτικο παστέλι, το μαντολάτο του Τζάντε, μέσα σε χρωματισμένους γκαζοντενεκέδες, και οι τσαπέλες, τα καλαματιανά σύκα. Το μεσημέρι έκλειναν τα μαγαζιά και ο κόσμος πήγαινε στο σπίτι του, για να φάνε οι περισσότεροι το φαγητό της ημέρας που ήταν η πουτρίδα.

Τα κύρια όμως χαρακτηριστικά της γιορτής ήταν τα μπουλετιά ή, όπως άλλοι τα έλεγαν, οι λοταρίες και ο βραδινός περίπατος στη μέση πλατεία, στην πλατεία Πετρίτση.

Παραμονές Πρωτοχρονιάς 1929 στο Αργοστόλι

Παραμονή Πρωτοχρονιάς στο Αργοστόλι του 1929, τα παιδιά είχαν ξυπνήσει νωρίς για τα κάλαντα. Σημαντική γειτονιά ήτανε αυτή του Αγίου Σπυρίδωνα, επειδή υπήρχαν τέσσερις τράπεζες, η Εθνική, η Εμπορική, η Ιονική και η τράπεζα Αθηνών. Μεταγενέστερα, το 1934, στην γειτονιά άνοιξε και η Αγροτική τράπεζα. Στα σπίτια που πήγαιναν να πουν τα κάλαντα, τους έδιναν ένα πενηνταράκι, το πολύ πολύ μια δραχμή. Όταν τα έλεγαν στις τράπεζες και στα σπίτια πάνω απ΄ αυτές, στα οποία έμεναν οι Διευθυντές, τους έδιναν έως και δυο δραχμές.

Οι παρέες που έλεγαν τα κάλαντα έπαιρναν το όνομά τους από τις εκκλησίες στις οποίες έμεναν κοντά. Ήταν λοιπόν οι «Αγιο Σπυριδωνιώτες», οι «Αρχαγγελιώτες», οι «Πλακιώτες», οι «Αναληψιώτες», οι «Αγιο Νικολιώτες», τα παιδιά της Σισσιώτισσας, που έβγαιναν και έλεγαν τα κάλαντα στα σπίτια και στα καταστήματα του Λιθοστρώτου και της Παραλίας. Οι παρέες των μεγάλων έλεγαν τα κάλαντα σε όλο το Λιθόστρωτο, από εκεί κατέβαιναν στην παραλία και κατέληγαν στο Τελωνείο.

Όταν έπεφτε το σκοτάδι υπήρχε πολύ κόσμος σε όλο το Λιθόστρωτο και ξεκινούσε ο αλληλοραντισμός με κολόνιες.

Οι ψεκαστήρες την παραμονή Πρωτοχρονιάς είχαν την τιμητική τους. Ήτανε μικρά καλαίσθητα μπουκαλάκια που τα γεμίζανε κολόνια καθαρή και την πετούσανε οι γυναίκες μεταξύ τους, τα αγόρια στα κορίτσια, οι άντρες στις γυναίκες. Και έλεγαν όλοι μαζί χρόνια πολλά, καλή αποκοπή.

Τις ψεκαστήρες πουλούσανε κάποια συγκεκριμένα μαγαζιά, όπως ο Νικολάτος, ο Σακί Σαγιάν ένας Αρμένιος, οι αδελφοί Λειβαδά. Ήταν ένα ακριβό προϊόν, ανάλογο με τη μοναδικότητα του εθίμου και κόστιζαν κοντά ένα δεκάρικο, γεγονός που δεν επέτρεπε σε όλο τον κόσμο να τις προμηθευτεί.

Έτσι λοιπόν τα αγόρια, τα λίγο άτακτα, βρήκαν τη λύση. Χρησιμοποιούσαν μικρά κλειστηράκια, τα γεμίζανε με κολόνια και νερό, ρίχνανε και κυριολεκτικά σε «λούζανε». Με την πάροδο των ετών το έθιμο είχε αρχίσει να γίνεται κάπως βάναυσο. Υπήρχαν κάποιοι που έβαζαν μέσα στην κολόνια, οινόπνευμα και νερό, επερνούσανε και αδειάζανε το μείγμα στον κόσμο. Αυτό το υιοθέτησαν και κάποιοι μεγάλοι. αλλά αν ήταν κοντά χωροφύλακας και τους έπιανε, τους έβαζε μέσα για όλο το βράδυ.

