Το έπος του ’40: Ιστορία και διδάγματα
Του
ΧΡΗΣΤΟΥ Θ. ΜΠΟΤΖΙΟΥ
Πρέσβη ε.τ.
Mπορεί μία χώρα να έχει δύο εθνικές εορτές; Το συγκεκριμένο ερώτημα είχε υποβάλει, σε φιλική συζήτηση, ξένος διπλωμάτης που είχε υπηρετήσει στην Ελλάδα και είχε παρευρεθεί στους εορτασμούς των δύο εθνικών επετείων, της 25ης Μαρτίου και της 28ης Οκτωβρίου.
Το ερώτημα αφορούσε περισσότερο τη δεύτερη, επειδή Ιταλία και Ελλάδα –όπως υποστήριζε– είναι χώρες-μέλη της ΕΕ και του ΝΑΤΟ και οι σχέσεις μεταξύ των δύο λαών είναι από τις πλέον φιλικές. Το ερώτημα δεν ήταν δύσκολο να απαντηθεί. Πρώτον, γιατί η Ελλάδα δεν είναι η μόνη χώρα που έχει δύο εθνικές εορτές και, δεύτερον, και το σημαντικότερο, γιατί οι εορτασμοί για την εθνική επέτειο της 28ης Οκτωβρίου δεν στρέφονται κατά του ιταλικού λαού, αλλά έχουν θεσπισθεί για να τιμήσουμε τη μνήμη όλων εκείνων των, επώνυμων και ανώνυμων, αγωνιστών, που αντιστάθηκαν και θυσιάστηκαν για να αποκρούσουν και να αποτρέψουν τους σχεδιασμούς του ιταλού δικτάτορα Μπενίτο Μουσολίνι κατά της εδαφικής ακεραιότητας της χώρας μας.
Ορισμένοι, απλοποιώντας την Ιστορία, αποδίδουν την κήρυξη του πολέμου της φασιστικής Ιταλίας κατά της Ελλάδος, τα χαράματα της 28ης Οκτωβρίου του 1940, σε λόγους γοήτρου του Μουσολίνι, επειδή ήθελε να αποδείξει στον σύμμαχο και ομοϊδεάτη του, Αδόλφο Χίτλερ, ο οποίος είχε ήδη από το προηγούμενο έτος εισβάλει στην Πολωνία (κάτι που σηματοδότησε την έναρξη του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου), ότι δεν υπολειπόταν εκείνου σε γενναιότητα και ιδεολογική αποφασιστικότητα. Ασφαλώς πρόκειται για υπεραπλούστευση και ρηχή ερμηνεία της Ιστορίας, γιατί το τελεσίγραφο της Ρώμης, το οποίο επέδωσε χαράματα της 28ης Οκτωβρίου στον Ιωάννη Μεταξά ο ιταλός πρέσβης Εμανουέλε Γκράτσι, ήταν μέρος ενός σχεδίου καταστρωμένου από καιρό και καλά μελετημένου.
Ο έλληνας πρέσβης στη Ρώμη ενημέρωνε συνεχώς το υπουργείο Εξωτερικών για τις κινήσεις της Ιταλίας και την ενίσχυση των στρατιωτικών της δυνάμεων στην Αλβανία, ενώ δυσπιστούσε στις καθησυχαστικές δηλώσεις και διαβεβαιώσεις του υπουργού Εξωτερικών Τσιάνο (γαμπρού του ιταλού δικτάτορα) για τα δήθεν φιλικά αισθήματα που έτρεφε για την Ελλάδα. Ο τορπιλισμός του ελληνικού πολεμικού «Έλλη» ανήμερα της εορτής της Μεγαλόχαρης στην Τήνο (τα αποδεικτικά ευρήματα που αποδείκνυαν την εθνικότητα του ξένου υποβρυχίου που τον προκάλεσε ήταν αδιάψευστα, αλλά το μεταξικό καθεστώς απέφυγε να τα γνωστοποιήσει) ήταν προάγγελος των μετέπειτα εξελίξεων.
Παραδόξως, παρά τις ιστορικές, φυλετικές και πολιτιστικές συγγένειες μεταξύ των δύο λαών, η μελέτη της διπλωματικής ιστορίας αποδεικνύει ότι η σύγχρονη Ιταλία έχει αδικήσει την Ελλάδα και τον λαό της. Ελλάδα και Ιταλία δημιούργησαν τον ανυπέρβλητο ελληνορωμαϊκό πολιτισμό, που στη συνέχεια στάθηκε το πρότυπο για το πνεύμα, τα γράμματα και τις τέχνες, για την Αναγέννηση, που δυστυχώς η Ελλάδα, λόγω της πτώσης της Κωνσταντινούπολης στους Οθωμανούς Τούρκους, δεν γνώρισε. Η σύγχρονη Ιταλία πρωτοστάτησε και υπήρξε υπέρμαχος της σύστασης του νέου αλβανικού κράτους το 1914, με την εδαφική συμπερίληψη και της περιοχής της Βορείου Ηπείρου, στην οποία ιστορικά, θρησκευτικά και φυλετικά κυριαρχούσε το ελληνικό στοιχείο.
