Σε πορεία αναβάθμισης η στρατηγική θέση της Ελλάδος

Σε πορεία αναβάθμισης η στρατηγική θέση της Ελλάδος

Ρευστή και επισφαλής η διεθνής κατάσταση


Του
ΧΡΗΣΤΟΥ Θ. ΜΠΟΤΖΙΟΥ
Πρέσβη ε.τ.


Όταν στις 24 Φεβρουαρίου τ.ε. τα ρωσικά στρατεύματα εισέβαλαν στην Ουκρανία, κανείς δεν ανέμενε ότι ο πόλεμος μεταξύ των δύο χωρών θα λάμβανε τόση έκταση και ότι θα διαρκούσε τόσους μήνες – ή και χρόνια. Πιστεύαμε ότι με τη μεσολάβηση των χωρών της Δύσης και των διεθνών οργανισμών οι εχθροπραξίες θα σταματούσαν και θα άρχιζαν οι διαπραγματεύσεις για επίλυση των διαφορών, λίγο – πολύ γνωστών για τους ασχολούμενους με τα διεθνή θέματα και τις σχέσεις μεταξύ των κρατών. Και όμως ο πόλεμος συνεχίζεται και κανείς δεν μπορεί να προβλέψει πότε θα σταματήσει.

Λίγες μέρες μετά την εισβολή, από αυτές τις στήλες γράφαμε ότι τα αίτια του πολέμου ήταν, κυρίως, γεωπολιτικής φύσης. Με την εισβολή η Ρωσία απέβλεπε στην αποτροπή ένταξης της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ, που κατά εκτίμηση της πολιτικής ηγεσίας της αποσκοπούσε στην περικύκλωσή της, στον οικονομικό στραγγαλισμό και στην απομόνωσή της από τον Δυτικό Κόσμο. Βέβαια δεν ήταν μόνο αυτοί οι λόγοι. Μέχρι στιγμής, το μόνο που σίγουρα έχει συντελεσθεί είναι η ολοσχερής, σχεδόν, καταστροφή των υποδομών της Ουκρανίας, με χιλιάδες θύματα εκατέρωθεν και έναν τεράστιο αριθμό αμάχων που εγκατέλειψαν τη χώρα παίρνοντας τον δρόμο της προσφυγιάς.

Οι δυτικές χώρες, μέλη του ΝΑΤΟ και της ΕΕ, παρά την ομόφωνη καταδίκη της εισβολής, δεν έχουν κατορθώσει να συμβάλουν, με ενεργή μεσολάβηση, στην επίτευξη παύσης των εχθροπραξιών και στην έναρξη ουσιαστικών διαπραγματεύσεων για ειρήνευση. Αντιθέτως, με την ενίσχυση της Ουκρανίας με πολεμικό υλικό επιτυγχάνεται η συνέχιση του πολέμου και των καταστροφών. Αυτή η συμπεριφορά ωθεί πολλούς να διερωτώνται «μήπως ο συνεχιζόμενος πόλεμος υποκρύπτει και ανομολόγητες επιδιώξεις;».

Οι συνέπειες όμως για τους ευρωπαίους πολίτες και ευρύτερα τη διεθνή κοινωνία είναι γνωστές και τις βιώνουν οι πολίτες της καθημερινά. Εκτός του ρωσοουκρανικού πολέμου, αναταράξεις στη διεθνή κοινωνία έχει προκαλέσει και η συνεχιζόμενη οικονομική κρίση, που ξεκίνησε το 2008, με αλματώδη άνοδο της τιμής των αγαθών, ανεργία, χρεοκοπίες και απορρύθμιση των διεθνών αγορών και μεγάλα κύματα προσφύγων και οικονομικών μεταναστών.

Στις παραπάνω εξελίξεις που απειλούν τη διεθνή ειρήνη και σταθερότητα θα πρέπει να προστεθεί και η πανδημία του κορονοϊού, η διάρκεια της οποίας δεν έχει προηγούμενο, όπως και οι σημειούμενες ξηρασίες διαρκείας, πλημμύρες και άλλες φυσικές καταστροφές, τις οποίες οι ειδικοί επιστήμονες αποδίδουν στην κλιματική αλλαγή, που οφείλεται, κυρίως, στις ανθρώπινες επεμβάσεις στη φύση. Πολλοί εκφράζουν μια δίκαιη απορία: Πώς είναι δυνατόν στη σημερινή εποχή να μην μπορούν να αντιμετωπισθούν τέτοιες καταστάσεις που απορρυθμίζουν τη ζωή των πολιτών και τη συνεργασία μεταξύ των λαών, όταν η διεθνής κοινότητα διαθέτει τα κατάλληλα μέσα και οργανισμούς που έχουν συσταθεί για την πρόληψη και την αντιμετώπισή τους;

Ο ΟΗΕ ιδρύθηκε και λειτουργεί για την εμπέδωση της ειρήνης και της συνεργασίας μεταξύ των χωρών-μελών, ο ΟΟΣΑ και το ΔΝΤ για την οικονομική συνεργασία, ο ΔΟΥ για την υγεία κ.ά. Θα μπορούσαν να προστεθούν ο ΟΑΣΕ και το ΝΑΤΟ, το οποίο, παρά τη διάλυση του Συμφώνου της Βαρσοβίας, εξακολουθεί να διατηρεί έναν σταθεροποιητικό ρόλο. Παρά την ύπαρξη των διεθνών οργανισμών, γενική είναι η αντίληψη ότι η διεθνής κατάσταση χαρακτηρίζεται από ρευστότητα και ανασφάλεια.

