Η Ευρώπη μετά την Ουκρανία

Η Ευρώπη μετά την Ουκρανία


Γράφει ο
ΠΕΡΙΚΛΗΣ  ΝΕΑΡΧΟΥ
Πρέσβυς ε.τ.


Πού πάει η Ευρωπαϊκή Έ­νωση, μετά τον πόλεμο στην Ουκρανία, το τέλος του οποίου δεν φαίνεται, άλλωστε, να είναι κοντά; Θα μπορέσει να ξαναβρεί μια διακριτή ταυτότητα ανεξάρτητης δυνάμεως ή θα εξελιχθεί σ’ ένα είδος Ατλαντικού συμπληρώματος της Αμερικανικής υπερδυνάμεως;

Τα ερωτήματα αυτά είναι εύλογα, μετά τα όσα έχουν επισυμβεί ως αποτέλεσμα του πολέμου στην Ουκρανία:
α. Η διακοπή κάθε είδους στρατηγικής συνεργασίας της Ευρώπης με τη Ρωσία.
β. Η ανάδειξη ενός φανατικά Ατλαντικού ΒΑ πόλου του ΝΑΤΟ στην Ευρώπη, με επίκεντρο την Πολωνία και με την προσθήκη σ’ αυτόν των μέχρι προ ολίγου ουδετέρων χωρών της Φινλανδίας και της Σουηδίας.
γ. Ο επανεξοπλισμός της Γερμανίας και ο τερματισμός της «Οστ Πολιτίκ» («Ανατολικής πολιτικής»), που είχε εγκαινιάσει ο Βίλλυ Μπράντ, πρώτα ως δήμαρχος του Βερολίνου και μετά ως Καγκελάριος. Η πολιτική αυτή είχε ως στόχο την υπέρβαση των διχασμών και την αντιπαράθεση μεταξύ των δύο συνασπισμών, ΝΑΤΟ και Συμφώνου της Βαρσοβίας, και την επανένωση της Γερμανίας. Η πολιτική αυτή είχε ως κεντρικό της άξονα την πολιτική ύφεση και την οικονομική συνεργασία ως μέσο για την προώθηση μιας ορισμένης συνδιαλλαγής και συλλογικής ασφάλειας μεταξύ των δύο πλευρών.

Η πολιτική αυτή ήταν το αντίστοιχο, στο Γερμανικό επίπεδο, της πολιτικής του Στρατηγού Ντε Γκωλ. Ο τελευταίος εκτιμούσε, από τη δεκαετία ήδη του 1960, ότι η Δύση, με την οικονομική και τεχνολογική της υπεροχή, είχε ήδη κερδίσει τον Ψυχρό Πόλεμο και ότι η Σοβιετική απειλή δεν έπρεπε να χρησιμοποιείται πλέον ως πρόσχημα για τον έλεγχο της Ευρώπης από τις ΗΠΑ. Η Ευρώπη θα έπρεπε, παράλληλα με την ενότητά της, να ανακτήσει την α­νεξαρτησία της.

Η Γερμανία, λόγω του εθνικού προβλήματος που αντιμετώπιζε, ως α­ποτέλεσμα του μοιρασμού της σε Δυτική και Ανατολική, επιφυλασσόταν απέναντι στη Γαλλική θέση, σε ό,τι αφορούσε το θέμα του ΝΑΤΟ. Θεωρούσε ως εντελώς απαραίτητη την Αμερικανική υποστήριξη για την αντιστάθμιση του Σοβιετικού όγκου και των πυρηνικών του όπλων.

