Πρόσφατες εκλογές σε ευρωπαϊκές χώρες και άλλες ηπείρους – Πόσο μπορούν να επηρεάσουν τις διεθνείς εξελίξεις

Πρόσφατες εκλογές σε ευρωπαϊκές χώρες και άλλες ηπείρους – Πόσο μπορούν να επηρεάσουν τις διεθνείς εξελίξεις


Του
ΧΡΗΣΤΟΥ Θ. ΜΠΟΤΖΙΟΥ
Πρέσβη ε.τ.


Η διεξαγωγή βουλευτικών ή άλλων εκλογών (προεδρικών, κομματικών, ευρωεκλογών) αποτελεί ένδειξη τήρησης δημοκρατικών διαδικασιών, χωρίς, βέβαια, αυτό να ισχύει πάντοτε, κυρίως όταν τα αποτελέσματα νοθεύονται και παραποιούνται.

Εσχάτως, βουλευτικές εκλογές διεξήχθησαν στην Ιταλία, όπου σημειώθηκε θεαματική αλλαγή με την εκλογική νίκη του ακροδεξιού κόμματος «Fratelli D’ Italia», του οποίου ηγείται η Τζόρτζια Μελόνι, σε συνεργασία με άλλα κόμματα της άκρας ή συντηρητικής Δεξιάς.

Στη Λατινική Αμερική και συγκεκριμένα στη Βραζιλία νικητής των προεδρικών εκλογών αναδείχθηκε ο Λού­λα Ντα Σίλβα, ο οποίος είχε διατελέσει Πρόεδρος και στο παρελθόν (για δύο θητείες) και τον οποίο είχε διαδεχθεί –μετά από ανεπιτυχή θητεία της διαδόχου του– ο ακροδεξιών τάσεων Ζαΐχ Μπολσονάρου.

Σε κομματικό επίπε­δο, είχαμε τις πρόσφατες εκλογές στο Ηνωμένο Βασίλειο για την ανάδειξη του αρχηγού του Συντηρητικού Κόμματος και πρωθυπουργού, μετά την εσωκομματική ανατροπή του Μπόρις Τζόνσον και την παραίτηση της εκλεγμένης κομματικά διαδόχου του Λιζ Τρας. Πρόεδρος του Κόμματος των Συντηρητικών, που αυτομάτως ανέλαβε και πρωθυπουργός, αναδείχθηκε ο ινδοπακιστανικής καταγωγής Ρίσι Σούνακ, ο οποίος κατατάσσεται μεταξύ των πλέον πλουσίων του Ηνωμένου Βασιλείου.

Το διεθνές ενδιαφέρον προκάλεσαν και οι εκλογές που διεξήχθησαν στη Κίνα για ανάδειξη Προέδρου της χώρας, όπως και για ΓΓ του ΚΚΚ, όπου είχαμε τη θεαματική επανεκλογή του Σι Τζινπίνγκ σε αμφότερες τις θέσεις. Στην Ιταλία, η κ. Μελόνι προέβη ήδη στον σχηματισμό κυβέρνησης συνασπισμού, με ανάθεση των βασικών υπουργείων σε πρόσωπα ακροδεξιάς ή συντηρητικής δεξιάς ιδεολογίας.

Υπουργός Εξωτερικών ανέλαβε ο Αντόνιο Ταγιάνι, ο οποίος είχε διατελέσει και πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και ανήκει στο κόμμα «Forza Italia» του Σίλβιο Μπερλουσκό­νι. Ήδη πολλοί διερωτώνται αν ο Ταγιάνι θα ακολουθήσει τις φιλορωσικές θέσεις του αρχηγού του κόμματος στο οποίο ανήκει ή θα αναγκασθεί να συνταχθεί με την αντιρωσική πολιτική της ΕΕ. Σημαντικά υπουργεία, όπως των Εσωτερικών, Υποδομών και Άμυνας, α­νατέθηκαν σε εκλεγμένους που ανήκουν σε ακροδεξιάς ιδεολογίας κόμματα.

