Η πολιτική κρίση στην Αθήνα, μεγάλη ευκαιρία για τον Σουλτάνο – Εκνευρίζουν τον Ερντογάν, ο οποίος… ξεσπάει στην Ελλάδα
Κλειστές οι πόρτες για την Τουρκία στην G20
Του
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΤΣΑΚΑΛΟΥ
Έτοιμος να εκμεταλλευθεί την περίοδο πολιτικής κρίσης και αβεβαιότητας στην οποία εισέρχεται η χώρα μας με αφορμή το σκάνδαλο των παρακολουθήσεων δείχνει ο Ταγίπ Ερντογάν, με την Αθήνα να αναλώνεται σε εσωτερικές αντιπαραθέσεις και σε προσπάθειες να καλύψει τα νώτα της, ώστε να αποφύγει την επιβολή τετελεσμένων.
Η Άγκυρα παρακολουθεί στενά τις εξελίξεις στην Ελλάδα και αξιολογεί το γεγονός ότι η υπόθεση των παρακολουθήσεων δεν έχει επιπτώσεις μόνο στο εσωτερικό, αλλά πλήττει και τη διεθνή αξιοπιστία της χώρας και του ίδιου του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη, ο οποίος μέχρι πρότινος προβαλλόταν ως ατού της χώρας μας στην ευρωπαϊκή και διεθνή σκακιέρα.
Ένας πρωθυπουργός που στο ίδιο του το γραφείο φαίνεται ότι λειτουργούσε κλειστό κύκλωμα παρακολουθήσεων δεν μπορεί να προβάλλεται ως εκσυγχρονιστής πολιτικός και να κατηγορεί άλλα καθεστώτα ως αυταρχικά και αντιδημοκρατικά. Πολύ περισσότερο, όλο αυτό βαραίνει με τη δημοσιοποίηση μιας λίστας προσώπων που βρίσκονταν υπό παρακολούθηση, μεταξύ των οποίων και ο υπουργός Εξωτερικών Νίκος Δένδιας, κάτι που, παρά τις κατευναστικές δηλώσεις του υπουργού, δημιουργεί σοβαρό πρόβλημα εμπιστοσύνης μεταξύ του πρωθυπουργού και του υπουργού των Εξωτερικών, σε μια περίοδο εξαιρετικά δύσκολη και ευαίσθητη.
Μέσα σε αυτό το κλίμα, ο Νίκος Δένδιας επιχειρεί έναν σοβαρό διπλωματικό αντιπερισπασμό, ελπίζοντας ότι θα μπορέσει να διαβρώσει το μέτωπο των δυνάμεων στη Λιβύη, ώστε να εξασφαλίσει στοιχειωδώς εγγυήσεις ότι δεν θα επιχειρηθεί στο πεδίο κάποια κίνηση σε συνεργασία με την Τουρκία, που θα επιδιώκει επιβολή τετελεσμένων. Η επίσκεψή του στη Λιβύη πάντως ήταν αποσπασματική και χωρίς συνοχή και οι επαφές με τον πρόεδρο της Βουλής και τον στρατηγό Χάφταρ είναι πολύ αμφίβολο ότι μπορεί να οδηγήσουν σε θετικά αποτελέσματα.
Την αμηχανία η οποία διακατέχει τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις και την Ουάσινγκτον σε σχέση με το σκάνδαλο των παρακολουθήσεων θα επιχειρήσει να εκμεταλλευθεί ο κ. Ερντογάν, εκτιμώντας ότι θα έχει ως συνέπεια και τη χαλάρωση της στήριξης την οποία προσφέρουν στην Ελλάδα έναντι της Τουρκίας.
Ο τούρκος Πρόεδρος, στη Σύνοδο Κορυφής της G20, στο Μπαλί της Ινδονησίας, έδειξε αποφασισμένος να τραβήξει μέχρι τέλους την αντιπαράθεση με την Ελλάδα, εντάσσοντας τα ελληνοτουρκικά σε ένα μεγάλο παζάρι που επιχειρεί με τη Δύση. Όμως στο Μπαλί τα πράγματα δεν πήγαν τόσο καλά όσο ίσως περίμενε ο τούρκος ηγέτης, καθώς δεν μπόρεσε να αποσπάσει ούτε από την Ουάσινγκτον ούτε από ευρωπαίους τα ανταλλάγματα τα οποία περίμενε και θα ήθελε να παρουσιάσει στο εσωτερικό της χώρας του, στην έναρξη μιας δύσκολης προεκλογικής χρονιάς.
Από τον αμερικανό Πρόεδρο Μπάιντεν ο τούρκος Πρόεδρος ανέμενε ένα θετικό μήνυμα για τα F-16 και μια πιο χαλαρή στάση σε ό,τι αφορά τους Κούρδους της Βόρειας Συρίας, την οποία ο ίδιος θα ερμήνευε ως πράσινο φως για να εξαπολύσει νέα εισβολή στη Βόρεια Συρία. Αντ’ αυτού, ο κ. Ερντογάν φαίνεται ότι άκουσε καλά λόγια για τον ρόλο της Τουρκίας στη συμφωνία για την εξαγωγή των σιτηρών από τη Μαύρη Θάλασσα και τη θεωρητική υποστήριξη της κυβέρνησης Μπάιντεν στο πρόγραμμα πώλησης και αναβάθμισης των F-16.
