Σίμος Ανδρονίδης στο “Π”: Για τις ρωσικές επιθέσεις στο Κίεβο

Σίμος Ανδρονίδης στο “Π”: Για τις ρωσικές επιθέσεις στο Κίεβο

Του
ΣΙΜΟΥ ΑΝΔΡΟΝΙΔΗ
Υποψήφιου Διδάκτορος στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ


Πριν από λίγες ημέρες, υπήρξαν αρκετά δημοσιεύματα που εν προκειμένω έκαναν λόγο για την πρόθεση των Ουκρανικών Αρχών να απομακρύνουν τους κατοίκους του Κιέβου σε περίπτωση που συνεχιστούν οι ρωσικοί μαζικοί βομβαρδισμοί σε υποδομές στρατηγικής σημασίας, προκαλώντας πολλά προβλήματα στην καθημερινή διαβίωση των κατοίκων της πρωτεύουσας της Ουκρανίας.

Οι βομβαρδισμοί αυτοί, που ξεκίνησαν μετά την επίθεση σε τμήμα της γέφυρας που ενώνει τη Χερσόνησο της Κριμαίας με τη Ρωσική Ομοσπονδία και δεν έχουν σταματήσει καθόλου, μπορούν να στοιχειοθετήσουν την κατηγορία του εγκλήματος πολέμου, καθότι οι ρωσικές στρατιωτικές δυνάμεις πλήττουν, δίχως ουδεμία προφύλαξη, μη στρατιωτικές υποδομές, εφαρμόζοντας εμπράκτως το δόγμα της συλλογικής ευθύνης.

Σε αυτό το πλαίσιο, μπορούμε να αναφέρουμε πως το Κίεβο μετατρέπεται σε ένα ιδιότυπο πεδίο μάχης, για να παραπέμψουμε στην ανάλυση του Daryl Press, όχι όμως με τον παραδοσιακό ή, αλλιώς, τον συμβατικό τρόπο, που θέλει αντίπαλους στρατούς να μάχονται επί του αστικού χώρου προκειμένου να κερδίσουν τον έλεγχο συγκεκριμένων περιοχών και αποκτώντας το στρατηγικό πλεονέκτημα που μπορεί να διαμορφώσει τις προϋποθέσεις για την κατάκτηση της στρατιωτικής νίκης.

Αυτήν τη στιγμή, εάν λάβουμε υπόψη τη χρήση, από πλευράς των ρωσικών δυνάμεων, μη επανδρωμένων αεροσκαφών (drones) που είναι οπλισμένα, θα λέγαμε πως το Κίεβο αποτελεί το πεδίο όπου δοκιμάζονται τακτικές που προσιδιάζουν σε έναν σύγχρονο τεχνολογικό πόλεμο,[1] σε ένα σημείο όπου αυτές οι τακτικές συνυπάρχουν με περισσότερο κλασικές μορφές στρατιωτικής σύγκρουσης, όπως είναι η χρήση των τεθωρακισμένων στις νότιες και ανατολικές περιοχές της χώρας.

Αυτή η ρωσική στροφή, που δεν είχε παρατηρηθεί, τουλάχιστον σε τέτοιο εύρος, σε προηγούμενες φάσεις της στρατιωτικής εισβολής στην Ουκρανία, δεν έχει επηρεάσει επί τα χείρω την ικανότητα και τη θέληση των ουκρανικών στρατιωτικών δυνάμεων να αμυνθούν και, όπου βρίσκουν την ευκαιρία, να επιτεθούν.