Δεκαετία του 1930 στο Αργοστόλι

Οι παρέες των μικρών παιδιών έλεγαν τα κάλαντα με Σαναμέντο (μικρή φυσαρμόνικα) και τρίγωνα. Οι παρέες απαρτίζονταν από 3-4 παιδιά από διαφορετικές γειτονιές του Αργοστολιού, για να μπορούν να έχουν μεγαλύτερη αποδοχή από τον κόσμο και μεγαλύτερες απολαβές, μια έξυπνη κίνηση των παιδιών που τους επέτρεπε να πουν τα κάλαντα, χωρίς να τους κυνηγήσουν τα παιδιά κάποιας πλούσιας γειτονιάς.

Το βράδυ της παραμονής κανταδόροι, χορωδίες, φιλαρμονικές και πολύς κόσμος, κατέκλυζε το Λιθόστρωτο. Τα κλειστήρια είχαν αρχίσει να αντικαθιστούν σιγά σιγά τις ακριβές ψεκαστήρες, κάποιοι αραίωναν την κολόνια με νερό και κατάβρεχαν περαστικούς, γνωστούς και φίλους. Οι κοπέλες γίνονταν κυριολεκτικά «παπί». Αν και γνώριζαν τι τις περίμενε από τους νεαρούς, περίμεναν πως και πως να έρθει αυτή η βραδιά για να το διασκεδάσουν.

Κάθε 50 με 60 μέτρα υπήρχαν κάποιοι που πουλούσαν κολόνιες για να μην ξεμένουν από «πολεμοφόδια». Υπήρχαν όμως και κάποια καταστήματα που προμήθευαν τον κόσμο τα απαραίτητα για το έθιμο της παραμονής Πρωτοχρονιάς, όπως ο Γρηγοράτος κοντά στην πλατεία Καμπάνας και ο Τσιλιμιδός κοντά στην εκκλησία του Αγίου Σπυρίδωνα.

Στα 1940 τα παιδιά έλεγαν τα κάλαντα μόνο στις γειτονιές τους. Δεν μπορούσε να πάει αυτός που έλεγε τα κάλαντα από την μια γειτονιά στην άλλη, γιατί έπεφτε ξύλο απελέκητο. Κάθε γειτονιά είχε τα δικά της σπίτια και η πλουσιότερη γειτονιά παρέμενε αυτή του Αγίου Σπυρίδωνα.

1947 στο Βαλεριάνο – Ο «Σίδαυλος»

Η φτώχεια στα χωριά ήταν αισθητή. Oι παρέες για τα κάλαντα αποτελούνταν από 2-3, το πολύ τέσσερα παιδιά, και τα περισσότερα σπίτια δεν είχαν χρήματα να τους δώσουν. Ελάχιστοι ήταν αυτοί που έδιναν χρήματα, αντί αυτών προσέφεραν σταφίδα, καρύδια και αμύγδαλα για τον κόπο τους.

Την παραμονή Πρωτοχρονιάς τα παιδιά ξυπνούσαν πολύ νωρίς, πριν καν ξημερώσει. Όποιες παρέες προλάβαιναν να πάνε πρώτες στα σπίτια, έλεγαν τα κάλαντα και έδιναν μια ασκινοκάρα (αγριοκρεμμύδα). Εκεί ο οικοδεσπότης που είχε ανάψει φωτιά, τους έφερνε ένα ξύλο το λεγόμενο «Σίδαυλος», και αυτά έλεγαν όλα «κιου – κιού και κανένα κλου – κλου», δηλαδή να πάει καλά η χρονιά, να μην είναι κλούβια, όπως η κότα που κάθεται και βγάζει τα πουλιά!

Με τα λίγα χρήματα που μάζευαν, την επόμενη μέρα τα παιδιά έπαιζαν μπούζους και πίτσι.

Αργοστόλι, λίγα χρόνια πριν τους σεισμούς του 1953

Το πρωί της Παραμονής οι μικροπωλητές βρίσκονταν από νωρίς στα στέκια τους, με παστέλι γαρνιρισμένο, με τις μάντολες και τα κουφέτα, με τα οποία έγραφαν Χρόνια Πολλά, το σάμαλι, το μαντολάτο και τις δίπλες!

Στα καντούνια, τα παιδιά με τα τρίγωνα πήγαιναν σε μαγαζιά και σπίτια, τραγουδούσαν τα κάλαντα και με την ασκινοκάρα στο χέρι ευχόντουσαν «Καλή Αποκοπή και του χρόνου!».