Όμως, όσο κι αν προσπάθησε να το πουλήσει στο εσωτερικό ο κ. Ερντογάν, δεν είναι αρκετό, καθώς πρακτικά σημαίνει ότι ο αμερικανός Πρόεδρος παραπέμπει το τουρκικό αίτημα στο Κογκρέσο, που έχει και τον τελευταίο λόγο για τέτοιες συμφωνίες. Και μετά τα αποτελέσματα των ενδιάμεσων εκλογών και τη διατήρηση του ελέγχου της Γερουσίας από τους Δημοκρατικούς και τη σχεδόν σίγουρη παραμονή του Μπομπ Μενέντεζ στην προεδρία της Επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων, είναι σχεδόν απίθανο να επιτραπεί η πώληση και αναβάθμιση των F-16 στην Τουρκία. Εκτός εάν είναι διατεθειμένη να αποδεχθεί τους όρους που προβλέπονται στις τροπολογίες Μενέντεζ – Πάπας και επιβάλλουν περιορισμούς στη χρήση των F-16 σε ό,τι αφορά τον ελληνικό εναέριο χώρο.
Βεβαίως, οι Αμερικανοί κάθε άλλο παρά άλλαξαν στάση στο θέμα της συμμαχίας τους με τους Κούρδους της Βόρειας Συρίας και το YPG, παρά το γεγονός ότι ο κ. Ερντογάν νόμιζε ότι είχε εξασφαλίσει ένα ισχυρό επιχείρημα μετά την περίεργη βομβιστική επίθεση στην Κωνσταντινούπολη, την οποία σε χρόνο ρεκόρ «διαλεύκαναν» οι Τουρκικές Αρχές και την απέδωσαν σε Κούρδους που έχουν ορμητήριο περιοχές της Βόρειας Συρίας, που ελέγχονται από τους Κούρδους του YPG.
Αλλά και με τον γάλλο Πρόεδρο Εμανουέλ Μακρόν η συνάντηση μάλλον δεν πήγε όπως περίμενε ο τούρκος Πρόεδρος. Ο κ. Μακρόν έθεσε μια σειρά από ζητήματα, όπως η στάση της Τουρκίας στην αντιπαράθεση Αρμενίας – Αζερμπαϊτζάν, ενώ σε ό,τι αφορά την Ανατολική Μεσόγειο ζήτησε από τον τούρκο Πρόεδρο να αποφευχθούν οι εντάσεις και να υπάρξει επιστροφή στην αποκλιμάκωση. Και με τη Γαλλία επίσης δεν ξεπεράστηκαν τα εμπόδια για το αίτημα της Τουρκίας για προμήθεια του αντιπυραυλικού συστήματος SAMP-T.
Στη συνέντευξη Τύπου, πριν αναχωρήσει από το Μπαλί, ο Ερντογάν φρόντισε να επιτεθεί και πάλι στην Ελλάδα, απαντώντας σε ερωτήσεις που ήταν επιλεγμένες. Απείλησε και πάλι τη χώρα μας λέγοντας ότι «η Τουρκία θα έρθει μια νύχτα ξαφνικά» και ότι, όσο κι αν εξοπλίζεται, δεν μπορεί να αντιμετωπίσει την Τουρκία, ενώ έκανε και πάλι τους γνωστούς, απαράδεκτους υπαινιγμούς, καλώντας τη χώρα μας «να μην ξεχνάει την Ιστορία» και να αντιλαμβάνεται τα όριά της.
Δεν είναι τυχαίο πάντως ότι την ίδια στιγμή στο τουρκικό πρακτορείο Αναντολού υπήρχε εκτεταμένο δημοσίευμα σχετικά με τους ελληνικούς εξοπλισμούς, θέλοντας λίγο – πολύ να δείξει ότι η Ελλάδα είναι αυτή που εξοπλίζεται και συνεπώς προκαλεί την ένταση και ότι η στήριξη που λαμβάνει από συμμάχους οφείλεται στα δισεκατομμύρια που διαθέτει η χώρα για τα εξοπλιστικά προγράμματα. Και αυτό το εκστομίζει μια χώρα η οποία ξοδεύει πολλαπλάσια δισεκατομμύρια για εξοπλισμούς και για τη στήριξη της πολεμικής βιομηχανίας της…
Ο κ. Ερντογάν, και μετά το Μπαλί, έδειξε ότι η Ελλάδα αποτελεί εμμονή του και ότι όσο δεν προχωράνε τα σχέδιά του με τις μεγάλες δυνάμεις τόσο θα ξεσπάει στην Ελλάδα, αλλά βλέπει ότι όσο περνάει ο καιρός αυτό γίνεται όλο και πιο δύσκολο. Στις παραινέσεις του γάλλου Προέδρου για μείωση των εντάσεων ο κ. Ερντογάν απάντησε υποκριτικά, καλώντας τον κ. Μακρόν να πιέσει την Ελλάδα να προσέλθει σε διάλογο με την Τουρκία.
Και αυτή θα είναι η γραμμή του από δω και πέρα. Όμως όλοι αντιλαμβάνονται πλέον ότι ο κ. Ερντογάν δεν θέλει διάλογο για την επίλυση των προβλημάτων, αλλά μια άνευ όρων διαπραγμάτευση για την υποταγή της Ελλάδας. Και αυτό είναι το μεγάλο λάθος του, γιατί κανένας στη διεθνή κοινότητα, τουλάχιστον στη Δύση, δεν είναι διατεθειμένος να του αναγνωρίσει μια τέτοια εξουσία… Η «γηραιά ήπειρος» έχει κακή εμπειρία από τέτοιες συναλλαγές και το παράδειγμα της ναζιστικής Γερμανίας κάθε άλλο παρά έχει ξεχαστεί.
Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