Πόσο και πώς μπορούν να επηρεάσουν τη διεθνή πολιτική σκηνή και εξελίξεις οι παραπάνω αλλαγές που σημειώθηκαν στον ευρωπαϊκό χώρο και σε άλ­λες χώρες της υφηλίου; Η πανηγυρική επανεκλογή του Σι Τζινπίνγκ στην Προεδρία της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας σχεδόν προεξοφλεί τη συνέχιση της ίδιας εξωτερικής πολιτικής, αποφεύγοντας την απευθείας ανάμειξη στα εσωτερικά άλλων χωρών, που αποτελεί προσφιλή πρακτική άλλων μεγάλων χωρών και κυρίως των ΗΠΑ. Αναμένεται να διατηρηθεί ή και να ενισχυθεί η συνεργασία με τη Ρωσία, υπό την προϋπόθεση ότι δεν θα σημειωθούν θεαματικές αλλαγές στη Μόσχα εξαιτίας του Ουκρανικού.

Οι σχέσεις του Πεκίνου με την Ουάσινγκτον θα συνεχίσουν να είναι ανταγωνιστικές, επικεντρωμένες κυρίως στον οικονομικό τομέα και εκείνον της υψηλής τεχνολογίας. Γενικά δεν αναμένονται ουσιαστικές αλλαγές στην εξωτερική πολιτική και γενικότερη διεθνή συμπεριφορά της Κίνας, η οποία χαρακτηρίζεται από μετριοπάθεια και αποφυγή καταφυγής σε ακραίες θέσεις.

Σε ό,τι αφορά τη Βραζιλία, που μέχρι στιγμής η εκλογή του Λούλα δεν έχει αμφισβητηθεί από τον Μπολσονάρου, αναμένεται να σημειωθούν αλλαγές στον εσωτερικό τομέα, άλλα λιγότερο αισθητές σε εκείνον της εξωτερικής πολιτικής. Η Βραζιλία είναι η πολυπληθέστερη χώρα της Λατινικής Μερικής και μετέχει στην ομάδα BRICS (Βραζιλία, Ρωσία, Ινδία, Κίνα, Νότιος Αφρική). Το γεγονός αυτό, όπως και η επικράτηση κεντροαριστερών πολιτικών δυνάμεων και σε άλλες χώρες της Λατινικής Αμερικής, όπως στη Χιλή, στο Περού και στην Αργεντινή, είναι πιθανό να επηρεάσει τις σχέσεις με τη Δύση και κυρίως με τις ΗΠΑ.

Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, γρίφος παραμένει η συμπεριφορά της ιταλικής, ακροδεξιάς κυβέρνησης της κ. Μελόνι στο Ουκρανικό. Πάντως θα είναι πολύ δύσκολο να διαχωρίσει τις θέσεις της από τις άλλες δυτικές χώρες. Τα ιταλικά πολιτικά κόμματα φημίζονται για την ικανότητα που διαθέτουν να συμβιβάζονται με την πραγματικότητα. Οι ίδιοι χαρακτηρίζουν την Ιταλία ως χώρα των συμβιβασμών (paese dei compromes­si). Η νέα, ακροδεξιά κυβέρνηση πιθανόν να αλλάξει στάση όσον αφορά την αντιμετώπιση του Προσφυγικού – Μεταναστευτικού, με την Ιταλία να συντάσσεται με τις χώρες της ομάδας VISEGRAD (Ουγγαρία, Πολωνία, Τσεχία, Σλοβακία), οι οποίες ακολουθούν ακραίες θέσεις, που αντίκεινται στις διεθνείς προβλέψεις για τους πρόσφυγες και τους οικονομικούς μετανάστες. Μια αλλαγή στη στάση της Ιταλίας μπορεί να έχει αρνητικές επιπτώσεις για τη χώρα μας (Ιταλία και Ελλάδα αποτελούν τις κύριες πύλες εισόδου των προσφύγων με προορισμό την ΕΕ), καθώς είναι πολύ πιθανό να παρακινήσει τις τουρκικές αρχές να κατευθύνουν τους πρόσφυγες αποκλειστικά προς τις ελληνικές ακτές.

