Χριστόφορος Βερναρδάκης στο “Π”: Η δημοκρατική μεταρρύθμιση του κράτους είναι επείγουσα
Του
ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ ΒΕΡΝΑΡΔΑΚΗ
Πανεπιστημιακού – Βουλευτή ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ Α’ Αθήνας
Η επόμενη δημοκρατική κυβέρνηση πρέπει απαραιτήτως να έχει έτοιμο ένα σχέδιο βαθιών διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων για το κράτος. Το νήμα αυτών των μεταρρυθμίσεων πρέπει να είναι η έμπρακτη και μεθοδική αλλαγή της μορφής του «διπλού κράτους» που έχει διαμορφωθεί τα τελευταία χρόνια. Τι είναι το «διπλό κράτος»; Είναι ένα κράτος που έχει δύο διακριτά επίπεδα:
– ένα επίπεδο που είναι προσπελάσιμο, έστω και τυπικά, από τους δημοκρατικούς θεσμούς και την πολιτική αντιπροσώπευση (Ιδεολογικοί Μηχανισμοί του Κράτους, Κοινωνικό Κράτος, Δημόσια Διοίκηση και Αυτοδιοίκηση) και
– ένα δεύτερο επίπεδο που είναι απροσπέλαστο από την πολιτική αντιπροσώπευση και τον κοινωνικό έλεγχο και λειτουργεί ως θεσμικό στεγανό υποσύστημα του κεφαλαίου. Στο επίπεδο αυτό εντάσσονται οι θεσμοί της «Οικονομικής Διακυβέρνησης» (τράπεζες και χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί, οικονομικά funds, υπερταμεία και οργανισμοί ιδιωτικοποίησης και αξιοποίησης δημόσιας περιουσίας, φορολογικοί μηχανισμοί), η Δικαιοσύνη, οι Μηχανισμοί Καταστολής, οι Διοικητικές Αρχές Οικονομικής Ρύθμισης (Επιτροπή Ανταγωνισμού, Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας κ.λπ.), καθώς και στεγανοποιημένα από μηχανισμούς ελέγχου τμήματα της κρατικής Διοίκησης (το παράδειγμα της ΕΥΠ είναι το πιο χαρακτηριστικό).
Η στρατηγική ιδέα του νεοφιλελευθερισμού, που την εφαρμόζει απαρέγκλιτα τις τελευταίες δεκαετίες σε σχέση με το κράτος, είναι να μειώνει συστηματικά τον χώρο που καταλαμβάνει το πρώτο επίπεδο και να επεκτείνει διαρκώς το δεύτερο επίπεδο. Να μεταφέρει, δηλαδή, έξω από τη σφαίρα του πολιτικού και κοινωνικού ελέγχου μεγάλα κομμάτια πολιτικής – διοικητικής ύλης και οικονομικής ρύθμισης, καθώς και αρμοδιότητες διαχείρισης δημοσίων αγαθών και δημόσιας περιουσίας.
Η στρατηγική της κυβέρνησης Μητσοτάκη για το «διπλό κράτος» εφαρμόστηκε από την πρώτη κυριολεκτικά ημέρα ανάληψης της κυβερνητικής εξουσίας, με τρεις εμβληματικές νομοθετικές αντιμεταρρυθμίσεις:
α) τη νομοθέτηση του «επιτελικού κράτους», με στόχο να συγκεντρωποιήσει τις κρίσιμες πολιτικές και οικονομικές επιλογές και να ελέγξει απόλυτα τις σχέσεις μεταξύ οικονομικών κέντρων και νομοθετικής εξουσίας,
β) τον έλεγχο των ελεγκτικών μηχανισμών του κράτους, δημιουργώντας στην ουσία μια Εθνική Αρχή Αδιαφάνειας, με στόχο να περιορίσει ασφυκτικά τους ελέγχους νομιμότητας και να συσκοτίσει τις μεγάλες ή μικρότερες υποθέσεις κακοδιαχείρισης και διαφθοράς και
γ) την τοποθέτηση της ΕΥΠ υπό τον εποπτικό έλεγχο του πρωθυπουργικού γραφείου, ελέγχοντας την πρόσβαση σε κάθε μορφής και είδους «πληροφορία». Μάλιστα, η πολιτική αυτή επεκτάθηκε πρόσφατα με την καθολική αυθαιρεσία του «κρατικού απορρήτου» έναντι της Βουλής (πρόκειται για ακραίο παράδειγμα διοικητικο-πολιτικής οχύρωσης ενός παράλληλου κράτους) και τη διαστολή της έννοιας της «εθνικής ασφάλειας» (γεγονός που επανέφερε και επικαιροποίησε στον κρατικό μηχανισμό την παράδοση του «εσωτερικού εχθρού»).