Έγκυροι αναλυτές των διεθνών σχέσεων την αποδίδουν στο γεγονός ότι η παγκοσμιοποίηση, που ακολούθησε την κατάρρευση των καθεστώτων του υπαρκτού σοσιαλισμού –εκτός Κίνας–, αντί να οδηγήσει σε μεγαλύτερη σταθερότητα και συνεργασία μεταξύ των λαών, διεύρυνε τις κοινωνικές ανισότητες, χαρακτηριστικό –όπως υποστηρίζεται– των συστημάτων ελεύθερης αγοράς.

Από τη ρευστότητα που παρατηρείται στη διεθνή κοινωνία και τον ρωσοουκρανικό πόλεμο επωφελήθηκε η Τουρκία, η οποία, αποστασιοποιούμενη από τις άλλες χώρες-μέλη του ΝΑΤΟ στην επιβολή κυρώσεων κατά της Ρωσίας, διαφοροποιείται συνεχώς από τη Δύση, διεκδικώντας ρόλο μεγάλης περιφερειακής δύναμης στον χώρο της Ανατολικής Μεσογείου. Με τη δημιουργία τεχνητών εντάσεων προβάλλει αναθεωρητικές θέσεις για το status quo στο Αιγαίο, αμφισβητώντας παράλληλα και ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα. Κύρια επιδίωξη του τούρκου Προέδρου είναι να καταστήσει την Τουρκία κυρίαρχη δύναμη της ευρύτερης περιοχής και προς την κατεύθυνση αυτή επικαλείται την κοινή θρησκεία, το Ισλάμ, και τις ιστορικές παραδοσιακές σχέσεις με τις αραβικές και άλλες χώρες της περιοχής, πολιτική που ονομάζεται νεοοθωμανισμός.

Όπως, πολύ σωστά, παρατηρούσε ευφυής και έμπειρος έλληνας διπλωμάτης σε συνομιλίες με διπλωματικούς και άλλους παράγοντες χώρας της Μέσης Ανατολής, όπου υπηρετούσε ως πρέσβης της Ελλάδος, οποιοδήποτε μνημείο υλικής ή πνευματικής υπόστασης συναντάται στον μεσανατολικό χώρο είναι ελληνικής ή ελληνιστικής, ρωμαϊκής, φραγκικής και αραβικής προέλευσης. Τίποτα σχεδόν δεν μαρτυρεί την οθωμανική περίοδο.

Η ρευστότητα και η ανασφάλεια που επικρατεί διεθνώς και η τουρκική προκλητικότητα και παραβατικότητα στο Αιγαίο επιβάλλουν στην ελληνική εξωτερική πολιτική και διπλωματία συνεχή επαγρύπνηση, προσεκτική και ενδελεχή παρακολούθηση και ανάλυση των γεγονότων, ανεξάρτητα από το αν εξελίσσονται στην περιοχή μας ή μακρύτερα. Γεγονότα ιδιαίτερης σημασίας λειτουργούν, ως προς τις επιπτώσεις, εν είδει συγκοινωνούντων δοχείων. Συγχρόνως πρέπει να προωθείται η συνεργασία και η σύναψη συμμαχιών κυρίως με χώρες που αντιμετωπίζουν ίδιες ή παρόμοιες προκλήσεις και απειλές. Να παραμείνει σταθερή και ενεργή η συμμετοχή μας στην ΕΕ και στο ΝΑΤΟ, που με τη σειρά τους οφείλουν να δείξουν έμπρακτη συμπαράσταση προς την Ελλάδα έναντι των τουρκικών απειλών.

Η παρατηρούμενη και διαπιστούμενη, συνεχής και σταθερή, απομάκρυνση της Τουρκίας από τη Δύση αναδεικνύει την Ελλάδα –όπως αναφέρουν και ξένοι έγκυροι αναλυτές– σε σταθερό πυλώνα για την ασφάλεια του δυτικού κόσμου και πολιτισμού, του οποίου θεωρείται και είναι το λίκνο. Κύριο, ασφαλώς, μέλημα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής παραμένει η προστασία της Κυπριακής Δημοκρατίας και του Κυπριακού Ελληνισμού.

Η γεωπολιτική θέση της Ελλάδος και οι ιστορικές διαφορές μεταξύ παλαιών και νεοσύστατων χωρών της Βαλκανικής επιβάλλουν και την ανάπτυξη μιας περιφερειακής διπλωματικής δραστηριότητας, στο πλαίσιο μιας πολυδιάστατης εξωτερικής πολιτικής. Η ορατή αναβάθμιση της στρατηγικής-γεωπολιτικής θέσης της Ελλάδος πρέπει να συνοδεύεται και από ενίσχυση των δομών της εξωτερικής μας πολιτικής, που εκφράζεται, κυρίως, από τις υπηρεσίες του υπουργείου Εξωτερικών.

Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ


Σχολιάστε εδώ