Η επαναφορά του casus belli
Το δίλημμα της τμηματικής επέκτασης στα 12 ν.μ.
-Και οι απειλές Ερντογάν για έρευνες στη Λιβύη
Του
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΤΣΑΚΑΛΟΥ
Με την επιβεβαίωση του casus belli και των απειλών εναντίον της χώρας μας, με την προβολή του θέματος της αποστρατιωτικοποίησης των νησιών και της αναντιστοιχίας εναέριου χώρου και χωρικών υδάτων, η Τουρκία απαντά τόσο στη «χείρα διαλόγου» που προσφέρει ο Κυριάκος Μητσοτάκης όσο και στην εντατικοποίηση της δημόσιας συζήτησης που έχει ξεκινήσει στην Αθήνα για το ενδεχόμενο επέκτασης των ελληνικών χωρικών υδάτων στα 12 ν.μ.
Την ίδια στιγμή, ο κ. Ερντογάν ανακοινώνει ότι η Τουρκία είναι έτοιμη για έρευνες στις θαλάσσιες περιοχές της Λιβύης, αγνοώντας όλες τις επίσημες δηλώσεις του διεθνούς παράγοντα που επισημαίνουν ότι η κυβέρνηση της Τρίπολης δεν έχει δικαίωμα για υπογραφή συμφωνιών, όπως αυτή της 3ης Οκτωβρίου, που δίνει το ελεύθερο στις τουρκικές εταιρείες να αναλάβουν την έρευνα και εξόρυξη φυσικού αερίου στο έδαφος και στις θαλάσσιες περιοχές που διεκδικεί η Λιβύη.
Η κυβέρνηση, υπό την πίεση της κοινής γνώμης αλλά και της αντιπολίτευσης (ο Αλ. Τσίπρας παρουσίασε ολοκληρωμένη πρόταση για την επέκταση των χωρικών υδάτων), υποχρεώθηκε να δηλώσει ότι η προετοιμασία για την επέκταση ολοκληρώνεται και θα κρίνει η κυβέρνηση πότε θα προβεί στο επόμενο βήμα. Βεβαίως, η κυβέρνηση Μητσοτάκη θα δυσκολευθεί πολύ να υλοποιήσει μια τέτοια απόφαση φοβούμενη ότι θα διαταραχθεί αρχικώς το καλό κλίμα στις σχέσεις με την Ουάσινγκτον και το Βερολίνο, καθώς πιθανόν θα θεωρηθεί ως κίνηση που γίνεται για να προκαλέσει την Τουρκία, και από την άλλη γνωρίζει ότι μια επέκταση των χωρικών υδάτων θα φέρει πιο κοντά μια θερμή αντιπαράθεση με την Τουρκία.
Διότι πλέον η κόκκινη γραμμή, την οποία έχει παρουσιάσει ο κ. Μητσοτάκης και αφορά, όπως είπε, την «κυριαρχία της Ελλάδας», δεν θα αφορά τα 6 ν.μ. αλλά τα 12 ν.μ. και συνεπώς οποιαδήποτε κίνηση της Τουρκίας στην περιοχή αυτή θα ξεπεράσει την ελληνική κόκκινη γραμμή και θα πρέπει να απαντηθεί αναλόγως και όχι απλώς με διαβήματα.
Ο τούρκος ΥΠΕΞ Μεβλούτ Τσαβούσογλου έσπευσε, την Τετάρτη, να επαναφέρει το casus belli, δηλώνοντας ότι η Τουρκία δεν θα επιτρέψει την επέκταση των ελληνικών χωρικών υδάτων ούτε κατά 1 ν.μ. Με αυτόν τον τρόπο θέλησε να προκαταλάβει τη συζήτηση στην Αθήνα και συγχρόνως να απευθυνθεί προς την Ουάσινγκτον και το Βερολίνο, προειδοποιώντας ότι μια τέτοια κίνηση θα οδηγήσει σε αντιπαράθεση και η ευθύνη θα ανήκει στην… Ελλάδα.
Η πρόταση του Κυριάκου Μητσοτάκη στον αμερικανό ΥΠΕΞ Άντονι Μπλίνκεν (για την τηλεφωνική επικοινωνία δεν υπήρξε περαιτέρω ενημέρωση, πέραν της διαρροής στην «Καθημερινή της Κυριακής»), να ασκηθεί πίεση στην κυβέρνηση της Τρίπολης ώστε να ξεκινήσουν συνομιλίες με την Ελλάδα για την οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών μεταξύ των δύο χωρών, αποτελεί περισσότερο ευχολόγιο παρά πραγματική επιθυμία.
Διότι, κατ’ αρχάς, ακόμη κι αν ο κ. Ντμπεϊμπά αποδεχόταν αυτήν την πρόταση, θα προέκυπτε αμέσως πρόβλημα, καθώς δεν νομιμοποιείται να ξεκινήσει τέτοιου είδους συνομιλίες. Όμως, αμέσως μετά το μείζον θέμα θα ήταν για ποια περιοχή θα διεξαχθούν συνομιλίες. Με δεδομένο ότι το τουρκολιβυκό μνημόνιο συνεχίζει να είναι σε ισχύ, σύμφωνα με την Τρίπολη, η Ελλάδα δεν θα μπορούσε να αποδεχθεί τη συνέχιση των συνομιλιών με την εξαίρεση της περιοχής του τουρκολιβυκού μνημονίου.
