Τράπεζες, servicers και funds – Του Ν. Γ. Χαριτάκη
Υπό
Ν. Γ. ΧΑΡΙΤΑΚΗ
πρώην Επίκουρου Καθηγητή Οικονομικών του ΕΚΠΑ
Σήμερα θα ασχοληθούμε με το σοβαρότερο πρόβλημα που καίει τον μισό πληθυσμό αυτής της χώρας εδώ και μία δεκαετία. Αφορμή, η πρόσφατη συζήτηση στην αρμόδια Επιτροπή της Βουλής. Σκοπός μας, να τα πούμε όσο πιο απλά μπορούμε, για να τα καταλάβουν όσο το δυνατόν περισσότεροι, αλλά κυρίως τα μέλη της Επιτροπής, με έμφαση στους εκπροσώπους της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Ας ξεκινήσουμε με ένα απλό παράδειγμα που καταλαβαίνουμε όλοι. Ένα ιδιοκτήτης ακινήτου ενδιαφέρεται να το πουλήσει. Τι κάνει; Πάει σ’ έναν μεσίτη και του ανακοινώνει την πρόθεσή του. Συμφωνούν μαζί την προμήθεια του μεσίτη. Εμφανίζεται αγοραστής. Τα μέρη συμφωνούν την αξία ανταλλαγής. Αυτή ολοκληρώνεται με τη μεταγραφή στο Κτηματολόγιο. Η ζωή συνεχίζεται.
Ένας ιδιοκτήτης δανείου, π.χ., μια συστημική τράπεζα, θέλει να εισπράξει την οφειλή γιατί είναι σε καθυστέρηση και βάζει υποθήκη ως εγγύηση το σύνολο της περιουσίας του σε καθυστέρηση οφειλέτη. Αναθέτει σ’ έναν μεσίτη –στα «ελληνικά» servicer– να πουλήσει έναντι προμήθειας το δάνειο και μαζί τις εξασφαλίσεις. Στην πόρτα του μεσίτη εμφανίζεται ενδιαφερόμενος που έχει χρηματοπιστωτικούς πόρους ικανούς να καλύψουν αυτήν τη συναλλαγή. Στα ελληνικά ο ενδιαφερόμενος αποκαλείται fund. Ρωτάει τον μεσίτη: «Ποιο είναι το δάνειο που αγοράζω και ποια η αξία ρευστοποίησης της περιουσίας του οφειλέτη;». Γιατί, όπως είναι γνωστό στον λαό μας, κανείς δεν αγοράζει φύκια για μεταξωτές κορδέλες. Όπου φύκια είναι η οφειλή και κορδέλες οι εξασφαλίσεις.
Στο σημείο αυτό η συναλλαγή αρχίζει να έχει πρόβλημα. Λειτουργεί, για όσους θυμούνται από παλιά, η μεθοδολογία της αντιπαροχής στα δάνεια, όπως τότε στα ακίνητα.
«Ξέρεις», λέει ο μεσίτης «πάρε τώρα τα δάνεια των τραπεζών ως σύνολο, με ή χωρίς εξασφαλίσεις. Δεν χρειάζεται να δώσεις τώρα στην τράπεζα την οφειλή. Όταν εισπράξεις ό,τι εισπράξεις, τα μεταβιβάζεις, αφού κρατήσεις για εμένα τα μεσιτικά». Ο μεσίτης μάλιστα τον πληροφορεί ότι η τράπεζα δεν ενδιαφέρεται αυτήν τη στιγμή για το αντίτιμο, αλλά γενικώς περιμένει να εισπράξει ένα 7% από τα ανασφάλιστα, π.χ., κάρτες, και ένα 25% – 30% από τα υπόλοιπα. Εκτός μάλιστα διαδικασίας, τον πληροφορεί ότι το πακέτο που του πουλάει έχει εγγύηση του Δημοσίου, που αν είναι κι αυτό πιστωτής, θα πάρει ένα 25% από το αντίτιμο που κάποτε θα προκύψει. Και μάλιστα υπάρχει και η πιθανότητα η τράπεζα σε κάποια μελλοντική στιγμή να τα ξαναγοράσει. Ουσιαστικά <Β> ψάχνουμε για οιονεί αγοραστές που κερδοσκοπούν <Δ> και όχι για χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς αγοράς εξασφαλισμένων και μη δανείων.