Σε ό,τι αφορά το Ηνωμένο Βασίλειο, οι αλλαγές που επήλθαν με την ανάδειξη νέου αρχηγού του Συντηρητικού Κόμματος (και πρωθυπουργού) πιθανόν να προκαλέσουν προσφυγή στις κάλπες. Αν, δε, επαληθευθούν οι προβλέψεις για νίκη των Εργατικών, ίσως σημειωθούν ευρύτερες εξελίξεις, με επιστροφή του ΗΒ στην ΕΕ. Από όσα εκτίθενται παραπάνω επιβεβαιώνεται η ρευστότητα που επικρατεί στο διεθνές σκηνικό, που θυμίζει άλλες ιστορικές περιόδους.

Επιβεβαιώνεται, επίσης, ότι η παγκοσμιοποίηση, που ακολούθησε την κατάρρευση των κομμουνιστικών καθεστώτων του Ανατολικού Συνασπισμού, δεν συνετέλεσε στη σταθεροποίηση της ειρήνης στον κόσμο. Αντίθετα διεύρυνε τις κοινωνικές αντιθέσεις και ανισότητες.

Η διεθνής κοινωνία επέστρεψε σε περίοδο όχι ιδεολογικών ανταγωνισμών αλλά διεκδίκησης επιρροών και οικονομικής κυριαρχίας. Σε αυτό το ρευστό κλίμα του διεθνούς περιβάλλοντος αναδείχθηκαν προσωπικότητες όπως ο Ταγίπ Ερντογάν, που φιλοδοξεί να αναβιώσει την Οθωμανική Αυτοκρατορία, η οποία, πέραν των κατακτητικών της ικανοτήτων, ουδέν έτερον είχε να επιδείξει, βυθίζοντας τους κατακτημένους λαούς στο απόλυτο πολιτιστικό σκοτάδι.

Ο Ερντογάν εκμεταλλεύθηκε τον ανταγωνισμό Ρωσίας – ΗΠΑ, οι οποίες, για διαφορετικούς λόγους η καθεμία, επιδίωξαν να προσεταιρισθούν την Τουρκία. Και οι δύο χώρες, αφού εγκατέλειψαν τους Κούρδους, επέτρεψαν στον Ερντογάν να εισβάλει στη Συρία, σε περιοχή που κυριαρχείται από το κουρδικό στοιχείο, αφαιρώντας ένα αγκάθι από τον κόρφο της Τουρκίας, που ονομάζεται «κουρδικό ζήτημα». Ρωσία και ΗΠΑ θα πρέπει να υπολογίσουν ότι η Τουρκία, αργά ή γρήγορα, θα στραφεί και εναντίον τους.

Με τη νέα πραγματικότητα που έχει διαμορφωθεί στην Ευρώπη αλλά και στον υπόλοιπο κόσμο, η ελληνική διπλωματία επιβάλλεται να παρακολουθεί και να κάνει κάθε φορά σωστή εκτίμηση της διεθνούς κατάστασης, να ενημερώνει τακτικά και τεκμηριωμένα τις σύμμαχες και φίλες χώρες, αποδεικνύοντας ότι η ένταση που παρατηρείται στις ελληνοτουρκικές σχέσεις δεν οφείλεται σε ιστορικούς λόγους (στους οποίους ορισμένοι θέλουν να την αποδώσουν) αλλά στη ρεβιζιονιστική και αναθεωρητική πολιτική της Άγκυρας.

Επίσης, οφείλει να απαιτεί από τις συμμαχικές χώρες απτή και έμπρακτη συμπαράσταση και όχι ευχολόγια, όταν μάλιστα η συνδρομή της Ελλάδας εκφράζεται και με παραχώρηση στρατιωτικών βάσεων υ­ψηλής στρατηγικής σημασίας.

Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ

Φωτό: bbc.com


Σχολιάστε εδώ