Στη συνέχεια, και μετά τον ελληνοτουρκικό πόλεμο, που κατέληξε με ήττα των Ελλήνων στη Μικρά Ασία και την υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάννης το 1922, η ιταλική διπλωματική αντιπροσωπεία στην Κοινωνία των Εθνών υπήρξε υπέρμαχος για εξαίρεση των «Τσάμηδων της Θεσπρωτίας» από την υποχρεωτική ανταλλαγή των πληθυσμών. Το 1923, με αφορμή τη δολοφονία του ιταλού στρατηγού Τελίνι, που αποδόθηκε στον αντισυνταγματάρχη Δημήτρη Μπότσαρη, γόνο της ιστορικής σουλιώτικης οικογενείας, ο οποίος το αρνήθηκε επιμόνως, βομβάρδισε την Κέρκυρα. Αποκορύφωμα της άδικης συμπεριφοράς της Ρώμης έναντι της Ελλάδος ήταν η κήρυξη του πολέμου τις πρωινές ώρες της 28ης Οκτωβρίου 1940. Πριν και μετά την κατάληψη της Ελλάδος, με τη βοήθεια της ναζιστικής Γερμανίας, που εισέβαλε στην Ελλάδα τον Απρίλη του 1941, τα ιταλικά στρατεύματα κατοχής συνέδραμαν τους «Τσάμηδες της Θεσπρωτίας», οι οποίοι ήταν όλοι έλληνες υπήκοοι και είχαν στραφεί κατά των ελλήνων συμπολιτών τους, αποβλέποντας στην προσάρτηση της Θεσπρωτίας στο αλβανικό κράτος.
Το έπος του ’40 γράφτηκε από επώνυμους και ανώνυμους αγωνιστές, σε πολιτικό και στρατιωτικό επίπεδο. Ένας από τους πλέον διακριθέντες, η αναγνώριση της ηρωικής προσφοράς του οποίου όμως στο ελληνοαλβανικό μέτωπο καθυστέρησε σημαντικά, ήταν και ο συνταγματάρχης Μαρδοχαίος Φριζής, εβραϊκού θρησκεύματος, ο οποίος πέτυχε την πρώτη νίκη κατά των Ιταλών, απωθώντας τα ιταλικά στρατεύματα εντός του αλβανικού εδάφους. Έπεσε ηρωικώς, έφιππος, αρνούμενος να υποχωρήσει. Προ ολίγων ετών έγινε η αποκομιδή των οστών του από την Πρεμετή, όπου είχε ταφεί, τα οποία μεταφέρθηκαν με στρατιωτικό αεροσκάφος στο Εβραϊκό Νεκροταφείο της Θεσσαλονίκης, με την απόδοση τιμών ήρωα και την παρουσία ανώτατων στρατιωτικών και πολιτικών εκπροσώπων. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Δήμος Ιωαννίνων αρκέστηκε να δώσει το όνομά του σε μία μικρή οδό πλησίον της λίμνης Παμβώτιδας, ενώ δεν ανταποκρίθηκε σε αίτημα του γιου του, Ιάκωβου Φριζή, να στηθεί και μια προτομή του. Προφασίστηκε οικονομικές αδυναμίες! Αντίθετα, μεγάλο άγαλμα που τον παριστάνει έφιππο έχει στηθεί στην παραλία της Χαλκίδας, που ήταν η γενέτειρά του, και η δαπάνη φιλοτέχνησης, κατασκευής και μεταφοράς καλύφθηκε από προσφορές Ελλήνων του Μίτσιγκαν στις ΗΠΑ. Τα αποκαλυπτήρια έγιναν στις 20 Σεπτεμβρίου του 2010 (τι σύμπτωση!), από τον γιαννιώτη τότε Πρόεδρο της Δημοκρατίας Κάρολο Παπούλια.
Το Έπος του ’40, πέραν της αναγνώρισης της ηρωικής αντίστασης των Ελλήνων κατά των δυνάμεων της Φασιστικής Ιταλίας, έχει και ευρύτερη σημασία. Ενέπνευσε και ενθάρρυνε και άλλους ευρωπαϊκούς λαούς να αντισταθούν στον φασισμό – ναζισμό, καταρρίπτοντας τον μύθο του αήττητου των στρατευμάτων των δύο ολοκληρωματικών καθεστώτων.
Η απειλή κατά της εδαφικής ακεραιότητας της χώρας μας αντιμετωπίσθηκε από σύσσωμο τον ελληνικό λαό, παρά τα ρήγματα που είχε προκαλέσει η επιβολή της δικτατορίας του Ιωάννη Μεταξά. Ήταν η ομοψυχία του ελληνικού λαού που αντιμετώπισε τις φασιστικές ορδές, γιατί, χωρίς αυτή, το «ΟΧΙ» του Μεταξά θα ήταν μια λέξη κενή. Το Έπος του ’40 είναι ένα λαμπρό ορόσημο στη σύγχρονη ιστορία του ελληνικού έθνους και πρέπει να μας εμπνέει και να μας καθοδηγεί πάντοτε, πολλώ δε μάλλον τις ημέρες που διανύουμε, αφού η χώρα μας δέχεται συνεχώς προκλήσεις και απειλές εξ Ανατολών.
Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