Ο προϋπολογισμός του 2023, η πληθωριστική μεγέθυνση, το άδειο καλάθι των γιορτών και οι εκλογές – Του Ν. Στραβελάκη

Ο προϋπολογισμός του 2023, η πληθωριστική μεγέθυνση, το άδειο καλάθι των γιορτών και οι εκλογές – Του Ν. Στραβελάκη


Του
ΝΙΚΟΥ ΣΤΡΑΒΕΛΑΚΗ,
Οικονομολόγου του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών


Ο κρατικός προϋπολογισμός του 2023 ψηφίσθηκε το Σάββατο που μας πέρασε (17/12). Το ενδιαφέρον που παρουσιάζει οφείλεται κυρίως στο προεκλογικό αφήγημα που περιλαμβάνει.

Εν μέσω πληθωρισμού και αφόρητων πιέσεων στα λαϊκά εισοδήματα, το αφήγημα είναι ότι οι ισχύουσες και αναμενόμενες επιδόσεις της ελληνικής οικονομίας είναι σημαντικά καλύτερες του ευρωπαϊκού μέσου όρου. Άρα η κυβέρνηση τα καταφέρνει καλά ή έστω καλύτερα από τις περισσότερες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις. Σίγουρα πρόκειται για μια σεμνότερη γραμμή από προηγούμενες κυβερνητικές εκτιμήσεις, σύμφωνα με τις οποίες η ελληνική οικονομία θα απογειωνόταν, την ίδια ώρα που η παγκόσμια οικονομία εισέρχεται σε ύφεση. Όμως και το βελτιωμένο κυβερνητικό αφήγημα είναι παραπλανητικό.

Ο λόγος είναι ότι η περιβόητη ανάπτυξη (μεγέθυνση) που ευαγγελίζεται η κυβέρνηση είναι μια φούσκα. Αυτό φάνηκε από τα στοιχεία του γ’ τριμήνου του 2022 που δημοσίευσε η ΕΛΣΤΑΤ στις 7 Δεκεμβρίου 2022. Εκεί η υποτιθέμενη μεγέθυνση τριμήνου υποχώρησε στο 2,1% του ΑΕΠ (εποχικά προσαρμοσμένο 2,8%) σε σχέση με το αντίστοιχο τρίμηνο του 2021. Όμως το πιο ενδιαφέρον είναι ο λόγος που επικαλείται η ίδια η Στατιστική Υπηρεσία για την επιβράδυνση του ρυθμού μεγέθυνσης. Γράφει χαρακτηριστικά:

«Το ΑΕΠ για το γ’ τρίμηνο του 2022 επηρεάστηκε ανασταλτικά από το σημαντικά αυξημένο επίπεδο των επιδοτήσεων επί των προϊόντων που αφορούν την ενέργεια, αντισταθμίζοντας σε μεγάλο βαθμό την αύξηση της Ακαθάριστης Προστιθέμενης Αξίας» (σελ. 1). Αυτό που παραδέχεται η ΕΛΣΤΑΤ είναι ότι η οικονομική μεγέθυνση που ανακοινώνεται είναι πληθωριστική. Βασίζεται στην αύξηση των τιμών. Γι’ αυτό και όταν η κατανάλωση επιδοτείται, όπως συμβαίνει στο ηλεκτρικό ρεύμα, ο περιορισμός των τιμών (αφού οι επιδοτήσεις αφαιρούνται από το ΑΕΠ) οδηγεί σε περιορισμό των ρυθμών μεγέθυνσης.

Με άλλα λόγια, οι ανακοινωμένοι ρυθμοί μεγέθυνσης δεν είναι πραγματικοί (σε σταθερές τιμές) αλλά εν πολλοίς ονομαστικοί. Θα μου πείτε: πώς γίνεται αυτό; Ο τρόπος είναι αρκετά απλός: Ο πληθωρισμός είναι εστιασμένος στις δαπάνες στέγασης (ενοίκια, λογαριασμοί ρεύματος κλπ.) με πληθωρισμό 34% και στα τρόφιμα με πληθωρισμό 15%. Όταν το ΑΕΠ αποπληθωρίζεται με έναν σταθερό συντελεστή (8,8% στην περίπτωσή μας), στους κλάδους αυτούς μένει πίσω ένα σημαντικό κομμάτι πληθωρισμού που εμφανίζεται ως μεγέθυνση. Επειδή οι συγκεκριμένοι κλάδοι είναι μεγάλο κομμάτι του ΑΕΠ (45% περίπου), τούτο οδηγεί σε αυξημένους ρυθμούς μεγέθυνσης, που όμως είναι παραπλανητικοί.