Οι μεσίτες μετατρέπονται σε διαχειριστές, σε συνεργασία με ιδιοκτήτες χωρίς κεφάλαια, ή, όπως συνηθίζεται σε απλά ελληνικά, δοσατζήδες. Αλλά επειδή το δοσατζής και μεσίτης δεν είναι σικ, συνηθίσαμε να τους αποκαλούμε funds και servicers.
Το νεφέλωμα που καλύπτει την αγορά προβληματικών απαιτήσεων (πρέπει να εισπράξουν και τους κεφαλαιοποιημένους τόκους) έρχεται, καθ’ υπόδειξη της ΕΕ και του παγκοσμίως ισχύοντος πτωχευτικού δικαίου, αντιμέτωπο με την κυβέρνηση, όταν ζητάει από τους εμπλεκόμενους να επαναλάβουν ακριβώς την ίδια διαδικασία που εφαρμόστηκε το 2012 και για τα δικά της δάνεια.
Είναι σκόπιμο στο σημείο αυτό να θυμηθούμε τι έγινε τότε:
1.Το σύνολο των δανείων του Ελληνικού Δημοσίου μειώθηκε με διαγραφή του 72% της πραγματικής αξίας. Δηλαδή, οι δανειστές είχαν νέα απαίτηση από τα ελληνικά ομόλογα το 28% της παλαιάς αξίας.
2.Οι κάτοχοι αυτών των νέων απαιτήσεων πήραν νέα ομόλογα με εγγύηση του νέου κρατικού οργανισμού της ΕΕ (ESM). Αν, για παράδειγμα, ο υπουργός Οικονομικών (βλέπε, π.χ., Γ. Βαρουφάκης) απειλούσε ότι δεν θα πλήρωνε το δάνειο, αυτό κατέπιπτε, η χώρα πτώχευε και ο εγγυητής ESM πλήρωνε.
3.Για να εξασφαλίσουν όμως οι εταίροι ότι εμείς θα πληρώσουμε, μας έκαναν τη χάρη να ορίσουν ως servicer τη γνωστή σε όλους μας «τρόικα».
Αυτό ακριβώς έγινε και με τα προβληματικά δάνεια. Έστω κι αν η δική μας τρόικα (βλέπε τράπεζες, servicers και funds), θεώρησε ότι «το ποιος κάνει τι» και «το ποιος είναι ποιος» τους επέτρεπε, εν κοινή συναινέσει, να ρίξουν το Ελληνικό Δημόσιο.
Υπολόγισαν χωρίς τον ξενοδόχο. Το Δημόσιο δεν ακολούθησε την επιθυμητή λογική. Στη διαδικασία αυτή συνέβαλε και η ΕΕ, μέχρι που ήρθε η ταφόπλακα με την πρόσφατη απόφαση του Αρείου Πάγου. Το ανέκδοτο κατέληξε όταν η «τρόικα εσωτερικού» αναζήτησε απεγνωσμένα νομοθετική ρύθμιση. Θυμίζει κάποια άλλη στιγμή, τότε που η ελληνική κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον τότε υπουργού Οικονομικών απειλούσε ότι δεν θα πληρώσει το ΔΝΤ.
Στο σημείο αυτό είναι σκόπιμο και πάλι να αντιληφθούμε τι ισχύει για τα ιδιωτικά σε καθυστέρηση δάνεια:
1.Οι πιστωτές (τράπεζες και Δημόσιο) δηλώνουν (στην πλατφόρμα) το σύνολο των απαιτήσεών τους. Βασική οφειλή, τόκοι, πανωτόκια, καθυστερήσεις κ.ά. Προσοχή! Δεν υπάρχει διαφοροποίηση μεταξύ τραπεζών και Δημοσίου.
2.Ο οφειλέτης δηλώνει «ό,τι έχει και δεν έχει».