Αλλά και παρέες μεγάλων και καλλίφωνων ανθρώπων της πιάτσας, γύριζαν με κιθάρες κι ακορντεόν και τραγουδούσαν μελωδικά τα γνήσια Κεφαλονίτικα κάλαντα. Οποιοσδήποτε ήθελε να πει τα «Χρόνια Πολλά», αλλά να πάρει και τον μπουναμά του, έβαζε σ΄ ένα πιατέλο ένα πορτοκάλι γεμάτο πρόκες γαρύφαλλο και γύριζε σε μαγαζιά και σπίτια.

Το μεγαλύτερο γλέντι το επιφύλασσε το βράδυ. Από νωρίς είχαν πιάσει τα πόστα τύποι του Αργοστολίου με ψεκαστήρες και με γνήσιες κολόνιες από τα φαρμακεία, καραμούζες, τριζόνια, σφυρίχτρες, ροκάνες και ότι άλλο βάζει ο νους του ανθρώπου. Μαζί με τις μουσικές που έλεγαν τα κάλαντα, γιορτάζανε με το δικό τους μοναδικό Κεφαλονίτικο τρόπο μέσα σε μουσικές ευωδιές και ανάκατους ήχους το χρόνο που φεύγει και τον νέο που έρχεται.

Τα μικρά παιδιά φορούσαν αδιάβροχα, γιατί γίνονταν μούσκεμα ανάμεσα στο πλήθος που έκανε τη βόλτα του, κι αυτό μουσκεμένο από τις κολόνιες που έριχνε ο ένας στον άλλο!

Και τη νύχτα ο ύπνος ελαφρύς από τα πρώτα χτυπήματα στο πορτόνι και τους καλαντάρηδες να τραγουδούν: «Με τρία γράμματα χρυσά, γράφεται τ΄ όνομά σου, αγαπητέ Γεράσιμε (του νοικοκύρη τ΄ όνομα!)»…

1953 – Τέλη δεκαετίας του 1950 στα Φαρακλάτα

Οι σεισμοί είχαν καταστρέψει την Κεφαλονιά. Τα περισσότερα σπίτια είχαν παραχωρήσει τη θέση τους στις παράγκες, το θρησκευτικό συναίσθημα όμως ήταν έντονο, κάτι το οποίο οι γονείς το μετέδιδαν και στα παιδιά.

Οι γιορτές για τα παιδιά στα χωριά ταυτίζονταν με καλύτερο φαγητό. Τότε υπήρχε κρέας και λιχουδιές στο τραπέζι, κάτι που στερούνταν όλο το χρόνο λόγω φτώχειας.

Όταν έπεφτε καλά η νύχτα την παραμονή Πρωτοχρονιάς, με τα φανάρια του λαδιού τα παιδιά πήγαιναν και έλεγαν τα κάλαντα από πόρτα σε πόρτα. Εκεί τους περίμεναν συκάδια, πορτοκάλια, αν υπήρχαν καρύδια ακόμη καλύτερα, ενώ σπανίως δίνονταν χρήματα. Αυτά όμως τους αρκούσαν!

Πάντα υπήρχε ένα σπίτι που θα έδινε χρήματα και εκεί γινόνταν «μάχη» ποιος θα πρωτοπάει να πει τα κάλαντα, για να προλάβουν πριν εξαντληθούν τα λεφτά. Το να δώσει κάποιος τότε τάληρο, ήταν πολύ σπουδαία υπόθεση. Τα μάζευαν και τα παρέδιδαν στη μάνα τους, γιατί τότε ένα τάληρο σήμαινε ένα ολόκληρο γεύμα.

Για τη μάνα ήταν μια δύσκολη περίοδο, καθώς προσπαθούσε να κρατήσει τα παιδιά ευτυχισμένα στο πνεύμα των γιορτών. Κάποιες φορές πουλώντας κρυφά λάδι ή κρασί, κατάφερνε να πάρει στα παιδιά ένα ζευγάρι παπούτσια ή ένα ρούχο… αυτές ήταν οι χαρές των εορτών για τα παιδιά τη συγκεκριμένη περίοδο.