Τα παραπάνω σημαίνουν ότι στην Ελλάδα οξύνονται οι συνθήκες διαβίωσης και η οικονομική ανισότητα. Το τελευταίο φαίνεται και από τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, που δείχνουν ότι το 2020 ο συντελεστής ανισότητας Gini παρουσίασε αύξηση 3% σε σχέση με το 2018. Αν ξανακάναμε τον υπολογισμό σήμερα και με το δεδομένο του πληθωρισμού και με τους μισθούς στην πράξη στάσιμους, η εισοδηματική ανισότητα είναι ακόμη εντονότερη.

Όμως ο προϋπολογισμός ούτε αύξηση του κατώτατου μισθού προβλέπει ούτε αύξηση της κατώτατης σύνταξης. Η γραμμή της κυβέρνησης, κατά έμπνευση και παραγγελία του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, είναι τα επιδόματα πριμοδότησης της ατομικής κατανάλωσης απευθείας από τον προϋπολογισμό. Οι δωροεπιταγές ελεημοσύνης των εορτών σε αυτήν την πολιτική εντάσσονται.

Πρόκειται για το απόλυτο αδιέξοδο της καθεστωτικής πολιτικής. Στα 30 χρόνια του νεοφιλελευθερισμού, οι μειώσεις των μισθών καλύφθηκαν με την αύξηση του δανεισμού προς τα νοικοκυριά. Ήταν μια πολιτική αύξησης της κατανάλωσης, που κατάρρευσε το 2008. Παρά την κρίση που ακολούθησε την κατάρρευση των μισθών, τη διάλυση των εργασιακών σχέσεων και τη δημοσιονομική λιτότητα, η κερδοφορία δεν αποκαταστάθηκε και οι επενδύσεις παρέμειναν αναιμικές. Έτσι το σύστημα επανέλαβε την ίδια νεοφιλελεύθερη πολιτική της ενίσχυσης της κατανάλωσης, αυτήν τη φορά απευθείας από τον κρατικό προϋπολογισμό, με τη μορφή επιδομάτων. Στην τρέχουσα εικόνα η κατανάλωση έφτασε πλέον το πρωτοφανές 90% του ΑΕΠ και η κερδοφορία των επιχειρήσεων πριμοδοτείται από το κράτος. Είναι μια πολιτική που ενισχύει τον πληθωρισμό, που έχει έρθει υποτίθεται να καταπολεμήσει.

Το ερώτημα είναι αν αυτή η πολιτική είναι βιώσιμη. Είναι, για όσο καιρό κρατήσει το «μαξιλάρι», δηλαδή τα διαθέσιμα του κράτους. Στη συνέχεια θα είναι αδύνατο η Ελλάδα να συνεχίσει να δανείζεται με επιτόκια της τάξης του 5%, ακόμη και αν κάποιοι είναι διατεθειμένοι να δανείσουν τα χρήματα. Βέβαια, την κυβέρνηση ποσώς την ενδιαφέρει, αφού αυτό που θέλει είναι να πάει στις εκλογές όσο το δυνατόν πιο ανώδυνα. Όμως την κοινωνία την ενδιαφέρει να κατοχυρώσει, όσο είναι δυνατό, τη θέση της απέναντι στη νέα λαίλαπα. Αυτό δεν γίνεται με επιδόματα. Οι συνδικαλιστικοί αγώνες για μισθολογικές αυξήσεις και ανθρώπινες εργασιακές σχέσεις πρέπει να είναι η προτεραιότητα των συνδικάτων το επόμενο διάστημα.


ΤΟ ΠΑΡΟΝ

Σχολιάστε εδώ