Νίκος Κογιουμτσής στο “Π”: Η στήριξη των μικρομεσαίων επιχειρήσεων πρέπει να γίνει πιο ουσιαστική το 2023
Του
ΝΙΚΟΥ ΚΟΓΙΟΥΜΤΣΗ
Αντιπροέδρου Επαγγελματικού Επιμελητηρίου Αθηνών,
Αντιπροέδρου Εμπορικού Συλλόγου Αθηνών
Το 2022 τελικά αποδείχθηκε μια χρονιά δύσκολη, κυρίως λόγω της ακρίβειας και της ενεργειακής κρίσης. H ακρίβεια στα είδη βασικής ανάγκης, και όχι μόνο, που ξεπερνάει μεσοσταθμικά το 30%, έχει ψαλιδίσει κατά πολύ το διαθέσιμο προς κατανάλωση εισόδημα των ελλήνων πολιτών.
Οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις είδαν το λειτουργικό τους κόστος να εκτοξεύεται, ενώ σε πολλές περιπτώσεις η επιβάρυνση του ενεργειακού κόστους ισοδυναμεί με ένα ακόμα ενοίκιο για την επιχείρηση. Στις ενεργοβόρες ειδικά επιχειρήσεις, όπως οι φούρνοι, το εν λόγω κόστος υπερδιπλασιάστηκε, με δυσμενή αποτελέσματα για τον κλάδο. Ήδη 250 φούρνοι πανελλαδικά έβαλαν λουκέτο και, όπως αναφέρει η ομοσπονδία τους, άλλοι 500 ετοιμάζονται να κατεβάσουν ρολά. Όπως προκύπτει και από πρόσφατη έρευνα που έκανε η Pulse για λογαριασμό του Επαγγελματικού Επιμελητηρίου της Αθήνας, η ενέργεια (ηλεκτρικό ρεύμα, πετρέλαιο, φυσικό αέριο) απασχολεί σε μεγάλο βαθμό τους επαγγελματίες εμπόρους.
Από την ίδια έρευνα προκύπτει ότι πάνω από τους μισούς ερωτηθέντες απάντησαν ότι τα μέτρα στήριξης της Πολιτείας δεν είναι προς τη σωστή κατεύθυνση και όσοι απάντησαν ότι είναι θετικά ταυτόχρονα δήλωναν ότι δεν είναι επαρκή. Σε κάθε περίπτωση, φαίνεται ότι η επιδοματική πολιτική της κυβέρνησης δεν αποδίδει σε ικανοποιητικό βαθμό και δεν δίνει ουσιαστικές λύσεις στις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν νοικοκυριά και επιχειρήσεις.
Σε μια δύσκολη πραγματικά χρονική περίοδο, αυτό που προκαλεί εντονότερη ανησυχία στην αγορά είναι ότι δεν προβλέπεται άμεσα κάποια αποκλιμάκωση της ακρίβειας, που μαζί με το ενεργειακό φαίνεται ότι θα μας απασχολούν για τα επόμενα τουλάχιστον τρία χρόνια. Για αυτόν τον λόγο χρειάζονται άμεσες παρεμβάσεις, προσεκτικά βήματα και ουσιαστικές λύσεις. Η μικρομεσαία επιχειρηματικότητα, που αποτελεί διαχρονικά τον στυλοβάτη της εθνικής οικονομίας και της απασχόλησης, θα πρέπει να είναι στο επίκεντρο των όποιων παρεμβάσεων θα γίνουν από εδώ και στο εξής.
Μόνο με στοχευμένες και άμεσες ενέργειες, τόσο σε επίπεδο ρευστότητας όσο και σε επίπεδο φορολογίας και ειδικών ρυθμίσεων, θα δοθεί ο αναγκαίος χρόνος και χώρος σε χιλιάδες μικρομεσαίες επιχειρήσεις προκειμένου να πάρουν αναγκαίες ανάσες που θα τις καταστήσουν βιώσιμες. Τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα θα πρέπει να αλλάξουν τακτική, ύστερα και από την ουσιαστική πίεση της ίδιας της κυβέρνησης. Δεν μπορεί το 90% των μικρομεσαίων επιχειρήσεων να είναι αποκλεισμένο από οποιαδήποτε μορφής χρηματοδότηση. Να αλλάξει επιτέλους και η πολιτική των υπέρογκων προμηθειών και επιτοκίων και να μικρύνει η ψαλίδα ανάμεσα στα επιτόκια χορηγήσεων και στα επιτόκια καταθέσεων. Να προστατευθεί η πρώτη κατοικία των πραγματικά αδύναμων πολιτών.
Η πλειονότητα των μικρομεσαίων επιχειρήσεων είναι αποκλεισμένη και από προγράμματα χρηματοδότησης ΕΣΠΑ. Σε αυτά μπορεί να υπαχθεί, βάσει των κριτηρίων, μόνο το 6% των επιχειρήσεων. Από το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, με τα έως τώρα δεδομένα, αναμένεται να χρηματοδοτηθούν μόνο μεγάλες επιχειρήσεις. Οι μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις είναι σαν να έχουν χάσει το ματς από τα αποδυτήρια.
Ένα άλλο θετικό και παράλληλα σημαντικό βήμα είναι να εφαρμοστεί μια νέα ρύθμιση 120 δόσεων, η οποία θα περιλαμβάνει το σύνολο των οφειλών προς το Δημόσιο, αφού περικοπούν οι όποιες αυξήσεις δημιουργήθηκαν κατά την περίοδο των Μνημονίων και της πανδημίας. Η κατάργηση του μνημονιακού φόρου επιτηδεύματος θα έπρεπε να είχε ήδη επιτευχθεί για όλες τις επιχειρήσεις.
Είναι αναγκαίο να υπάρχει ένας ειδικός ακατάσχετος λογαριασμός, όπως βέβαια και το χτίσιμο του αφορολόγητου για όλους τους επαγγελματίες, όπως υπάρχει για όλες τις άλλες κοινωνικές ομάδες της χώρας. Για να κερδηθεί το στοίχημα της επόμενης χρονιάς, θα πρέπει να δοθεί αρχικά βαρύτητα στη στήριξη των ευάλωτων νοικοκυριών και επιχειρήσεων, ενώ τα επόμενα βήματα θα πρέπει να είναι ουσιαστικά, προσεκτικά και στοχευμένα και δεν θα πρέπει σε καμιά περίπτωση να διευρύνουν την ανισότητα μεταξύ μικρών και μεγάλων επιχειρήσεων, φτωχών και πλούσιων πολιτών.