Δεκαετία του 1960 στο Αργοστόλι

Τα ξημερώματα παραμονής της Πρωτοχρονιάς, τα παιδιά αλωνίζανε τις γειτονιές. Πρώτα πήγαιναν στα γνωστά σπίτια που ήξεραν ότι θα πάρουν περισσότερα χρήματα, δεκάρες, ένα φράγκο, δίφραγκο. Τις αγριοκρεμμύδες που μοίραζαν τις έβρισκαν στη ράχη του Άι Θανάση και στην περιοχή του Δεστούνη πάνω από τη σημερινή ΒΙ.ΠΕ.

Μετά τα κάλαντα περίμεναν να βραδιάσει για να τηρήσουν το έθιμο στο Λιθόστρωτο. Γύρω στις 6.00 – 6.30 ξεκίναγε και κρατούσε όσο ήταν τα μαγαζιά ανοιχτά, δηλαδή μέχρι τις 9.00-9.30.

Οι ψεκαστήρες έχουν ξεχαστεί, για το κατάβρεγμα τα παιδιά πλέον χρησιμοποιούν νεροπίστολα της εποχής και οι μεγαλύτεροι κλειστηράκια. Στο Λιθόστρωτο υπήρχε πάγκος με κολόνια που γέμιζε με ένα μικρό αντίτιμο τα νεροπίστολα και τα κλειστήρια, ενώ υπήρχε και το αρωματοπωλείο του Μιχαλίτση.

Στόχος των νεαρών ήταν τα όμορφα κορίτσια, τα οποία είτε ήταν μόνα τους, είτε τα συνόδευαν οι γονείς τους. Κατέβαιναν παρέες από τη Επισκοπή, το Νάπιερ, το Φαραώ, τα παραπήγματα του Δεστούνη, τα Εργατικά, έριχναν όμως και οι μεγάλοι στους γνωστούς τους.

Τη δεκαετία του 1960 μετά το ρεβεγιόν, οι κανταδόροι έπαιρναν τους δρόμους για να πουν τα κάλαντα. Τι και αν ήταν 1.00 με 2.00 τα ξημερώματα, ο κόσμος τους περίμενε, τους άνοιγε το σπίτι τους για να τους ακούσει να τα λένε μαζί με τις ευχές «Σ’ αυτό το σπίτι που ‘ρθαμε πέτρα να μη ραγίσει και ο νοικοκύρης του σπιτιού χρόνια πολλά να ζήσει». Ποιος δεν ήθελε να ακούσει τέτοιες ευχές, καθώς είχαν περάσει μόλις λίγα χρόνια από τους καταστρεπτικούς σεισμούς του 1953…

Τη συγκεκριμένη δεκαετία δεν υπήρχαν ιδιαίτεροι στολισμοί στην πόλη, έτσι αξιοθέατο για την περίοδο των γιορτών ήταν η φάτνη στο μαγαζί του Δεμπόνου, γωνία Βύρωνος και Λιθοστρώτου και η μεγάλη φάτνη μέσα στην καθολική εκκλησία του Αγίου Νικολάου.

Τα φαγητά και τα γλυκά της Πρωτοχρονιάς

Την πρωτοχρονιά οι εύπορες οικογένειες έφτιαχναν το «Μπουτίνο», ένα γλυκό σαν την πουτίγκα με σταφίδες. Στα χωριά έφτιαχναν το γλυκό Σιρτζίτζουλα και σε όλο το νησί τηγανίτες, τηγανόψωμα και κουραμπιέδες.

Τα ροσόλια, ήταν λικέρ που έφτιαχναν οι νοικοκυρές με οινόπνευμα ή τσίπουρο και σκόνες αρώματα που αγόραζαν από φαρμακεία. Κάποια από αυτά είχαν φυσικές γεύσεις, τριαντάφυλλο, μπανάνα, περγαμόντο, αρμπαρόριζα, μπορούσαν όμως και να αγοράσουν τα φημισμένα, του Δραγώνα και του Τρομπέτα.

Τα Σκαρτσουνάκια

Την περίοδο των γιορτών φτιάχνανε τα Σκαρτσουνάκια. Κάνανε τη ζύμη, την αφήνανε και γινότανε. Κατόπιν με τον πλάστη την πλάθανε και την κάνανε φύλλο, την κόβανε κομμάτια, βάζανε μέσα καρύδια και μέλι, το γυρίζανε, το σκεπάζανε και το πατούσανε στις άκρες με το πηρούνι. Το βάζανε στο φούρνο και όταν ψήνονταν έριχναν το σιρόπι (με μέλι) από πάνω.

