Το ραντεβού με τους Ελληνικούς υδρογονάνθρακες, που άργησε 40 χρόνια

Το ραντεβού με τους Ελληνικούς υδρογονάνθρακες, που άργησε 40 χρόνια


Γράφει ο
ΠΕΡΙΚΛΗΣ  ΝΕΑΡΧΟΥ
Πρέσβυς ε.τ.


Χρειάστηκε να έρθει ο πόλεμος στην Ουκρανία και μια πρωτοφανής ενεργειακή α­νατροπή στην Ευρώπη για να αποφασίσει, επιτέλους, και η Ελλάδα να ασχοληθεί με τους υδρογονάνθρακές της. Δεν υπήρχαν έγκυρες πληροφορίες και εκτιμήσεις για την ύπαρξη μεγάλων και εκμεταλλεύσιμων ποσοτήτων φυσικού αερίου και πετρελαίου. Και με τις λίγες έρευνες που είχαν γίνει οι εκτιμήσεις των ειδικών ήταν ανεπιφύλακτα θετικές.

Κορυφαίοι επιστήμονες, με διεθνή αναγνώριση και καταξίωση, όπως ο Αντώνης Φώσκολος, ο Ηλίας Κονοφάγος και άλλοι, ήταν κατηγορηματικοί στις εκτιμήσεις τους. Υπάρχουν, έλεγαν, Νότια, ΝΔ και ΝΑ της Κρήτης πολλά κοιτάσματα μεγέθους Αιγυπτιακού Ζορ. Υπάρχουν και αλλού, άλλα, σημαντικά κοιτάσματα και υδρίτες.

Η σημερινή κυβέρνηση, συνεπαρμένη από τη μουσική της Γερμανικής σειρήνας, που διαλαλούσε ότι έρχεται η μετάβαση στην πράσινη ενέργεια, στην οποία ήθελε να πρωταγωνιστήσει, εγκατέλειψε κυριολεκτικά τους Ελληνικούς υ­δρογονάνθρακες ως ανάξιους λόγου, βλαπτικούς ενδεχομένως για το περιβάλλον και πηγή κινδύνων και περιπλοκών με την Άγκυρα. Ο Έλληνας πρωθυπουργός δεν έβλεπε ότι η Γερμανία, παράλληλα με τη ρητορική της για την πράσινη ενέργεια, κατασκεύαζε και δεύτερο αγωγό στη Βαλτική για την εισαγωγή Ρωσικού φυσικού αερίου;

Η κακοδαιμονία όμως για τους Ελληνικούς υδρογονάνθρακες είναι πολύ παλαιότερη. Ανάγεται στην εποχή Σημίτη, ο οποίος ευθύνεται για την υπονόμευση μιας συγκροτημένης Ελληνικής ενεργειακής πολιτικής και στρατηγικής και την παραπομπή στις ελληνικές καλένδες του θέματος της Ελληνικής ΑΟΖ, παράλληλα με εκείνο των χωρικών υδάτων. Κατά τη διάρκεια της θητείας του ως πρωθυπουργού, ο Κώστας Σημίτης κατήργησε τη Δημόσια Εταιρεία Πετρελαίου, που ήταν ο δημόσιος Ελληνικός φορέας μιας πολιτικής υ­δρογονανθράκων. Αργότερα, για να καλύψει το κενό, ο Γιώργος Παπανδρέου δημιούργησε στη θέση της τη σημερινή ΕΔΕΥ, ως διαχειριστική εταιρεία των δικαιωμάτων του Δημοσίου, η οποία, βεβαίως, δεν αντικαθιστά στην ουσία της την πρώην Δημόσια Εταιρεία Πετρελαίου.

Αυτό είχε ως αποτέλεσμα η Ελλάδα να μη διαθέτει δική της εθνική εταιρεία, η οποία να διαμορφώνει πολιτική και στρατηγική στον τομέα των υδρογονανθράκων και να αναπτύσσει τεχνογνωσία ερευνών, γεωτρήσεων και εξορύξεων. Η πολιτική αυτή Σημίτη υπέθαλπε εκ των πραγμάτων την ιδέα ότι δεν χρειαζόμαστε μια τέτοια εταιρεία και έναν τέτοιο φορέα, γιατί δεν έχουμε υδρογονάνθρακες ή αυτοί που έχουμε δεν είναι αξιοποιήσιμοι.

Ο ίδιος αντιμετώπισε με απραξία και ενδοτισμό τα δικαιώματα της Ελλάδος, που απέρρεαν από τα αποτελέσματα του νέου θαλάσσιου δικαίου, που διαμορφώθηκε από τη Διεθνή Διάσκεψη του Montego Bay. Τα αποτελέσματα αυτά είχαν ήδη διαμορφωθεί από τη δεκαετία του ’80. Για να τεθεί όμως σε ισχύ η νέα Διεθνής Σύμβαση, θα έπρεπε να επικυρωθεί από τη μεγάλη πλειοψηφία των χωρών-μελών του ΟΗΕ. Αυτό έγινε πράξη το 1994. Ήταν το πλήρωμα του χρόνου, κατά το οποίο η Ελλάδα θα έπρεπε να επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα, όπως είχε πλέον δικαίωμα και να ανακηρύξει ΑΟΖ.

Για να παρεμποδίσει μια τέτοια εξέλιξη, η Άγκυρα έσπευσε να διακηρύξει, με ψήφισμα της Τουρκικής Εθνοσυνελεύσεως, ότι εάν η Ελλάδα προχωρούσε σε επέκταση των χωρικών της υδάτων, η Τουρκία θα το αντιμετώπιζε ως αιτία πολέμου (casus belli).

