Γιώργος Καββαθάς στο “Π”: Η εξάλειψη των μικρών επιχειρήσεων θα φέρει αύξηση της ανεργίας

Γιώργος Καββαθάς στο “Π”: Η εξάλειψη των μικρών επιχειρήσεων θα φέρει αύξηση της ανεργίας

Του
ΓΙΩΡΓΟΥ ΚΑΒΒΑΘΑ
Προέδρου της ΓΣΕΒΕΕ


Οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις, που έχουν δεχθεί την πιο σκληρή, αδικαιολόγητη και άδικη κριτική από τους οπαδούς του οικονομικού δαρβινισμού, συνέβαλαν όσο κανένας άλλος στην αύξηση της απασχόλησης το 2022!

Συγκεκριμένα, αν από όλους τους κλάδους της ελληνικής οικονομίας απομονώσουμε εκείνους τους κλάδους στους οποίους συγκεντρώνεται η μικρομεσαία επιχειρηματικότητα (μεταποίηση, κατασκευές, χονδρικό και λιανικό εμπόριο, επισκευή οχημάτων, καταλύματα, εστίαση, διαχείριση ακίνητης περιουσίας και επαγγελματικές, επιστημονικές και τεχνικές δραστηριότητες), η απασχόληση από το δεύτερο τρίμηνο του 2019 ως το δεύτερο τρίμηνο του 2022 αυξήθηκε κατά 6,15%. Στη συνολική οικονομία, αντίθετα, η συνολική απασχόληση αυξήθηκε λιγότερο: κατά 5,3%! Το θετικό αποτύπωμα των μικρομεσαίων επιχειρήσεων στην απασχόληση (μεταξύ πολλών άλλων πεδίων) επιβεβαιώνει ότι η τυχόν υλοποίηση των πολιτικών εξάλειψης των μικρών επιχειρήσεων από την ελληνική οικονομία θα σηματοδοτήσει μια αύξηση της ανεργίας. Και κατ’ επέκταση κοινωνική δυστυχία, μείωση της ζήτησης κ.ο.κ.

Η σημασία των μικρομεσαίων επιχειρήσεων στη δημιουργία θέσεων εργασίας είναι ένα από τα πολλά συμπεράσματα που περιλαμβάνονται στην ετήσια έκθεση του Ινστιτούτου Μικρών Επιχειρήσεων της ΓΣΕΒΕΕ, η οποία δόθηκε στη δημοσιότητα την Τετάρτη 14 Δεκεμβρίου. Η έκθεση, όπως κάθε χρόνο, συνοψίζει τις εξελίξεις σε όλη την έκταση της εθνικής οικονομίας, επικεντρώνει ωστόσο στις μικρές επιχειρήσεις, αναδεικνύοντας τη συμβολή και τις αδυναμίες τους.

Ιδιαίτερη μνεία, και με την ελπίδα η ανάδειξή τους να υποκινήσει τις δέουσες πολιτικές παρεμβάσεις, αξίζουν ενδεικτικά τα ακόλουθα συμπεράσματα:

Παρά το ιδιαίτερα υψηλό ποσοστό των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων που πραγματοποίησαν επενδύσεις το δεύτερο εξάμηνο του 2021, η πλειονότητα των επενδύσεων ήταν μικρής κλίμακας. Για το 55% των επιχειρήσεων το ύψος της επένδυσης ήταν έως 5.000 ευρώ. Η ίδια τάση καταγράφηκε και το πρώτο εξάμηνο του 2022. Για μία στις δύο επιχειρήσεις (51%) που πραγματοποίησε επενδύσεις το ύψος της επένδυσης ήταν έως 5.000 ευρώ.

Αλληλένδετο με το μικρό ύψος των επενδύσεων είναι ένα ακόμη εύρημα της ετήσιας έκθεσης του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ: Το 81% των επιχειρήσεων που πραγματοποίησαν επενδύσεις τις χρηματοδότησε με ίδιους πόρους. Επίσης, το 10% κάλυψε το κόστος τους μέσω προγραμμάτων χρηματοδότησης και το 4% μέσω τραπεζικού δανεισμού.