Η πουτρίδα

Η πουτρίδα είναι ένα φαγητό με χοιρινό και κουνουπίδι, ή εναλλακτικά χοιρινό με λάχανο ή γουλί. Είναι το φαγητό της Πρωτοχρονιάς και εντοπίζεται κυρίως στο Ληξούρι, αν και δεν είχαν όλοι τη δυνατότητα να αγοράσουν τα υλικά για να το μαγειρέψουν. Θεωρούνταν το φαγητό που συμβολίζει την πρόοδο, καθώς η πλούσια περιεκτικότητα του χοιρινού σε λίπος σήμαινε πλούτο και ευημερία.

Η παρασκευή του είναι εύκολη. Στην κατσαρόλα έβαζαν το χοιρινό σε κομμάτια με ντομάτα πελτέ, λίγο νερό, κανέλα, πρόκες γαρύφαλλο, μοσχοκάρυδο. Όταν έπαιρνε ένα μπούρμπουλα, έβαζαν το κουνουπίδι κομμένο σε κομμάτια μέχρι να δέσει η σάλτσα. Σερβίρονταν με τριμμένο ξεροτύρι.

Η Αγιοβασιλίτσα, το πρωτοχρονιάτικο ψωμί.

Στην Κεφαλονίτικη λαογραφία τα ψωμιά των τριών μεγάλων εορτών του Δωδεκαήμερου ήταν διαφορετικά σε σχήματα. Η Αγιοβασιλίτσα ή βασιλίτσα έχει πάρει το όνομά της από τη γιορτή της ημέρας. Είναι το ζυμωτό ψωμί της Πρωτοχρονιάς, με ένα μεγάλο σταυρό στην πάνω πλευρά του και γύρω απ΄ αυτόν καρύδια. Είναι ένα έθιμο που τηρούσαν όλα τα νοικοκυριά, κάποια μάλιστα την έφτιαχναν, ενώ άλλοι την αγόραζαν από τους φούρνους.

Βασιλόπιτα όπως την γνωρίζουμε σήμερα δεν υπήρχε τα παλιά χρόνια. Την ημέρα της Πρωτοχρονιάς σε αρκετά σπίτια έκοβαν μια διαφορετική βασιλόπιτα, μια μπομπότα, ένα ψωμί από καλαμποκάλευρο με ένα φλουρί.

Φούρνοι για τα ψωμιά του Δωδεκαημέρου στο Αργοστόλι

Εκεί που σήμερα βρίσκεται η εκκλησία του Αγίου Σπυρίδωνα, ήτανε προπολεμικά η πλατεία του Αγίου. Απέναντι από αυτή βρισκόταν η εκκλησία και το καμπαναριό του, μέσα σε μια αυλή σπιτιού. Δίπλα ήταν το μαγαζί του Παυλάτου, ένα από τα σημαντικότερα στο είδος του και πίσω το εργοστάσιο, με τέσσερις μπούκες φούρνου που εκείνη την εποχή καίγανε μόνο ξύλα.

Παλαιότερα δεν υπήρχαν τα κιλά, ούτε οι οκάδες. Μετρούσαμε σε λίτρες, ενώ τα ψωμιά ήτανε τρίλιτρα, κάτι λίγο παραπάνω από κιλό. Ακόμα και οι πολύ φτωχοί άνθρωποι φρόντιζαν να έχουν τα ψωμιά των ημερών, κάτι που ήταν πολύ σημαντικό γι΄ αυτούς.

Στους φούρνους έστελναν τα φαγητά των εορτών. Την Πρωτοχρονιά έφτιαχναν κυρίως κρέας με πατάτες ή κρέας με μακαρόνια και γιουβέτσι, το οποίο δεν το έστελναν σε ταψιά, αλλά στον Νταβά, ένα είδος πήλινου ταψιού στο οποίο γινότανε πιο νόστιμο.

Αμέσως μετά τους σεισμούς του ’53 οι φουρνάρηδες του Αργοστολιού έφτιαξαν ένα κοινό φούρνο που προμήθευε όλο το Αργοστόλι με ψωμί, την «Συντεχνία». Έφτιαχνε όμως και τα ψωμιά του Δωδεκαημέρου, όπου κάποιες νοικοκυρές είχαν τη δυνατότητα να τα αγοράσουν από εκεί.