Και θα έπρεπε εκ προοιμίου να αποδεχθεί και έναντι της Λιβύης όσα αποδέχθηκε στη συμφωνία μερικής οριοθέτησης με την Αίγυπτο, που αφορά την περιορισμένη επήρεια των νησιών, ακόμη και αυτής της ίδιας της Κρήτης.
Έτσι, στο επίδικο της διαπραγμάτευσης θα βρίσκονταν και τα οικόπεδα τα οποία η Ελλάδα έχει παραχωρήσει νότια και νοτιοδυτικά της Κρήτης με βάση τη μέση γραμμή, που έχει υιοθετήσει μονομερώς και χωρίς διεθνή συμφωνία.
Η διαπραγμάτευση με τη Λιβύη δεν θα ήταν δυνατόν να συνεχισθεί περαιτέρω και ο μοναδικός δρόμος θα ήταν η παραπομπή στο Δικαστήριο της Χάγης, το οποίο η Ελλάδα ελπίζει ότι θα επιλαμβανόταν και της υπόθεσης του τουρκολιβυκού μνημονίου, και οι όποιες αποφάσεις για περιορισμένη επήρεια της Γαύδου ή της Χρυσής θα ήταν αποτέλεσμα της ετυμηγορίας του Δικαστηρίου και έτσι θα ήταν πιο εύπεπτες για την ελληνική κοινή γνώμη.
Όμως η κυβέρνηση έχει να υπερπηδήσει ένα μεγάλο εμπόδιο και δεν είναι γνωστό αν το έλαβε υπόψη του ο κ. Μητσοτάκης, όταν ζήτησε από τους Αμερικανούς να μεσολαβήσουν προς τη Λιβύη – ή όταν ο ίδιος προτείνει διάλογο με την Τουρκία για την επίλυση των προβλημάτων βάσει του διεθνούς δικαίου.
Η Ελλάδα δεν μπορεί να μπει σε καμιά διαπραγμάτευση για οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ εάν προηγουμένως δεν έχει ασκήσει το δικαίωμά της για επέκταση των χωρικών υδάτων, καθώς αν υπάρξει συμφωνία οριοθέτησης, δεν μπορεί να γίνει επέκταση.
Επίσης, η Αθήνα μέχρι στιγμής δεν έχει βρει έναν αποτελεσματικό δρόμο που θα αφήσει έξω τη συνολική διαπραγμάτευση που ζητά η Τουρκία, καθώς είναι προφανές ότι και ο διεθνής παράγοντας και οι Αμερικανοί και οι Γερμανοί, που, υποτίθεται, σήμερα στηρίζουν την Ελλάδα, δεν θα είναι πρόθυμοι να αποδεχθούν το επιχείρημα της Ελλάδας ότι ο διάλογος πρέπει να γίνει μόνο για την οριοθέτηση και να μην αφορά και τα άλλα ζητήματα που θέτει η Τουρκία, όπως η αποστρατικοποίηση των νησιών, οι «γκρίζες ζώνες» και ο εναέριος χώρος.
Μια πιθανή διέξοδος θα ήταν η συζήτηση να επικεντρωθεί στις οριοθετήσεις στην Ανατολική Μεσόγειο, καθώς εκεί τα πράγματα δεν είναι τόσο περίπλοκα όσο στο Αιγαίο, με την πυκνότητα των ελληνικών νησιών και νησίδων.
Όμως και στην Ανατολική Μεσόγειο αυτομάτως θα προκύψει ένα σοβαρό πρόβλημα για την Ελλάδα, καθώς με δεδομένη την αρχή της αναλογικότητας που ισχύει στην νομολογία του Δικαίου της Θάλασσας η στέρηση από το Καστελλόριζο, τη Ρόδο και την Κάρπαθο σημαντικών τμημάτων υφαλοκρηπίδας, που θα δικαιούνταν θεωρητικά βάσει του Δικαίου της Θάλασσας, δεν θα μπορέσει να αντισταθμισθεί με αντίστοιχα ανταλλάγματα στο Αιγαίο (καθώς θα έχει διαχωρισθεί η οριοθέτηση).
Αλλά και για την Τουρκία υπάρχει ένα σχετικό πρόβλημα, καθώς η απειλή του casus belli αφορά το Αιγαίο και θεωρητικά αφήνει εκτός της απειλής την Ανατολική Μεσόγειο και φυσικά την περιοχή νοτίως και ανατολικώς της Κρήτης.
Πάντως, η άμεση απειλή αυτήν τη στιγμή φαίνεται να εστιάζεται στην περιοχή νότια και νοτιοανατολικά της Κρήτης, η οποία θεωρείται και πιο ευάλωτη από την Άγκυρα λόγω της ύπαρξης του τουρκολιβυκού μνημονίου, όπου και οι επιλογές αντίδρασης της Αθήνας δεν είναι απεριόριστες.