Η επίσκεψη Σολτς στην Αθήνα – Του Π. Αδαμίδη

Η επίσκεψη Σολτς στην Αθήνα – Του Π. Αδαμίδη


Του
ΠΟΛΥΚΑΡΠΟΥ ΑΔΑΜΙΔΗ
Δικηγόρου, LL.M (Harvard’ 95), ΔΝ, αν. Καθηγητή
Κοινοτικού Δικαίου, Προμηθειών και Διεθνών Σχέσεων
στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων


Ο γερμανός καγκελάριος ήλθε, είδε και απήλθε. Επισκέφθηκε την Ακρόπολη και απόλαυσε μια χαλαρή έξοδο στη Μαρίνα του Φλοίσβου. Και καλά έκανε. Η Αθήνα εξάλλου είναι στοχευμένη επιλογή για τη διευθέτηση εκκρεμοτήτων της χώρας του στο νέο ταραχώδες διεθνές σκηνικό. Είχε προηγηθεί η επίσκεψή του στη Γαλλία. Ο πόλεμος στην Ουκρανία και η ενεργειακή κρίση ρίχνουν βαριά τη σκιά τους και στη γερμανική κοινωνία.

Η Γερμανία του Σολτς έχει βασικές διαφορές σε σχέση με τη Γερμανία της Μέρκελ, η οποία είχε επισκεφθεί την Ελλάδα τέτοιες ημέρες, πριν από χρόνια. Εξακολουθεί να είναι η μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης, αν και δεν διεκδικεί τον ρόλο και τις ευθύνες της ευρωπαϊκής ατμομηχανής. Το δείχνει ο πραγματιστής στις ενέργειες και στη συμπεριφορά του καγκελάριος Σολτς.

Χωρίς πολλή περίσκεψη και οιαδήποτε προηγούμενη συνεννόηση με τα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τους ευρωπαϊκούς θεσμούς, προχώρησε στην εκπόνηση προγράμματος ύψους 200 δισ. ευρώ για τη στήριξη των γερμανικών νοικοκυριών και επιχειρήσεων εν όψει του χειμώνα και των συνεπειών του πολέμου στην Ουκρανία. Όπως, με αφοπλιστική ειλικρίνεια, φέρεται ότι διαμηνύθηκε, η Γερμανία το έπραξε γιατί μπορεί. Σε μια ελεύθερη απόδοση, είναι μια απλή επανάληψη του εθνικού της ύμνου, «η Γερμανία πάνω από όλα». Δεν μπορεί βέβαια να παραγνωριστεί το γεγονός ότι ευρύτατα στρώματα της γερμανικής κοινωνίας δοκιμάζονται από την ενεργειακή και την οικονομική κρίση αλλά και το διάχυτο πρόβλημα της έλλειψης στέγης. Οι Γερμανικές Αρχές σπεύδουν να προλάβουν τα χειρότερα.

Στο ίδιο πλαίσιο –προτάγματος των εθνικών συμφερό­ντων–, δεν μπορεί παρά να αντιμετωπιστεί και η διαφοροποιημένη θέση της Γερμανίας έναντι της Κίνας. Έτσι, ενώ είναι κοινός τόπος για τον Δυτικό Κόσμο η ανάγκη απεξάρτησης από τον ασιατικό γίγαντα σε κρίσιμες προμήθειες και ο επαναπατρισμός των γραμμών παραγωγής, η Γερμανία εγκρίνει την απόκτηση του 25% του λιμένος του Αμβούργου από τον κινέζικο κολοσσό της COSCO. Αυτόματα, οι κοινές προσπάθειες, σε ευρωπαϊκό επίπεδο, για ανάσχεση της κινεζικής διείσδυσης σε κρίσιμους τομείς και υποδομές της ευρωπαϊκής οικονομίας χαρακτηρίζονται, το πρώτον, από έλλειμμα αξιοπιστίας, αν δεν καθίστανται άμεσα γράμμα κενό.

Εν προκειμένω υπάρχει και συνέχεια. Που δεν είναι άλλη από τη μετάβαση γερμανικής κυβερνητικής αποστολής, με επικεφαλής τον καγκελάριο Σολτς, τις επόμενες ημέρες στο Πεκίνο. Και η χρονική συγκυρία είναι ιδιαίτερα ευαίσθητη, καθώς συμπίπτει με την ανανέωση της θητείας, που είναι η τρίτη, του κινέζου Προέδρου. Του πολιτικού ηγέτη, δηλαδή, που διακηρυγμένα θέλει να μετατρέψει την οικονομική ισχύ της χώρας του σε μοχλό πολιτικής επιρροής και επαναδιαμόρφωσης των γεωπολιτικών συσχετισμών σε παγκόσμιο επίπεδο. Η Γαλλία φέρεται δυσαρεστημένη και δεν θεωρείται τυχαίο ότι δεν υπήρξε κοινή συνέντευξη Τύπου Μακρόν – Σολτς, όταν ο τελευταίος επισκέφθηκε το Παρίσι, πριν το ταξίδι του στην Αθήνα.

Κατά την επίσκεψή του στη χώρα μας, ο καγκελάριος Σολτς επισήμανε, και ορθώς, ότι μεταξύ της χώρας μας και της Τουρκίας πρέπει να υπάρξει διάλογος επί τη βάσει του διεθνούς δικαίου. Τόνισε μάλιστα ότι δεν νοείται αμφισβήτηση της κυριαρχίας μας, ως κράτους-μέλους του ΝΑΤΟ, από άλλη χώρα του ΝΑΤΟ. Η τοποθέτηση όμως αυτή κατ’ ελάχιστο δεν είναι επαρκής. Γιατί, αν μη τι άλλο, οι σχέσεις μας και οι δεσμοί μας με τη Γερμανία δεν περιορίζονται στο ΝΑΤΟ. Ανήκουμε στην ίδια Ένωση, την Ευρωπαϊκή, στην οποία η Τουρκία δεν είναι μέλος και της οποίας τις αρχές, σε διάρκεια χρόνου, και περιφρονεί και δεν ενστερνίζεται.

Η αμφισβήτηση της κυριαρχίας μας είναι επίσης πράξη τρομοκράτησής μας, απέναντι στην οποία ρητά προβλέπεται η στήριξή μας από όλα τα άλλα μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η αμφισβήτηση της κυριαρχίας μας είναι αμφισβήτηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Και αυτό έπρεπε να τονιστεί. Είναι στοιχεία που δεν αναδείχθηκαν κατά την επίσκεψη του γερμανού καγκελάριου. Αποτελούν παρακαταθήκη για την επόμενη φορά. Όπου προφανώς θα τεθεί και το ζήτημα των οφειλόμενων γερμανικών αποζημιώσεων.

Η Πολωνία, μόλις πρόσφατα, την 1η Σεπτεμβρίου του 2022, υποστήριξε ότι στην περίπτωσή της ανέρχονται στο 1,3 τρισ. ευρώ. Εμείς, με βάση τα διακηρυχθέντα, έχουμε προχωρήσει ή θα έπρεπε να προχωρήσουμε στη στοιχειοθέτηση των δικών μας. Το εθνικό εξάλλου δεν αντιστρατεύεται το ευρωπαϊκό. Πρώτος ο καγκελάριος Σολτς το υποστηρίζει αυτό.

Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ


Σχολιάστε εδώ