3.Ο μεσίτης ζητά από υπεύθυνο εκτιμητή αποτίμηση της συνολικής αξίας ρευστοποίησης του «ό,τι έχει και δεν έχει». Χωρίς υπεύθυνη αποτίμηση κινητών και ακινήτων, εντός κι εκτός της χώρας, δεν γίνεται τίποτα. Σε περίπτωση οφειλών νομικών προσώπων, στα περιουσιακά στοιχεία εισέρχονται και οι δυνητικές εξασφαλίσεις των φυσικών υπευθύνων.
4.Τα χρέη χωρίζονται σε τρεις κατηγορίες: α. Με άμεσα ρευστοποιήσιμη εξασφάλιση μέσω πλειστηριασμού. β. Με οιονεί εξασφάλιση, π.χ., μετοχές εταιρειών σε λειτουργία. γ. Χωρίς καμία εξασφάλιση, π.χ., πιστωτικές κάρτες.
5.Από το σύνολο των τριών κατηγοριών, το Ελληνικό Δημόσιο εγγυάται μόνο την πρώτη κατηγορία και μόνο για την οφειλή του συγκεκριμένου οφειλέτη. Σε απλά ελληνικά, για να το καταλάβουμε όλοι, δεν χάνω το σπίτι μου στον πλειστηριασμό επειδή ο γείτονας δεν πλήρωσε την πιστωτική του κάρτα, στην περίπτωση που και τα δύο δάνεια ανήκουν στο ίδιο πακέτο που αγόρασε το fund.
6.Ο servicer πουλάει το πακέτο σε ενδιαφερόμενο αγοραστή, ο οποίος καταβάλλει το τίμημα. Αυτό μοιράζεται σε τράπεζες και Δημόσιο και εάν δεν καλύπτεται το σύνολο της οφειλής, διαγράφονται και από το Δημόσιο και από τις τράπεζες, κατ’ αναλογία οφειλής, τα υπόλοιπα. Όπως και στη διαγραφή του 2012, όπου ο οφειλέτης πληρώνει τη συμφωνία και ο διαχειριστής ρευστοποιεί, σε περίπτωση που δεν γίνεται η καταβολή.
7.Το φυσικό αλλά και το νομικό πρόσωπο είναι αυτομάτως καθαρά και κάθε επιπλέον βάρος διαγράφεται.
8.Αν στις υποθήκες υπάγεται και η πρώτη κατοικία, το σπίτι το αγοράζει το Δημόσιο στην τιμή ρευστοποίησης και το υπενοικιάζει, μέχρι εξόφλησης της αρχικής τιμής ρευστοποίησης είτε από τον οφειλέτη είτε από τους κληρονόμους.
Σε όλα αυτά ο Άρειος Πάγος είπε το πολύ απλό. Δεν μπορεί κανένας από τους δύο δικαιούχους, τράπεζες και Δημόσιο, ως έχοντες απαίτηση, και από την άλλη τα funds, ως αγοραστές, να διεκδικήσουν ποσά από τους οφειλέτες πριν οι servicers περιγράψουν το πραγματικό ύψος της απαίτησης, υποχρεώνοντας παράλληλα τράπεζες και Δημόσιο στην άμεση διαγραφή του υπολοίπου. Απλοϊκά, ο Άρειος Πάγος είπε ότι κανένας εκ των αντισυμβαλλόμενων δεν λειτουργεί με τη λογική «παίρνε και γύρευε».
Γι’ αυτό και ζήτησε για να δικαιολογήσει διαγραφή απαιτήσεων του Δημοσίου και των ασφαλιστικών, καταγραφή της αξίας των εξασφαλίσεων σε αξία ρευστοποίησης της περιουσίας στο σύνολο. Δεν μπορούν οι οφειλέτες να έχουν ιδιοκτησία τρεις πολυκατοικίες και να ζητούν διαγραφή για την πρώτη κατοικία από τους πιστωτές.
Έπειτα από 12 χρόνια και αφού η «τρόικα εσωτερικού» αντιληφθεί την ισχύ των νόμων του κράτους και την ισχύ των αποφάσεων του Ανώτατου Δικαστηρίου έναντι της διοικητικής εξουσίας, θα προχωρήσουμε επιτέλους θεσμικά.
Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