Γ. Κατρούγκαλος στο “Π”: Εικονικές πραγματικότητες και αντιφάσεις στην κυβερνητική εξωτερική πολιτική
Του
ΓΙΩΡΓΟΥ ΚΑΤΡΟΥΓΚΑΛΟΥ
Καθηγητή Δημοσίου Δικαίου, Τομεάρχη Εξωτερικών ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ
Η τουρκική επιθετικότητα κλιμακώνεται σε επίπεδα που δεν είχαμε γνωρίσει μέχρι σήμερα και αυτό απαιτεί όλες οι πολιτικές δυνάμεις και όλος ο ελληνικός λαός να είναι στρατευμένοι σε ένα κοινό εθνικό μέτωπο απέναντι σε οποιαδήποτε τουρκική πρόκληση και απειλή. Αυτό, όμως, δεν αρκεί.
Το εθνικό μέτωπο προϋποθέτει μια αποτελεσματική στρατηγική εξωτερικής πολιτικής, που δυστυχώς δεν τη βλέπουμε από την κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας. Η κυβερνητική απάντηση χαρακτηρίζεται, αντιθέτως, από επικοινωνιακή διπλωματία στο εξωτερικό και κατασκευή εικονικών πραγματικοτήτων περί δήθεν μεγάλων επιτυχιών στο εσωτερικό της χώρας. Η κυβερνητική πολιτική στη Λιβύη είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα, καθώς αποτελεί μνημείο προχειρότητας και σπασμωδικών κινήσεων.
Ας τα πάρουμε με τη σειρά: Ο κ. Μητσοτάκης είχε συνάντηση με τη λιβυκή ηγεσία στο πλαίσιο της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ, όπου, από ό,τι προκύπτει από το σχετικό ανακοινωθέν, δεν συζητήθηκε τίποτα σχετικά με το παράνομο τουρκολιβυκό σύμφωνο, αλλά κυρίως η πρόθεση της ελληνικής πλευράς να συμβάλει στην ανοικοδόμηση της Λιβύης. Αυτό από μόνο του αποτελεί παράδοξο, δεδομένου ότι το εν λόγω σύμφωνο αποτελεί την αιχμή του δόρατος της τουρκικής στρατηγικής της «γαλάζιας πατρίδας». Η ανακοίνωση δε λίγες ημέρες αργότερα της νέας εκτελεστικής συμφωνίας Λιβύης και Τουρκίας φάνηκε αδικαιολόγητα να καταλαμβάνει εξαπίνης την κυβέρνηση. Ανάλογα είχαν συμβεί και το 2019. Το ΥΠΕΞ είχε λάβει ρηματική διακοίνωση από τη Λιβύη στις αρχές Αυγούστου, με την οποία διαμαρτυρόταν για την προκήρυξη οικοπέδων και ζητούσε την έναρξη συνομιλιών. Ακολούθησαν επαφές στο πλαίσιο της ΓΣ του ΟΗΕ με τη λιβυκή ηγεσία, που δεν συνδυάσθηκαν με έναρξη συνομιλιών. Το αποτέλεσμα ήταν πάλι να αιφνιδιαστεί η κυβέρνηση δύο μήνες μετά με την ανακοίνωση του συμφώνου.
Εν τω μεταξύ, είμαστε η μόνη χώρα που έχει συμφέροντα στην περιοχή και δεν εκπροσωπείται διπλωματικά στην Τρίπολη. Ακόμη και η αιγυπτιακή κυβέρνηση, που δεν αναγνωρίζει τη μεταβατική κυβέρνηση, σε αντίθεση με ΟΗΕ και ΕΕ, έχει επιτετραμμένο εκεί. Αντιθέτως, ο δικός μας πρέσβης στη Λιβύη, που τον είχαμε ορίσει, επιτέλους, μετά από πολλούς μήνες διπλωματικής απουσίας και ο οποίος, μάλιστα, είχε πάρει και το λεγόμενο «agreement», την αποδοχή του από τη λιβυκή ηγεσία, έλαβε διαταγή να επιστρέψει στην Αθήνα, χωρίς να επιδώσει διαπιστευτήρια, και έκτοτε παραμένει εδώ. Ακολούθησε η επεισοδιακή επίσκεψη του υπουργού Εξωτερικών, η οποία παρουσιάσθηκε ως «θρίαμβος» λόγω της άρνησής του να διασταυρωθεί με την υπουργό Εξωτερικών της μεταβατικής κυβέρνησης, την οποία μέχρι τότε είχε συναντήσει αρκετές φορές.