Στη Συντεχνία συμμετείχαν ο Σιμάτος, ο Παπαντωνάτος, ο Λούκας, ο Παυλάτος, ο Άγγελος Στεφάτος και οι γιοι του Αλέκος και Γεράσιμος. Η Συντεχνία βρίσκονταν κοντά στην εκκλησία του Αγίου Νικολάου των Ξένων. Ήταν μια παράγκα υπερυψωμένη από το έδαφος με χαρακτηριστικό ροζ χρώμα, ενώ η λειτουργία της σταμάτησε στα τέλη της δεκαετίας του 1950, όταν οι συμμετέχοντες αποφάσισαν να ανοίξουν τους δικούς τους φούρνους.

Τα παιχνίδια των εορτών

Μικροί και μεγάλοι την περίοδο του Δωδεκαημέρου έπαιζαν παιχνίδια, κοτζίνα, 31, πίτσι, πατρινό. Κάποια από αυτά έχουν ξεχαστεί, ενώ άλλα παίζονται μέχρι και σήμερα. Ο τζόγος των παιδιών και της γειτονιάς ήταν εθιμικός και πρόσκαιρος. Με τις εισπράξεις από τα κάλαντα και τους μποναμάδες, έπαιζαν στους δρόμους διάφορα παιχνίδια.

Η Τόμπολα

Από τα χρόνια της Ενετοκρατίας διατηρείται το έθιμο της τόμπολας στο Ληξούρι και στη διαδικασία της συμμετέχει πολύς κόσμος. Η τόμπολα παίζεται την παραμονή της Πρωτοχρονιάς. Κάποιος πρέπει συμπληρώσει μια στήλη από αριθμούς και να φωνάξει, τότε κερδίζει την «τσικουϊντα». Αν όμως καταφέρει να συμπληρώσει όλες τις στήλες με τους αριθμούς που κληρώνονται στη λοταρία, τότε κάνει «τόμπολα» και κερδίζει το παιχνίδι.

Μπούζοι

Οι συμμετέχοντες, μικροί και μεγάλοι, έκαναν εννιά τρύπες στο δρόμο και έριχναν από απόσταση μια σιδερένια μπάλα στο μέγεθος γροθιάς. Όποιος κατάφερνε να στείλει την μπάλα στη μεσαία τρύπα, έπαιρνε όλα τα χρήματα. Αν η μπάλα έπεφτε σε κάποια άλλη τρύπα, έπαιρνε μόνο τα λεφτά που είχε βάλει μέσα.

Μπούκια

Τα παιδιά έκαναν μια μικρή τρύπα που μέσα έβαζαν όλα τα κέρματα αυτών οι οποίοι συμμετείχαν και τη σκέπαζαν με μια πέτρα, την λεγόμενη «Πραίος». Σε απόσταση 10 περίπου μέτρων χάραζαν μια γραμμή, όπου όλοι οι παίχτες έπρεπε να βρίσκονται από πίσω. Από εκεί έριχναν μια πλακέ πέτρα, την λεγόμενη «Αμάδα». Όταν η «Αμάδα» χτυπούσε τον «Πραίο», όσα νομίσματα ήταν κοντινότερα στην πλακέ πέτρα τα έπαιρνε ο παίχτης που την έριξε. Όσα όμως παρέμεναν κοντινότερα στον «Πραίο», παρέμεναν πρόκληση για τους επόμενους παίχτες. Το παιχνίδι συνεχίζονταν με τους παίχτες να προσπαθούν να ρίξουν την «Αμάδα» κοντά στα νομίσματα, έως ότου αυτά να σταματήσουν να υπάρχουν.

Αυτό το παιχνίδι ήταν και για τα μεγάλα παιδιά. Έτσι οι ενήλικες τηρώντας την παράδοση έπαιζαν και αυτοί τα Μπούκια!

Λοταρίες

Τα μπουλετιά (λοταρίες) γίνονταν σε συγκεκριμένα μαγαζιά. Άρχιζαν από την παραμονή των Χριστουγέννων και τελείωναν του Αϊ Γιαννιού.

Στα μαγαζιά αυτά κάρφωναν σανίδες με τέτοιο τρόπο που να κάνουν μια σκαλινάδα, κι επάνω στα σκαλιά τοποθετούσαν διάφορα πραγματάκια, αριθμημένα. Μπροστά από τη σκαλινάδα με τα εκθέματα ήταν ένας πάγκος που στη μέση του ήταν τοποθετημένη μια κληρωτίδα.

