Ανδρέας Λοβέρδος στο “Π”: Αλίμονο εάν αφήσουμε στο έλεος των συγκυριών τη διεθνή εικόνα της πατρίδας μας
Του
ΑΝΔΡΕΑ ΛΟΒΕΡΔΟΥ
Βουλευτή, πρ. Υπουργού
Το έργο των ελλήνων διπλωματών και των οικονομικών ακολούθων είναι έργο προβολής της πατρίδας μας στο εξωτερικό. Ακριβώς γι’ αυτό οι δαπάνες των ελληνικών πρεσβειών πρέπει να καλύπτονται με τρόπο που να μπορούν να εκπροσωπούν την Ελλάδα με υπερηφάνεια αλλά και αξιοπρέπεια.
Αυτή είναι μια λογική και προφανής διαπίστωση, η οποία, όπως τα νούμερα δείχνουν, δυστυχώς δεν γίνεται αντιληπτή από το υπουργείο Εξωτερικών, διαχρονικά. Συγκεκριμένα, το 2019, ο προϋπολογισμός του ΣΥΡΙΖΑ για το υπουργείο Εξωτερικών ήταν 259 εκατ. ευρώ. Ήταν λίγα, αλλά και τα προβλήματα της χώρας ήταν τεράστια. Το 2020 πήγε στα 267 εκατ. Το 2021 πήγε στα 274 εκατ. Και το 2022 έπεσε στα 254 εκατ., κάτω ακόμα και από τον προϋπολογισμό του ΣΥΡΙΖΑ το 2019. Είναι απίστευτο, όμως είναι αληθινό! Η Ελλάδα βγήκε από τα Μνημόνια, τα υπουργεία αξιοποιούν ευρύτερο δημοσιονομικό χώρο, εκτός του υπουργείου Εξωτερικών, που αντί να αυξάνει, μειώνει τις δαπάνες του.
Είναι πολύ σαφές ότι αυτά τα χρήματα δεν είναι αρκετά για να κάνουν τη δουλειά τους οι διπλωματικές υπηρεσίες της χώρας μας στο εξωτερικό. Μιλώντας και βιωματικά, από τις ενημερώσεις που έχω σε συναντήσεις μου με τους έλληνες πρέσβεις των χωρών που επισκέπτομαι με κοινοβουλευτικές αποστολές, τα χρήματα που έχουν στη διάθεσή τους δεν επαρκούν ούτε για τον εορτασμό μιας εθνικής επετείου. Εν αντιθέσει με την Τουρκία, εν αντιθέσει με όλες τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που σ’ αυτόν τον τομέα πραγματικά υπερέχουν και μας αφήνουν πίσω, οι έλληνες διπλωμάτες αδυνατούν να επιτελέσουν το έργο τους με τον προσήκοντα τρόπο. Για να γίνω σαφέστερος με τη δύναμη των αριθμών, με 2.000 ή 2.500 ευρώ τον χρόνο δεν μπορεί ένας διπλωμάτης να κάνει τη δουλειά του.
Ενώ η κρίση τουλάχιστον θεωρητικά έχει ξεπεραστεί και, όπως ήδη ανέφερα, κάθε υπουργείο διεκδικεί περισσότερα χρήματα, οι δαπάνες του υπουργείου Εξωτερικών, από το οποίο εξαρτάται η προβολή της χώρας μας στο εξωτερικό, δεν παραμένουν απλώς στον ίδιο παρονομαστή, αλλά μειώνονται. Έχω υποστηρίξει πάρα πολλές φορές πως δεν μιλώ με βάση τα οργανογράμματα των πρεσβειών, που πολλές φορές εκδίδονται με πληθωρικό τρόπο, προκειμένου να υπηρετήσουν συνδικαλιστικές ή πελατειακές λογικές. Το συγκεκριμένο όμως ζήτημα το έφερα στη Βουλή με επίκαιρη ερώτησή μου, γιατί μιλώ για τα απολύτως αναγκαία, τόσο στα οικονομικά μέσα όσο και στο ανθρώπινο δυναμικό. Σε αυτό συνειδητά επέλεξα να είμαι πάρα πολύ αυστηρός. Ζητάμε από τη χώρα να έχει τα μέγιστα αποτελέσματα και τους ανθρώπους που είναι επιφορτισμένοι με αυτό δεν τους συνδράμουμε για να λειτουργήσουν προς αυτήν την κατεύθυνση. Το επιχείρημα ότι σε μεγάλα θέματα έχουμε καταφέρει πολύ ικανοποιητικά αποτελέσματα, π.χ., στις διεθνείς συμφωνίες, δεν σημαίνει ότι πρέπει να αφήσουμε στην τύχη τους τις ελληνικές πρεσβείες. Είναι γνωστό ότι ουδέποτε έκανα αντιπολίτευση για την αντιπολίτευση, όπως επίσης ουδέποτε αρνήθηκα να στηρίξω μια ορθή και ωφέλιμη κυβερνητική επιλογή. Το γεγονός όμως ότι στο συγκεκριμένο ζήτημα υπάρχει ολιγωρία από την κυβέρνηση και από την άλλη οι διπλωμάτες δεν συνηθίζουν να φωνάζουν, η φράση μου στην Ολομέλεια της Βουλής κατά τη συζήτηση της Ερώτησης ήταν απολύτως χαρακτηριστική: «Όσο θα υπάρχει πρόβλημα, θα φωνάζουμε εμείς»!
Οι διαβεβαιώσεις και οι προθέσεις του Ν. Δένδια καταγράφηκαν και καλωσορίστηκαν. Θα είμαι όμως παρών και θα παρακολουθώ την εξέλιξη του ζητήματος γιατί αλίμονο εάν αφήσουμε στο έλεος των συγκυριών τη διεθνή εικόνα της πατρίδας μας. Με όλες μου τις δυνάμεις θα αγωνιστώ για να μην ξαναγυρίσουμε, και ως προς αυτό μιλώ καθ’ υπερβολήν, στην εποχή του λαϊκιστή Δηληγιάννη, ο οποίος έκλεισε τις πρεσβείες, περιμένοντας να κάνουν τη δουλειά των πρεσβειών οι πρόξενοι επί τιμή…
Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