Δημήτρης Βίτσας στο “Π”: Περί εγκλημάτων και ποινών, ξανά

Δημήτρης Βίτσας στο “Π”: Περί εγκλημάτων και ποινών, ξανά

Του
ΔΗΜΗΤΡΗ ΒΙΤΣΑ
Αντιπροέδρου της Βουλής, Βουλευτή ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ Δυτικής Αθήνας


Σε κάθε περίπτωση ενός ιδιαιτέρως ειδεχθούς εγκλήματος, που συγκλονίζει την ελληνική κοινωνία –και τέτοιες περιπτώσεις έχουν, δυστυχώς, αυξηθεί ανησυχητικά τα τελευταία χρόνια στη χώρα μας–, παρατηρούμε το ίδιο φαινόμενο: μια κυριολεκτικά μέχρι αηδίας κάλυψη του εγκλήματος σε κάθε ανατριχιαστική του λεπτομέρεια, έως ότου το τηλεοπτικό κοινό να αναπτύξει μια όχι υγιή εξοικείωση, η οποία συνοδεύεται αναπόδραστα από δηλώσεις εξεχουσών προσωπικοτήτων της κυβέρνησης Μητσοτάκη –ενίοτε και από σχετικές τροπολογίες– περί αυστηροποίησης των ποινών που προβλέπονται στον Ποινικό Κώδικα. Χωρίς να λείπουν τα προπαγανδιστικά fake news περί δήθεν «ήπιας μεταχείρισης τέτοιων εγκλημάτων» από την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, τα οποία ναι μεν αποσύρονται μόλις αποκαλύπτεται το ψεύδος, έχουν όμως ήδη χύσει το δηλητήριό τους σε μια σοκαρισμένη και ευεπηρέαστη κοινωνία.

Φαίνεται αδιανόητο, αλλά στην Ελλάδα του 2022 πρέπει να υπενθυμίσουμε σε κάποιους υπουργούς της κυβέρνησης Μητσοτάκη ποια είναι η φύση του σωφρονιστικού συστήματος και ποια η αποστολή της δικαιοσύνης σε μια ευνομούμενη κοινωνία. Και να υπογραμμίσουμε ότι αυτή η αποστολή δεν περιλαμβάνει την εργαλειοποίηση της δικαιοσύνης, είτε προς εξυπηρέτηση του εκάστοτε κυβερνητικού αφηγήματος περί ησυχίας, τάξης και ασφάλειας είτε για άλλους, ακόμα περισσότερο υπονομευτικούς του κύρους της δικαιοσύνης, σκοπούς. Υποτίθεται ότι τα ευρωπαϊκά συστήματα δικαίου αυτά τα ζητήματα τα έχουν λύσει από την εποχή του Διαφωτισμού.

Αλήθεια, όμως, έχουμε φτάσει σε ένα σημείο όπου, αντί να ελέγχει η δικαιοσύνη τους φερόμενους ως εμπλεκομένους σε διάφορα σκάνδαλα που αγγίζουν είτε αυτήν είτε προηγούμενες κυβερνήσεις της ΝΔ, να ελέγχονται –και μάλιστα να διώκονται εκδικητικώ τω τρόπω– εκείνοι οι δικαστικοί λειτουργοί που ενήργησαν με ευσυνειδησία και αίσθηση του καθήκοντος. Με απλά λόγια, είναι ντροπή για τη χώρα το ότι καθόμαστε και συζητάμε για το εάν η υπόθεση Novartis ήταν σκάνδαλο ή «σκευωρία». Και αυτό είναι ένα μόνο κραυγαλέο παράδειγμα μεταξύ πολλών.

Αυτά είναι εξαιρετικά επικίνδυνα πράγματα. Και μια παράταξη που σε κάθε ευκαιρία κομπάζει για το πόσο νοιάζεται για την ακεραιότητα των πολιτειακών θεσμών θα όφειλε, αν μη τι άλλο, να είναι πολύ πιο προσεκτική. Η δικαιοσύνη δεν είναι απλά μία από τις πολιτειακές εξουσίες, αλλά ενεργεί ως συγκολλητική ουσία μιας κοινωνίας διά της ισονομίας. Αυτή η θεμελιώδης αποστολή της βρίσκεται σήμερα σε κίνδυνο, καθώς η κοινωνία έχει την αίσθηση, αν όχι την πεποίθηση (και όχι αδίκως), ότι υπάρχουν τουλάχιστον δύο κατηγορίες δικαιοσύνης: μία για εκείνους που απολαμβάνουν στενούς δεσμούς με την κυβέρνηση Μητσοτάκη και το πλέγμα που έχει δημιουργηθεί πέριξ αυτής και μία για όλους τους υπόλοιπους. Θα προσθέταμε και μια τρίτη κατηγορία: τη δικαιοσύνη που εξαντλεί την αυστηρότητά της στους θεωρούμενους ως εχθρούς της κυβέρνησης ή ως «απόβλητους και παρίες».

Στην Ελλάδα του κ. Μητσοτάκη έχουμε χάσει τον λογαριασμό των υποθέσεων διασπάθισης δημοσίου χρήματος, διαφθοράς και λεηλασίας του δημοσίου πλούτου στις οποίες εμπλέκονται άμεσα διάφορα εκλεκτά μέλη της λεγόμενης «αριστείας». Είτε διατηρούν κάποιο δημόσιο αξίωμα (κάποιοι είναι και μέλη του Κοινοβουλίου) είτε είναι απλώς τοπικοί κομματάρχες και προνομιούχοι φίλοι που βρίσκουν τρόπους να κλείνουν επικερδείς δουλειές με το Δημόσιο. Την ίδια ώρα, η ακρίβεια απομυζά το λαϊκό εισόδημα και όλο και περισσότεροι Έλληνες ανακαλύπτουν ότι δεν έχουν προοπτική, όχι για το επαγγελματικό και οικογενειακό τους μέλλον, αλλά σε πάμπολλες περιπτώσεις ούτε για να βγάλουν τον μήνα και να πληρώσουν τους τρέχοντες –συνεχώς διογκούμενους– λογαριασμούς τους.

Μια κοινωνία που βρίσκεται στον αγώνα της επιβίωσης και συγχρόνως έρχεται αντιμέτωπη με αυτήν τη νοσηρή κατάσταση στα ανώτερα επίπεδα της εξουσίας, βιώνοντας το αίσθημα της ματαίωσης και της θεμελιώδους αδικίας, βρίσκεται επικίνδυνα κοντά είτε στην έκρηξη είτε στην παραίτηση. Και τα δύο ενδεχόμενα είναι αδιέξοδα για το μέλλον της χώρας. Το ιστορικό χρέος των δημοκρατικών δυνάμεων της χώρας, με πρώτο τον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, είναι να δώσουν μια διαφορετική, δημοκρατική και προοδευτική εναλλακτική.

Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ


Σχολιάστε εδώ