Οι πελάτες έδιναν τα χρήματα που αναλογούσαν στον κλήρο, γύριζε ο μαγαζάτορας την κληρωτίδα κι όταν σταματούσε άνοιγε το πορτάκι. Έβαζε μέσα του το χέρι ο πελάτης και τραβούσε ένα λαχνό, έβλεπαν τον αριθμό που διάλεξε και τον αναζητούσαν στα εκθέματα για να βρουν τι κέρδισε.

Για να πάει καλά η νέα χρονιά

Στην Κεφαλονιά προσέχουν ποιος θα μπει στο σπίτι τους την Πρωτοχρονιά, να είναι καλό «ποδαρικό». Επίσης, να μη δανείσουν και να μη δανειστούν, να μην κλάψουν και να μη στενοχωρηθούν. Κοιτάνε να διαβάσουν και να κάμουν μια δουλειά προκομμένη, για να δουλεύουν έτσι όλο το χρόνο.

Η αγριοκρεμμύδα

Η πρόληψη για τη δύναμη της έρχεται από την αρχαιότητα.Η αγριοκρεμμύδα θεωρείται σύμβολο και έμβλημα του χρόνου, επειδή χωρίς να ξαναφυτευτεί βγάζει μόνη της φύλλα. Παλαιότερα πίστευαν ότι προστάτευε από το κακό και τις βασκανίες.

Στο σπίτι έχει ιδιαίτερη θέση. Την βάζουν στα εικονίσματα, στην εξώπορτα ή και στο ταβάνι. Προτίμηση έχουν στις αγριοκρεμμυδες με τις ρίζες τους ατόφιες και αυτό γιατί δίνει περισσότερες πιθανότητες όταν ξεραθεί, να «ρίξει» και την άλλη χρονιά, πράγμα που θα σήμαινε γούρι για το σπίτι.

Το ρόδι

Το ρόδι θεωρείται ότι φέρνει καλοτυχία, ευγονία και αφθονία αγαθών στο σπίτι. Στην Κεφαλονιά, το σπάσιμο του ροδιού γίνεται στο κατώφλι της κυρίας πόρτας του σπιτιού. Όσο περισσότερα τα σπόρια, τόσο μεγαλύτερη και η τύχη που θα έρθει στο σπίτι. Στο πρωτοχρονιάτικο τραπέζι, μετά την αγιοβασιλίτσα έτρωγαν και λίγο ρόδι για να τους πάει καλά ο χρόνος.

Μυρσίνες και ελατόκλαρα

Οι μυρσίνες και τα ελατόκλαρα από τα πολύ παλιά χρόνια είχαν διακοσμητική χρήση για στις γιορτές. Με αυτά στόλιζαν τα σπίτια, τα βάζα, ακόμα και τις αγριοκρεμμύδες.

Το προκάδο πορτοκάλι

Στους δρόμους των χωριών και της πόλης, τα «χρόνια πολλά» και τα «αφέντη μου» έδιναν και έπαιρναν.

Στόλιζαν το πορτοκάλι με πρόκες γαρύφαλλο, το έβαζαν σε ένα δίσκο και έβγαιναν στους δρόμους λέγοντας «Χρόνια Πολλά» σε όποιον συναντούσαν, περιμένωντας το φιλοδώρημα.

Ο ιστοριοδίφης Ηλίας Τσιτσέλης αναφέρει το 1910 ότι το έθιμο ήταν παλιό και χαρακτηρίζεται ως των πτωχών παιδιών, των επαιτών και των νεωκόρων. Ήταν το πορτοκάλι του φτωχού. Κάτι προσφέρει κι αυτός στον αφέντη, που του δίνει μπονάμα, μόνο που ο αφέντης δεν το παίρνει κι έτσι ο φτωχός μπορεί να το προσφέρει και σ’ άλλους.

Καλή αποκοπή

Στην Κεφαλονιά, την παραμονή Πρωτοχρονιάς δεν ευχόμαστε «Καλή χρονιά», αλλά «Καλή Αποκοπή». Ευχόμαστε για να απαλλαγούμε από τα βάρη, την κακοτυχία, τον πόνο, την κούραση της παλιάς χρονιάς, ώστε να μην μας ακολουθήσουν στο νέο.

Φωτο: Του Γεράσιμου Σωτ. Γαλανού – inkefalonia.gr

Σχολιάστε εδώ