Με την επιφύλαξη αυτή, ο Καγκελάριος Αντενάουερ υπέγραψε με τον Γάλλο Πρόεδρο Στρατηγό Ντε Γκωλ τη Γαλλο-Γερμανική Συμφωνία των Ηλυσίων, το 1964, η οποία έθεσε τη βάση μιας ειδικής Γαλλο-Γερμανικής σχέσεως για την προώθηση της Ευρωπαϊκής ενότητας. Ο Στρατηγός Ντε Γκωλ, ο οποίος αντιτάχθηκε, στη δεκαετία του ’50, στο Αμερικανικό σχέδιο δημιουργίας Ευρωπαϊκού Στρατού, στο πλαίσιο του οποίου θα επανεξοπλιζόταν η Γερμανία, θεωρούσε ότι η συμφιλίωση και η στενή συνεργασία μεταξύ Γαλλίας και Γερμανίας ήταν προϋπόθεση για την προώθηση οποιασδήποτε ιδέας για Ευρωπαϊκή ενοποίηση αλλά και ανεξαρτησία. Στο σημείο αυτό καλό είναι να γίνει μια υποσημείωση, επειδή ορισμένοι στην Ελλάδα και στην Κύπρο επικαλούνται, κατά λανθασμένο τρόπο, το Γαλλο-Γερμανικό παράδειγμα για να εισηγηθούν, άκριτα, το ίδιο για την Ελλάδα και την Τουρκία, ότι η Γαλλο-Γερμανική συμφιλίωση δεν έγινε με κατεχόμενες την Αλσατία και την Λωρραίνη, που διεκδικούσε η Γερμανική πλευρά. Επεστράφησαν στη Γαλλία μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, και πάνω σ’ αυτήν τη βάση έγινε μετά η συμφιλίωση των δύο χωρών.

Ο Στρατηγός Ντε Γκωλ, θέλο­ντας να κατοχυρώσει την ανεξαρτησία της Γαλλίας, την απέσυρε από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ, το 1966, και παρουσίασε το παράδειγμά της ως πρωτοπορία ενός αγώνα για την ανεξαρτησία, παράλληλα με την ενοποίηση, ολόκληρης της Ευρώπης. Από την ενοποίηση αυτή απέκλειε, πριν από την παγίωσή της, τη Μ. Βρετανία, την οποία έβλεπε ως Δούρειο ίππο των ΗΠΑ, που θα υπονόμευε ακριβώς εκ των έσω το εγχείρημα για την ενοποίηση και την ανεξαρτησία της Ευρώπης.

Η πτώση του τείχους και η επανένωση της Γερμανίας αντιμετωπίσθηκε με στρατηγική αμηχανία τόσο από τον Γάλλο Πρόεδρο Μιτεράν όσο και από τη Βρετανίδα πρωθυπουργό Θάτσερ. Πρωτοστατούντος του Αμερικανού Προέδρου Ρήγκαν, η επανένωση της Γερμανίας συντελέσθη με υποσχέσεις και «εγγυήσεις» του Γερμανού Καγκελαρίου Κολ προς τον Γάλλο Πρόεδρο ότι η επανενωμένη Γερμανία δεν θα επέλεγε κάποιον ανεξάρτητο ή ουδέτερο ρόλο στην Ευρώπη, αλλά θα παρέμενε αγκυροβολημένη στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Ένας από τους τρόπους για να γίνει αυτό συμφωνήθηκε να είναι η Ευρωπαϊκή νομισματική ενοποίηση και η δημιουργία του Ευρώ.

Πού οδηγήθηκε τελικά το Ευ­ρώ, είναι ένα άλλο κεφάλαιο. Η Γερμανία επωφελήθηκε από αυτό για να παγιώσει μια ηγεμονική θέση στην Ευρωπαϊκή Έ­νωση, εφόσον της νομισματικής ενώσεως ούτε προηγήθηκε ούτε επακολούθησε μια πραγματική πολιτική ένωση. Η Γερμανία, πάντως, κινούμενη από τη δυναμική που δημιούργησε τόσο η «Οστ Πολιτίκ» όσο και η επανένωση, όπως επίσης από το δέλεαρ μιας άφθονης, ασφαλούς και φθηνής ενέργειας, ανέπτυξε στρατηγικές σχέσεις συνεργασίας με τη Ρωσία του Πούτιν, που διαδέχθηκε τον μοιραίο για τη Σοβιετική Ένωση και τη Ρωσία, μετέπειτα, Πρόεδρο Γιέλτσιν.

