Εισόδια της Θεοτόκου – 20 Νοεμβρίου
Η ευσεβής Άννα σύζυγος του Ιωακείμ, πέρασε τη ζωή της χωρίς να μπορέσει να τεκνοποιήσει, καθώς ήταν στείρα. Μαζί με τον Ιωακείμ προσευχόταν θερμά στον Θεό να την αξιώσει να φέρει στον κόσμο ένα παιδί, με την υπόσχεση ότι θα αφιέρωνε το τέκνο της σε Αυτόν.
Πράγματι, ο Πανάγαθος Θεός όχι μόνο της χάρισε ένα παιδί, αλλά την αξίωσε να φέρει στον κόσμο τη γυναίκα που θα γεννούσε το Μεσσία, το Σωτήρα μας Ιησού Χριστό. Όταν η Παναγία έγινε τριών χρόνων, σύμφωνα με την παράδοση, η Άννα και ο Ιωακείμ, κρατώντας την υπόσχεσή τους, την οδήγησαν στο Ναό και την παρέδωσαν στον αρχιερέα Ζαχαρία. Ο αρχιερέας παρέλαβε την Παρθένο Μαρία και την οδήγησε στα Άγια των Αγίων, όπου δεν έμπαινε κανείς εκτός από τον ίδιο, επειδή γνώριζε έπειτα από αποκάλυψη του Θεού το μελλοντικό ρόλο της Αγίας κόρης στην ενανθρώπιση του Κυρίου. Στα ενδότερα του Ναού η Παρθένος Μαρία έμεινε δώδεκα χρόνια. Όλο αυτό το διάστημα ο αρχάγγελος Γαβριήλ προμήθευε την Παναγία με τροφή ουράνια. Εξήλθε από τα Άγια των Αγίων, όταν έφθασε η ώρα του Θείου Ευαγγελισμού.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’.
Σήμερον τῆς εὐδοκίας Θεοῦ τὸ προοίμιον, καὶ τῆς τῶν ἀνθρώπων σωτηρίας ἡ προκήρυξις ἐν Ναῷ τοῦ Θεοῦ, τρανῶς ἡ Παρθένος δείκνυται, καὶ τὸν Χριστὸν τοῖς πᾶσι προκαταγγέλλεται. Αὐτῇ καὶ ἡμεῖς μεγαλοφώνως βοήσωμεν, Χαῖρε τῆς οἰκονομίας τοῦ Κτίστου ἡ ἐκπλήρωσις.
Το ίδιο ευλαβικά και με ιερή συγκίνηση εικονίζονται και οι γέροντες γονείς της Ιωακείμ και Άννα. Την παραδίδουν στα χέρια του Ζαχαρία με μια κίνηση πολύ εκφραστική, που δηλώνει την προθυμία τους να εκπληρώσουν την υπόσχεσή τους στο Θεό και να του αφιερώσουν το μονάκριβο παιδί τους, που το απέκτησαν μετά από πολλών χρόνων προσευχή και νηστεία και σε γήρας προχωρημένο. Όμως η αγάπη στο Θεό επισκιάζει τα σπλάχνα της στοργής της ανθρώπινης φύσης. Έχουν στραμμένα τα βλέμματά τους στην παιδίσκη τους Μαρία, προσέχοντάς την με πολύ συγκίνηση.
Πίσω τους βλέπουμε πολλές νεάνιδες, να κρατούν λαμπάδες αναμμένες και να προπέμπουν την Παναγία οδηγώντας την στο Ιερό, όπου έμεινε σαν περιστερά ηγιασμένη και έγινε η λαμπάδα του Θεού, η κατοικία Του, ο ναός Του, το θυσιαστήριο και η λατρεία η ζώσα και καθαρά.
«Ο καθαρώτατος Ναός του Σωτήρος, η πολυτίμητος παστάς και Παρθένος, το ιερόν θησαύρισμα της δόξης του Θεού, σήμερον εισάγεται, εν τω οίκω Κυρίου, την χάριν συνεισάγουσα, την εν Πνεύματι Θείω˙ ην ανυμνούσιν Άγγελοι Θεού˙ Αύτη υπάρχει σκηνή επουράνιος».
Το αρχικό κτίσμα είναι Ναός σταυροειδής μετά τρούλλου, ο οποίος στηρίζεται σε τέσσεροις κίονες με ρωμαϊκά κιονόκρανα. Στην βόρρεια πλευρά του Ναού μεταγενέστερα προσετέθη Παρεκκλήσιο, τιμώμενο επ’ ονόματι της Αγίας Βαρβάρας. Στη δυτική πλευρά του κτίσματος υπάρχει Νάρθηκας, ο οποίος έχει μεταγενέστερη ηλικία από το Παρεκκλήσιο. Από τα τέσσερα ανοίγματα που υπάρχουν δυτικά, τα δύο μεσαία δίλοβα χωρίζονται με κίονες. Στη νότια πλευρά του Νάρθηκα υπάρχει μικρό Πρόστοο που στηρίζεται σε δύο κίονες. Πολλά γλυπτά και επιγραφές έχουν εντοιχισθεί στη δυτική πλευρά του Νάρθηκα και στους τοίχους του Παρεκκλησίου.
