Δημήτρης Βίτσας στο “Π”: Η ακρίβεια δεν αντιμετωπίζεται με επικοινωνιακά μερεμέτια
Του
ΔΗΜΗΤΡΗ ΒΙΤΣΑ
Αντιπροέδρου της Βουλής των Ελλήνων,
Βουλευτή ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ Δυτικής Αθήνας
Οι τελευταίες ενδείξεις για την πορεία του πληθωρισμού φαίνεται να επιβεβαιώνουν μια τάση μερικής επιβράδυνσης, χωρίς αυτό να σημαίνει και αποκλιμάκωση.
Αντιθέτως, όλα δείχνουν ότι οι πληθωριστικές πιέσεις κάθε άλλο παρά παροδικές θα είναι. Πολύ περισσότερο, αυτή η επιβράδυνση δεν μεταφράζεται σε πραγματικές μειώσεις στις τιμές των προϊόντων, κυρίως δε των προϊόντων ευρείας λαϊκής κατανάλωσης, στα οποία οι ανατιμήσεις συνεχίζονται, και μάλιστα με μεγαλύτερο ρυθμό από τον μέσο όρο. Τα λαϊκά νοικοκυριά είναι εκ των πραγμάτων υποχρεωμένα να δαπανούν το μεγαλύτερο μέρος του ούτως ή άλλως φθίνοντος εισοδήματός τους για την εξασφάλιση βασικών ειδών διαβίωσης. Όταν βλέπουμε να τοποθετούνται αντικλεπτικά σε βρεφικές τροφές και κονσερβοποιημένα τρόφιμα, τα πράγματα έχουν φτάσει σε οριακό σημείο.
Αυτό δεν είναι ατύχημα, αλλά αποτέλεσμα κυβερνητικής μεθόδου. Όπως έγινε και κατά την περίοδο της πανδημίας, η κυβέρνηση Μητσοτάκη έχει μετατρέψει τη δίδυμη κρίση ενέργειας και ακρίβειας σε ευκαιρία για να προωθήσει το στρατηγικό της σχέδιο. Δηλαδή, τη μεταφορά πλούτου από τα χαμηλά και μεσαία εισοδηματικά στρώματα προς τα υψηλότερα. Πρόκειται για μια αναδιανομή του πλούτου, αλλά από την ανάποδη. Τα υπέρογκα κέρδη που σημειώνουν, ενδεικτικά, οι ιδιώτες ενεργειακοί πάροχοι και οι μεγάλες αλυσίδες σούπερ μάρκετ, την ίδια ώρα που η κοινωνία φτωχοποιείται, μαρτυρούν του λόγου το αληθές.
Ο ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ έχει επισημάνει, με τρόπο αναλυτικό και τεκμηριωμένο, πώς ο πληθωρισμός γίνεται στα χέρια της κυβέρνησης εργαλείο ενθάρρυνσης της αισχροκέρδειας και της κερδοσκοπίας, την οποία στη συνέχεια η ίδια έρχεται να επιδοτήσει. Σε όλη τη διαδρομή αυτού του κύκλου, η κύρια στόχευση της κυβέρνησης είναι πάντα η ίδια. Και παρά τις πομπώδεις ανακοινώσεις του οικονομικού επιτελείου, αυτή η στόχευση ποτέ δεν είναι η ελάφρυνση του βάρους για την κοινωνία. Και δεν μπορεί να κρύβεται άλλο πίσω από επικοινωνιακά τερτίπια. Ο πολίτης αντιλαμβάνεται την πραγματικότητα μπροστά στο ταμείο ή ανοίγοντας τους λογαριασμούς του νοικοκυριού του. Η τακτική της εικονικής πραγματικότητας μπορεί να έχει τη χρησιμότητά της, ιδίως για μια κυβέρνηση που έχει βασίσει την πολιτική της ύπαρξη στην επικοινωνία, αλλά η χρησιμότητα αυτή είναι περιορισμένη. Με άλλα λόγια, η κοροϊδία του κόσμου έχει, επιτέλους, κάποια όρια.