Η συνεργασία αυτή της Ευρώπης με τη Ρωσία, και ιδιαίτερα της Γερμανίας, αντιμετωπίσθηκε με μεγάλη καχυποψία και ανησυχία από τις ΗΠΑ. Οι τελευταίες εκτιμούν ότι η ανάπτυξη στρατηγικής οικονομικής συνεργασίας μεταξύ Ευρώπης και Ρωσίας είναι ευθέως ανταγωνιστική της Ευρω-Ατλαντικής σχέσεως, γιατί οδηγεί σε αμοιβαία κοινά Ευρω-Ρωσικά συμφέροντα, που καταλήγουν σε χαλάρωση της Ευρω-Ατλαντικής σχέσεως, σε ξεχωριστά Ευρωπαϊκά συμφέροντα και σε υπονόμευση της ιδέας του κοινού εχθρού, που είναι η Ρωσία, πάνω στην οποία στηρίζεται η αναγκαιότητα και η αλληλεγγύη του ΝΑΤΟ.

Η μεγάλη διεύρυνση της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, το 2004, από την οποία επωφελήθηκε και η Κύπρος, έγινε με ενεργό υποστήριξη των ΗΠΑ, που ήθελαν να αντισταθμίσουν τον Γαλλο-Γερμανικό άξονα, με τις φιλο-Ατλαντικές χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, με επικεφαλής την Πολωνία. Οι τελευταίες είχαν αποδεσμευθεί από τον Ρωσικό γεωπολιτικό έλεγχο, μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ενώσεως.

Η Αμερικανική υψηλή στρατηγική, παρά τις αρχικές διαβεβαιώσεις προς τον τελευταίο Σοβιετικό ηγέτη Γκορμπατσώφ, ότι το ΝΑΤΟ δεν θα επεκτεινόταν πέραν των Γερμανικών συνόρων, επωφελούμενη από την εσχάτη αδυναμία στην οποία είχε περιέλθει η μετασοβιετική Ρωσία του Γιέλτσιν, έθεσε ως στόχο να προωθήσει ανατολικά το ΝΑΤΟ μέχρι και τα Ρωσικά σύνορα και να αξιοποιήσει την έλξη που ασκούσε η Ευρωπαϊκή Ένωση στις χώρες της Ανατολικής και της ΝΑ Ευρώπης για να προωθήσει σε συζυγία το ΝΑΤΟ και την Ευρωπαϊκή Ένωση, με τη μορφή ενός δίδυμου Ευρω-Ατλαντικού θεσμού.

Παρουσιάσθηκε έτσι το εξής φαινόμενο: το ΝΑΤΟ, το οποίο έπρεπε λογικά να εκλείψει, μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ενώσεως και του αντίπαλου συνασπισμού, όχι μόνο επιβίωσε, αλλά έγινε στην Ευρώπη κυρίαρχο στην Ευρω-Ατλαντική σχέση, υπερκεράζοντας ακόμη και την Ευρωπαϊκή Ένωση. Ο Γάλλος Πρόεδρος Σαρκοζί επανέφερε τη Γαλλία στο στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ, το 2009, με τη θεωρία ότι το ΝΑΤΟ θα εξελισσόταν σ’ έναν οργανισμό δύο ισοτίμων πυλώνων, ενός Αμερικανικού και ενός Ευρωπαϊκού, στον οποίο θα διεδραμάτιζε πρωταγωνιστικό ρόλο η Γαλλία. Το σχήμα αυτό θα συμβίβαζε, υποτίθεται, την αντίθεση μεταξύ ΝΑΤΟ και ανεξάρτητου Ευρωπαϊκού Στρατού. Βρισκόμαστε, ό­μως, πολύ μακριά από ένα τέτοιο σχήμα.

Με τα δεδομένα αυτά και με τον πόλεμο στην Ουκρανία ακόμη σε εξέλιξη, παραμένουν ανοιχτά τα ερωτήματα για το πού βαδίζει και πού θα οδηγηθεί η Ευρωπα­ϊκή Ένωση. Η Ατλαντική Ευρώπη είναι, προς το παρόν, σε μεγάλη προέλαση.


ΤΟ ΠΑΡΟΝ

Σχολιάστε εδώ