Οι πηγές εύρεσης των επενδυτικών πόρων φέρνουν στην επιφάνεια όλες τις κακοδαιμονίες της ελληνικής οικονομίας: Αν για να χρηματοδοτηθεί μια επένδυση πρέπει ο επιχειρηματίας να βάλει χρήματα από την τσέπη του, μοιραία τα κεφάλαια αυτά θα είναι μικρά, δηλαδή θα υπολείπονται του αναγκαίου ύψους για να μπορέσει η επιχείρησή του να αναπτυχθεί και να γίνει ανταγωνιστική. Περιττό να πούμε ότι η επιστράτευση προσωπικών οικονομιών για να αναπτυχθεί μια επιχείρηση ισοδυναμεί με φτωχοποίηση του επιχειρηματία και αποτελεί μια περιττή ανάληψη κινδύνων. Δείχνει ταυτόχρονα ότι η ελληνική οικονομία έχει ένα μοναδικό χαρακτηριστικό που τη διαφοροποιεί από οποιαδήποτε άλλη οικονομία: Δεν έχει τράπεζες! Παρά τα δεκάδες δισεκατομμύρια ευρώ που εξασφάλισαν οι τράπεζες για την ανακεφαλαιοποίησή τους, παρά τη μείωση των «κόκκινων» δανείων, τα οποία έστειλαν στους servicers, εξακολουθούν να κρατούν τα ταμεία κλειστά απέναντι στη μικρή επιχειρηματικότητα.

Ταυτόχρονα, το γεγονός ότι μόνο το 10% των επενδύσεων καλύπτεται από χρηματοδοτικά προγράμματα δείχνει ότι ο σχεδιασμός τους δεν αφορά τη μικρομεσαία επιχειρηματικότητα. Οι όροι σχεδόν πάντα είναι διαμορφωμένοι έτσι ώστε να αφορούν μια μικρή μειοψηφία των επιχειρήσεων και ποτέ αυτές που έχουν άμεση ανάγκη.

Δοθέντων των παραπάνω, δεν προκαλεί καμιά έκπληξη το γεγονός ότι τόσο το δεύτερο εξάμηνο του 2021 όσο και το πρώτο εξάμηνο του 2022 οι επενδύσεις που έγιναν από το μεγαλύτερο μέρος των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων ήταν κατά βάση επενδύσεις προσαρμογής ή συντήρησης και λιγότερο πραγματικής αύξησης της παραγωγικής ικανότητας των επιχειρήσεων. Συνάγεται επομένως ότι κατά τη μετα-πανδημική περίοδο η πλειοψηφία των επιχειρήσεων λειτουργεί σαν ουραγός, τρέχοντας να προλάβει να κάνει εκείνες τις επενδύσεις, κυρίως ψηφιακού μετασχηματισμού, που εξασφαλίζουν τη βιωσιμότητά της.

Στις δυσχέρειες που αντιμετωπίζουν οι επιχειρήσεις, μαζί με την έλλειψη χρηματοδότησης, προστίθενται και οι αυξήσεις των τιμών στην ενέργεια. Το δεύτερο εξάμηνο του 2021 το 61,5% των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων κατέγραψε αύξηση του κόστους ενέργειας και το 4,7% αύξηση του κόστους καυσίμων. Το πρώτο εξάμηνο του 2022 η κατάσταση επιδεινώθηκε. Το 88,4% κατέγραψε αύξηση στο κόστος ενέργειας και το 60,3% αύξηση στο κόστος καυσίμων οχημάτων. Μεσοσταθμικά, για τις μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις το κόστος ενέργειας αυξήθηκε κατά 76%. Τα ευρήματα των ερευνών του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ συμβαδίζουν με εκείνα της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής…

Τόσο τα ευρήματα της ετήσιας έκθεσης του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ όσο και η απήχηση που είχε η δημοσίευσή της στον δημόσιο διάλογο επισημαίνουν τη βαρύτητά της στην αποτύπωση της οικονομικής συγκυρίας και την ανάδειξη εκείνων των μέτρων πολιτικής που θα βελτιώσουν τη θέση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων.

Και ό,τι είναι καλό για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις είναι καλό για όλη την οικονομία…


ΤΟ ΠΑΡΟΝ

Σχολιάστε εδώ