Απέναντι σε αυτήν τη μεθόδευση, μια προοδευτική πολιτική κατά του πληθωρισμού και της ακρίβειας πρέπει να στοχεύει στην καρδιά του προβλήματος με ουσιαστικές κινήσεις προς τρεις βασικές κατευθύνσεις: Πρώτον, στήριξη όσων πλήττονται περισσότερο από τις ανατιμήσεις, δηλαδή των φτωχότερων λαϊκών στρωμάτων. Δεύτερον, διορθωτικές των μηχανισμών αναδιανομής εισοδήματος παρεμβάσεις, ιδίως δε γενναία φορολόγηση των υπερκερδών. Τρίτον, έλεγχος των τιμών και των περιθωρίων κέρδους, όχι μόνο στο λιανεμπόριο αλλά σε όλα τα στάδια από την παραγωγή στην κατανάλωση. Μόνο με αυστηρούς κανόνες και εντατικούς ελέγχους μπορεί να αναχαιτιστεί η κερδοσκοπία και η αισχροκέρδεια. Και για να είναι αυτοί οι έλεγχοι αποτελεσματικοί χρειάζεται στελέχωση, αναβάθμιση και εκσυγχρονισμός των σχετικών υπηρεσιών. Το ακριβώς αντίθετο, δηλαδή, από την αποδυνάμωσή τους, η οποία επίσης ήταν εξαρχής η πολιτική επιλογή της κυβέρνησης Μητσοτάκη.
Και στους τρεις αυτούς πυλώνες ο ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ έχει καταθέσει συγκεκριμένες προτάσεις, οι οποίες λειτουργούν ως ένα συνεκτικό σύνολο. Εντελώς ενδεικτικά μπορούμε να αναφερθούμε στη θέσπιση ανώτατου συντελεστή κέρδους στην παραγωγή ενέργειας στο 5% και ανώτατου ορίου τιμής λιανικής ηλεκτρικής ενέργειας ανά μεγαβατώρα, στην επιβολή διατίμησης στη λιανική αγορά φυσικού αερίου και πετρελαιοειδών, στη μείωση του ΕΦΚ στα καύσιμα στον χαμηλότερο συντελεστή της ΕΕ και τη μείωση του ΦΠΑ στα τρόφιμα στο 6%, στην αύξηση κατώτατου μισθού στα 800 ευρώ και στη θέσπιση μηχανισμού τιμαριθμικής αναπροσαρμογής σε ετήσια βάση για μισθούς ιδιωτικού και δημόσιου τομέα.
Βασικά εργαλεία –και άρα και στόχος– της πρώτης περιόδου της προοδευτικής διακυβέρνησης είναι η επανακρατικοποίηση της ΔΕΗ, ώστε να ελέγχονται οι τιμές στην ενέργεια, και η υπαγωγή μιας τουλάχιστον εκ των συστημικών τραπεζών (π.χ. της Εθνικής) σε δημόσιο έλεγχο, ώστε να στηριχθεί μια πολιτική ελαφρύνσεων των μεσαίων στρωμάτων με φτηνό δανεισμό. Ένας νέος αναπτυξιακός νόμος που θα αξιοποιεί τις δυνατότητες του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας είναι αναγκαίος ώστε να αξιοποιηθούν οι ιδιαίτερες παραγωγικές δυνάμεις της εγχώριας οικονομίας. Καθώς και ένα σχέδιο ανάπτυξης των δημόσιων υποδομών και προστασίας των ευάλωτων, είτε είναι νοικοκυριά είτε επιχειρήσεις (μεγάλες η μικρομεσαίες). Συγχρόνως, η δημόσια παιδεία και η δημόσια υγεία θα πρέπει να αντιμετωπιστούν και ως αναπτυξιακές διαδικασίες που συμβάλλουν στην εκτόξευση της οικονομικής δραστηριότητας αλλά και στην πραγματική προστασία των βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Όλες αυτές οι παρεμβάσεις, όμως, απαιτούν μια ριζικά διαφορετική πολιτική στόχευση και την αποδοχή της ανάγκης της κρατικής παρέμβασης στην οικονομία, μακριά από τη νεοφιλελεύθερη ιδεοληψία της σημερινής κυβέρνησης. Η πολιτική αλλαγή που θα έρθει με την πτώση της τελευταίας και την ανάδειξη μιας νέας δημοκρατικής και προοδευτικής διακυβέρνησης με κορμό τον ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ γίνεται, έτσι, αίτημα επιβίωσης των λαϊκών στρωμάτων και της κοινωνικής συνοχής.
Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