Η βαθιά αντιμεταρρύθμιση της Δεξιάς του Κυρ. Μητσοτάκη συμπληρώθηκε, βεβαίως, από τη μεθοδική συρρίκνωση του Κοινωνικού Κράτους και την ακραία διαχείριση του καθεστώτος των απευθείας αναθέσεων, που αγγίζει αισίως πλέον τα 8 δισ. ευρώ μέσα σε μία τριετία διακυβέρνησης.
Τούτων δοθέντων, για τις αριστερές και δημοκρατικές δυνάμεις τίθεται ένα μείζον καθήκον στη σημερινή συγκυρία: η επεξεργασία και, κυρίως, η εφαρμογή μιας στρατηγικής βαθέος και διαρκούς εκδημοκρατισμού του σύγχρονου κράτους. Δηλαδή, η άρση της δομικής διάκρισης του «διπλού κράτους». Είναι ανάγκη βεβαίως να ξεκινήσει κανείς από τα βασικά, να αποδομήσει χωρίς δικλίδες και «δεύτερες σκέψεις» την αντιδημοκρατική θεσμική συγκρότηση της κυβέρνησης Μητσοτάκη
• καταργώντας τη νομοθεσία του «επιτελικού κράτους»,
• αναδιοργανώνοντας εκ βάθρων την Εθνική Αρχή Διαφάνειας και την ΕΥΠ,
• καταργώντας από θέση αρχής κάθε λογής «απόρρητο» απέναντι στον κοινοβουλευτικό έλεγχο,
• αναδιοργανώνοντας τις σχέσεις Πολιτικής / Οικονομίας, με κεντρική στόχευση την επιστροφή του σχεδιασμού και της εφαρμογής της «οικονομικής διακυβέρνησης» στο πλαίσιο της Δημοκρατικής Πολιτείας,
• αναγνωρίζοντας σε κάθε φυσικό πρόσωπο δικαίωμα πρόσβασης σε όλες τις αποφάσεις της Διοίκησης, καθώς και στα έντυπα και ψηφιακά κρατικά Αρχεία (εξαιρουμένων των προσωπικών δεδομένων),
• οργανώνοντας μια δομική αναθεώρηση των οργανισμών (οργανογραμμάτων) των υπουργείων και των κρατικών οργανισμών, επαναφέροντας αρμοδιότητες που έχουν εκχωρηθεί εκτός της οργανωμένης Πολιτείας,
• επαναφέροντας ένα ανοικτό και αξιοκρατικό σύστημα επιλογής των διευθυντικών στελεχών του κράτους,
• νομοθετώντας την ενιαία διοικητική λειτουργία των Ανεξάρτητων Αρχών, με αυστηρή τήρηση κανόνων περί «μη σύγκρουσης συμφερόντων».
Οι παρεμβάσεις αυτές είναι οι στοιχειώδεις. Απαραίτητες, όμως, για μια νέα αρχή, που θα αποδομήσει τη σημερινή θεσμική υποταγή του κράτους και της πολιτικής στο κεφάλαιο και θα επαναφέρει τη δημοκρατική νομιμοποίηση στην άσκηση της Διοίκησης.
Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