Δεν παύει όμως, ιδωμένη ευρύτερα, να επηρεάζει, και μάλιστα αρνητικά, τις δυνατότητες των Ουκρανικών Αρχών να προσφέρουν στους πολίτες του Κιέβου όλα όσα απαιτούνται προκειμένου να αντεπεξέλθουν στις χειμερινές συνθήκες (το πουτινικό καθεστώς στοχεύει οποιαδήποτε υποδομή μπορεί να καταστήσει το Κίεβο μη λειτουργική πόλη, εκδικούμενο έτσι αναδρομικά τους κατοίκους του για το γεγονός πως δεν έσπευσαν να υποδεχθούν με «κλάδο ελαίας» τους ρώσους στρατιώτες, όταν αυτοί τις πρώτες ημέρες της ρωσικής στρατιωτικής εισβολής έφθασαν προ των πυλών της πόλης.[2]

Στον πόλεμο τεχνολογικής ακρίβειας, στον οποίο επιδίδεται η Ρωσία, η ουκρανική πλευρά σπεύδει να απαντήσει με τον ίδιο τρόπο, αντιμετωπίζοντας όμως προβλήματα που ενσκήπτουν λόγω της μαζικής χρήσης των ιρανικών drones, κάτι που σημαίνει πως η Ρωσία έχει καταφέρει να προμηθευθεί (και λόγω καλών τιμών) μεγάλες ποσότητες τέτοιων οπλικών συστημάτων από την Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν.

Τα drones, που αυτοκαταστρέφονται όταν φτάνουν στον στόχο, ανοίγουν τον δρόμο για σκληρούς βομβαρδισμούς σε ήδη μισοκατεστραμμένες υποδομές, με τρόπο ώστε η καταστροφή να είναι πλήρης.

Οπότε, έως ότου καταφθάσουν στη χώρα περισσότερα αντιαεροπορικά συστήματα, απαιτείται η κατά το δυνατόν έξυπνη χρήση των ήδη διαθέσιμων, όπως επίσης και η χρήση τακτικών καμουφλάζ προκειμένου να προστατευθούν ενεργειακές υποδομές, δίκτυα ύδρευσης και αποχέτευσης.

Τα πλήγματα που δέχονται τα τελευταία από μία πολεμική μηχανή που δεν διέγνωσε με επιτυχία τις ιδιαιτερότητες αυτής της άδικης εισβολής και κατ’ επέκταση της ένοπλης σύγκρουσης αυξάνουν τον κίνδυνο εμφάνισης μολυσματικών ασθενειών.

[1] Εάν η Ρωσία βομβαρδίζει συνεχόμενα προκαλώντας καταστροφές και νεκρούς μεταξύ των αμάχων, μέσω και της χρήσης μη επανδρωμένων αεροσκαφών ιρανικής προέλευσης (δεν μπορούμε να τα συγκρίνουμε, με στρατιωτικό τρόπο, με τα τουρκικά drones Bayraktar, διότι τα δεύτερα επιτελούν διαφορετικές στρατιωτικές λειτουργίες, έχοντας σχεδιασθεί για συμμετοχή σε μάχες), τότε και η Ουκρανία στρέφεται στην αναζήτηση τεχνολογικών λύσεων απέναντι σε τέτοιου είδους επιθέσεις, ζητώντας από τις συμμαχικές δυτικές χώρες αντιαεροπορικά συστήματα τελευταίας τεχνολογίας που έχουν τη δυνατότητα να καταρρίπτουν drones, χωρίς αυτά να προλαβαίνουν να εκπληρώσουν την αποστολή τους.

[2] Η χρήση του μαχαιριού, στην οποία αναφέρεται ο ολλανδός ιστορικός Creveld, ως «υποκατάστατο» της «υψηλής τεχνολογίας», όταν αυτή δεν επιτυγχάνει τους στόχους της (ενσώματη σύγκρουση που μπορεί να λάβει χώρα οπουδήποτε και όχι μόνο μέσα σε αστικά κέντρα), δεν έχει κερδίσει έδαφος στην Ουκρανία. Για την ακρίβεια, δεν έχει κερδίσει καθόλου έδαφος, με τις βολές από απόσταση, μέσω της χρήσης πυροβόλων όπλων, να έχουν τον πρώτο λόγο (βλέπε Creveld, Van, Martin, «Η μεταμόρφωση του πολέμου», Μετάφραση: Μπλέτας Μάριος, Εκδόσεις Τουρίκη, Αθήνα, 2007).

Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ

Φωτό: ditiki.gr


Σχολιάστε εδώ