Ο Ναός της Παναγίας της Καπνικαρέας είναι χαρακτηριστικό δείγμα κτίσματος σταυρικού τύπου της εποχής του. Η τοιχοποιία του είναι πολύ επιμελημένη, με κανονικές στρώσεις και χρήση άφθονου κονιάματος. Το Πρόστοο που βρίσκεται στη νότια πλευρά, παρουσιάζει μεγάλες αναλογίες, σε σχέση με τις γνωστές της ομάδας των Εκκλησιών της Αργολίδος (Μέρμπακα, Χώνικα, Αγίας Μονής), που χρονολογούνται από τον 12ο αιώνα. Το εσωτερικό του Ναού διακοσμήθηκε με τοιχογραφίες αυστηρού Βυζαντινού τύπου, από τον Φώτιο Κόντογλου.
Βρίσκεται στην οδό Ερμού, στη συμβολή με την ομώνυμη οδό και, την οδό Καλαμιώτου. Ανήκει στον τύπο του σύνθετου τετρακιόνιου σταυροειδούς εγγεγραμμένου ναού, με τον γνωστό ελαφρύ αθηναϊκό τρούλο της εποχής, και με νάρθηκα.
Οι κίονες είναι παλαιοχριστιανικής εποχής. Η τοιχοποιία στα χαμηλά μέρη είναι από δόμους, που μερικοί προέρχονται από παλαιοχριστιανικά μνημεία και έχουν τοποθετηθεί κατά τρόπο που να σχηματίζουν σταυρούς, ενώ στα ανώτερα έχει γίνει με το γνωστό πλινθοπερίκλειστο σύστημα. Είναι κτίσμα του 11ου αι. (λίγο μετά το 1050) και, κατά την παράδοση, οικοδομήθηκε στη θέση παλαιότερης εκκλησίας, κτίσματος και αυτής της Αθηναίας αυτοκράτειρας Ευδοκίας (5ος αι), γι’ αυτό και λεγόταν και «Εκκλησία της Βασιλοπούλας».
Πιθανόν στα τέλη του 11ου αι., στη βόρεια πλευρά προστέθηκε το παρεκκλήσιο της Αγίας Βαρβάρας, που είναι ρυθμού μονόκλιτης βασιλικής με τρούλο. Το παρεκκλήσιο αυτό, λόγω της φθοράς, ανακατασκευάσθηκε από τον οπλαρχηγό του 1821 Πρέντζα και έλαβε τη σημερινή του μορφή. Ακόμα, στα τέλη του 11ου αι. στις αρχές του 12ου αι., προστέθηκε ανοιχτό προστώο-εξωνάρθηκας, με δικλι-νείς στέγες επάνω σε ισάριθμους θόλους, με δίλοβα και μονόλοβα παράθυρα στη δυτική πλευρά και με μικρό κομψό, στεγασμένο πρόπυλο με δύο κομψούς κιονίσκους στη νότια. Μεταγενέστερα, τα τοξωτά ανοίγματα του προνάου κλείστηκαν με υαλοστάσια, ώστε σήμερα, σε συνδυασμό και με το γεγονός ότι η είσοδος βρίσκεται, κάτω από την επιφάνεια του δρόμου, το οικοδόμημα να έχει χάσει αρκετά από την παλιά του κομψή μορφή.
Οι τοιχογραφίες είναι των μέσων του 20ου αι., η Πλατυτέρα μάλιστα είναι έργο του Φ. Κόντογλου (1942), ενώ το ψηφιδωτό της εισόδου της Έλλης Βοίλα (1936). Και η εκκλησία αυτή υπέστη πολλές φθορές κατά την Επανάσταση, οι οποίες όμως επιδιορθώθηκαν λίγο κατόπιν, αφού όμως πριν, το 1834, χάρη στην επέμβαση του πατέρα του Όθωνα βασιλιά της Βαυαρίας Λουδοβίκου, σώθηκε από την κατεδάφιση.
Τον ίδιο κίνδυνο αντιμετώπισε και με κυβερνητική απόφαση της 20ης Αυγούστου 1863, πλην όμως και τότε, χάρη κυρίως στην σθεναρή παρέμβαση του Μητροπολίτη Αθηνών, η απόφαση ακυρώθηκε. Με τον νόμο 1268/1931 η εκκλησία παραχωρήθηκε στο Πανεπιστήμιο Αθηνών για την άσκηση των φοιτητών της Θεολογικής του Σχολής.
Ως προς το όνομα, σημειώνουμε πως η εκκλησία απαντάται με τα ονόματα Καπνικαρέα, Καμουκαρέα, Καμουχαριώτισσα κ.α. Η ονομασία προέρχεται είτε από τη λέξη «Καπνικάριος», που σήμαινε το πιθανό επάγγελμα του κτίτορα, εισπράκτορα δηλαδή του «καπνικού» φόρου (=φόρου καπνοδόχου = φόρου οικοδομών), που πρώτος είχε επιβάλει ο αυτοκράτορας Νικηφόρος Α’ (802-811), είτε από πιθανή γειτνίαση της εκκλησίας με τα εργαστήρια των «καμουκάδων» η «καμουχάδων» (μεταξωτών υφασμάτων), είτε γιατί η εικόνα ήταν σκεπασμένη με «καμουκά», είτε γιατί έκαμε θαύματα-χάρες (κάμνει χάρες=καμουχαριώτισσα).