Πέραν του χειρισμού αυτού καθαυτού του επεισοδίου, η όλη υπόθεση ανέδειξε τις βαθιές εσωτερικές αντιφάσεις της κυβέρνησης: Ενώ ο κ. Μητσοτάκης σε τηλεφωνική επαφή με τον αμερικανό υπουργό Εξωτερικών, λιγότερο από έναν μήνα πριν, είχε ζητήσει την παρέμβασή του ώστε να συνομιλήσουμε με τη μεταβατική κυβέρνηση για τις θαλάσσιες οικονομικές ζώνες, ο υπουργός Εξωτερικών θεωρεί ότι παρόμοιες συνομιλίες μπορούν να γίνουν μόνον από την εκλεγμένη κυβέρνηση και αποκλείει κάθε επαφή με την παρούσα μεταβατική. Βεβαίως, ο ίδιος δηλώνει ότι «έχει πάει πολύ πίσω η προοπτική εκλογών» στη βαθύτατα διχασμένη αυτή χώρα. Μέχρι τότε, συνεπώς, εάν ακολουθήσουμε την πολιτική αυτή, απλώς αφήνουμε το πεδίο ανοικτό στην Τουρκία για να δημιουργεί τετελεσμένα.
Το τελευταίο επεισόδιο του δράματος ήταν η υπογραφή του Μνημονίου για την Έρευνα και Διάσωση. Αυτό σε καμία περίπτωση δεν ματαιώνει την τουρκική στρατηγική, όπως εκδηλώνεται στο πλαίσιο της «γαλάζιας πατρίδας» με το παράνομο τουρκολιβυκό σύμφωνο, γιατί ρυθμίζει άλλα πράγματα, σε εντελώς διαφορετικό πεδίο εφαρμογής. Εφαρμόζεται στο πλαίσιο της Περιοχής Πληροφοριών Πτήσεων (FIR) των δύο χωρών, δεν αφορά γεωγραφικά την ΑΟΖ ή την υφαλοκρηπίδα ούτε σχετίζεται, όπως αυτές, με την άσκηση κυριαρχικών δικαιωμάτων. Πρόκειται για άσκηση αρμοδιότητας, όχι κυριαρχίας. Φυσικά, αποτελεί θετικό γεγονός η συμφωνία με την Αίγυπτο και συνέχεια της στρατηγικής εταιρικής σχέσης που έχουμε με τη χώρα αυτή, ούτε κατά διάνοια όμως δεν είναι «χαριστική βολή» στα σχέδια της Τουρκίας.
Όλα αυτά δεν αποτελούν μεμονωμένα γεγονότα, αλλά αποκαλύπτουν το μεγάλο κενό στρατηγικής της κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας. Παρόμοιες αντιφάσεις έχουμε σε πολλούς τομείς, για παράδειγμα σε ό,τι αφορά την επέκταση των χωρικών υδάτων: Ενώ τον Ιανουάριο του 2021 ο υπουργός Εξωτερικών ρητά προανήγγειλε, όπως είχαμε προηγουμένως ζητήσει ως ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, την επέκταση των χωρικών υδάτων νότια και ανατολικά της Κρήτης, έκτοτε αδράνησε πλήρως, παραπέμποντας το θέμα στις ελληνικές καλένδες. Ο Αλέξης Τσίπρας επανέφερε την πρόταση στην τελευταία Κεντρική Επιτροπή του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, με πρώτο βήμα την επέκταση της αιγιαλίτιδας ζώνης μας νότια και ανατολικά της Κρήτης, στο Καστελόριζο και αργότερα όπου αλλού στην Ανατολική Μεσόγειο κριθεί ότι είναι αναγκαίο. Η λογική της πρότασης υπερακοντίζει κατά πολύ την ανάγκη να διεμβολιστεί το παράνομο τουρκολιβυκό μνημόνιο.
Η ενέργεια αυτή –άσκησης κυριαρχίας– εντάσσεται σε μια ευρύτερη στρατηγική πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, στο πλαίσιο της οποίας η Ελλάδα θα καλέσει τις όμορες χώρες στην Ανατολική Μεσόγειο σε συνομιλίες, προκειμένου να υπάρξει οριοθέτηση της ΑΟΖ / υφαλοκρηπίδας με προσφυγή στη Χάγη. Η πρώτη κίνηση πρέπει να είναι η επανέναρξη διαπραγματεύσεων με τη Λιβύη αλλά και η συνέχιση των συνομιλιών με την Αίγυπτο για επέκταση της σημερινής ελληνοαιγυπτιακής συμφωνίας. Παράλληλα, η χώρα μας πρέπει να επιδιώξει την άσκηση πίεσης προς την Τουρκία, προκειμένου να έρθει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων για οριοθέτηση των θαλασσίων οικονομικών ζωνών με εμάς και τις άλλες όμορες χώρες, στη βάση του Δικαίου της Θάλασσας. Εξυπακούεται ότι αναγκαίος όρος για μια παρόμοια διαπραγμάτευση είναι η συμμετοχή σε αυτήν και της Κύπρου. Μια κίνηση που μπορεί να δημιουργήσει νέα δυναμική για το Κυπριακό μετά τις εκλογές.
Μόνον έτσι, με δική μας συνεκτική και ενεργητική στρατηγική, μπορεί να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά η τουρκική επιθετικότητα. Η αμυντική, επικοινωνιακή και αντανακλαστική κυβερνητική στρατηγική είναι απολύτως αναποτελεσματική.
Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