Ο πρωθυπουργός Ανδρέας Παπανδρέου δεν ήταν τότε σε θέση, για λόγους υγείας, να χειρισθεί άμεσα το πρόβλημα και ο χειρισμός του περιήλθε στον διάδοχό του Κώστα Σημίτη. Ο τελευταίος έδωσε, δυστυχώς, πολύ γρήγορα ένα δείγμα των ικανοτήτων του και του όλου προσανατολισμού του στα Ίμια και αργότερα με το κοινό ανακοινωθέν της Μαδρίτης. Το τελευταίο ανεγνώριζε ζωτικά συμφέροντα της Τουρκίας στο Αιγαίο, χωρίς να θέτει ως πλαίσιο το διεθνές δίκαιο, περιλαμβανομένου κατ’ εξοχήν του διεθνούς θαλασσίου δικαίου.

Η νέα προσέγγιση Σημίτη στα Ελληνο-Τουρκικά πήρε μια νέα ακόμη τροπή, με την ανεπιφύλακτη αποδοχή της τότε Αμερικανικής πολιτικής, που ήθελε να προωθήσει την ένταξη και της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Ενάντια σε κάθε λογική και γεωπολιτική εκτίμηση, η κυβέρνηση Σημίτη έγινε πρωταγωνιστής της πολιτικής αυτής, με τη θεωρία ότι δήθεν, με την Ευρωπαϊκή ενταξιακή πορεία, τα Ελληνο-Τουρκικά θέματα μετατρέπονται σε Ευρω-Τουρκικά και όσο προχωρεί η Τουρκική ένταξη τόσο προχωρεί και η επίλυση των Ελληνο-Τουρκικών προβλημάτων.

Η πολιτική αυτή, με τις Αμερικανικές ευλογίες, πήρε διαχρονικό χαρακτήρα ως πολιτική κατευνασμού και διαλόγου με την Άγκυρα και αποφυγής «μονομερών ενεργειών», όπως αναφερόταν στο κοινό ανακοινωθέν της Μαδρίτης, το οποίο η Άγκυρα ερμηνεύει ως αποφυγή ενεργειών, που αφορούν τα Ελληνικά δικαιώματα, με βάση το θαλάσσιο δίκαιο.

Η Ελλάδα καθηλώθηκε, με τον τρόπο αυτό, επί δεκαετίες, για να αποφύγει εντάσεις και κρίσεις με την Άγκυρα, ακόμα και όταν η Άγκυρα εγκατέλειψε ουσιαστικά την ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ως μακρινή έ­στω προοπτική, και κατέστησε πολιτική της τον Ισλαμισμό και το όραμα της «Μεγάλης Τουρκίας» του Ερντογάν. Στο πνεύμα αυτό, η Άγκυρα από την «αμυ­ντική» πολιτική του casus belli, που είχε ως στόχο να εμποδίσει την Ελλάδα να ασκήσει τα δικαιώματά της, μετέβη στην επιθετική πολιτική της «Γαλάζιας Πατρίδας», με την οποία ενεργεί και επιδιώκει να δημιουργήσει τετελεσμένα γεγονότα, με βάση τη δική της θεωρία ότι τα νησιά δεν έχουν δήθεν δική τους υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ.

Η στροφή αυτή της Τουρκικής πολιτικής δεν αφήνει πλέον περιθώρια συνεχούς αναβολής στην Ελληνική πολιτική, γιατί, τόσο λόγω «Γαλάζιας Πατρίδας» όσο και λόγω απροκάλυπτου Τουρκικού ηγεμονισμού, η Τουρκική απειλή γίνεται άμεση και δεν αφήνει κανένα περιθώριο λογικών συμβιβασμών και οριακών, αμοιβαίως επωφελών, διευθετήσεων. Επιδιώκει είτε απόσπαση μεγάλων παραχωρήσεων είτε δημιουργία τετελεσμένων γεγονότων.

Επιδιώκει παραλλήλως την α­νάπτυξη της αναγκαίας για τους σκοπούς της πολεμικής βιομηχανίας. Η πρόοδός της στον τομέα αυτό είναι πολύ σημαντική και θέτει την Ελλάδα μπροστά σε μια νέα πρόκληση, την οποία δεν μπορεί να αποφύγει, χωρίς μεγάλους κινδύνους. Δεν αρκούν οι αγορές μόνο οπλικών συστημάτων. Χρειάζεται η Ελλάδα να αναπτύξει παραλλήλως την πολεμική της βιομηχανία, με προτεραιότητα τους τομείς στους οποίους η Άγκυρα έχει προς το παρόν το πλεονέκτημα, όπως οι βαλλιστικοί πύραυλοι, τα μη επανδρωμένα μαχητικά αεροχήματα, τα σύγχρονα πυρομαχικά, ο ηλεκτρονικός πόλεμος.

Καλώς ήλθαν λοιπόν, οι πρώτες έρευνες Ελληνικών υδρογονανθράκων, μετά από 40 χρόνια αδράνειας. Η πρώτη αυτή κίνηση πρέπει να επεκταθεί το γρηγορότερο δυνατόν και στη ΝΑ Κρήτη και να συμπληρωθεί με άμεση επέκταση των χωρικών υδάτων σε 12 μίλια, αρχής γενομένης από την Κρήτη. Πρέπει επίσης οι έρευνες και οι εξορύξεις να προχωρήσουν με ταχύτατους ρυθμούς, ώστε η Ελλάδα να μη μείνει εκτός της ενεργειακής συγκυρίας, που υπολογίζει στους ενεργειακούς πόρους της Ανατολικής Μεσογείου για την Ευρωπαϊκή αγορά.

Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ

Φωτό: tanea.gr


Σχολιάστε εδώ