Η Ελληνική άμυνα να αντισταθμίσει κατεπειγόντως το τουρκικό πλεονέκτημα σε βαλλιστικούς πυραύλους και σε μη επανδρωμένα επιθετικά αεροσκάφη
Γράφει ο
ΠΕΡΙΚΛΗΣ ΝΕΑΡΧΟΥ
Πρέσβυς ε.τ.
Ο πύραυλος «Tayfun», βεληνεκούς 650 χλμ. και ενδεχομένως πολύ μεγαλύτερου, που εκτόξευσε δοκιμαστικά η Άγκυρα την περασμένη εβδομάδα, πρέπει να αφυπνίσει και να κινητοποιήσει την Ελληνική πλευρά πάνω στην ανάγκη να αναζητήσει γρήγορα αποτελεσματική αντιστάθμιση του Τουρκικού πλεονεκτήματος σε βαλλιστικούς πυραύλους και σε μη επανδρωμένα επιθετικά αεροσκάφη.
Η αντιστάθμιση δεν αναφέρεται μόνο στα όπλα, αλλά και στα νέα δόγματα και τακτικές πολέμου, που αυτά επιφέρουν. Ένα παράδειγμα είναι ο διεξαγόμενος πόλεμος στην Ουκρανία. Οι βαλλιστικοί πύραυλοι και τα μη επανδρωμένα επιθετικά αεροσκάφη, κάθε είδους, διαδραματίζουν πρωταγωνιστικό ρόλο.
Η Ελλάδα είχε πειραματισθεί, από τη δεκαετία του 1980, και στους δύο αυτούς τομείς, όταν, για μια περίοδο, είχε επικρατήσει πολιτική αναπτύξεως της αμυντικής βιομηχανίας. Γινόταν τότε συζήτηση, μεταξύ άλλων, για την από κοινού ανάπτυξη με την Ινδία και επιθετικού ελικοπτέρου. Η πολιτική αυτή, δυστυχώς, δεν μακροημέρευσε.
Υπερίσχυσε η πολιτική των απλών προμηθειών και όλα τα φιλόδοξα σχέδια αναπτύξεως της εθνικής αμυντικής βιομηχανίας εγκατελείφθησαν σιωπηρά. Οι συνέπειες φαίνονται σήμερα στον υποσκελισμό της Ελλάδος από την Τουρκία στην εθνική αμυντική παραγωγή και αμυντική βιομηχανία και τεχνολογία. Σε μελέτη που είχε κάνει το Ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών, με πρωτοβουλία του υφυπουργού Εξωτερικών Γιάννη Καψή, στις αρχές της δεκαετίας του 1980, για την Ελληνική και την Τουρκική αμυντική βιομηχανία, η Ελλάδα υπερείχε καταφανέστατα.
Η Τουρκία εφάρμοσε όμως από τότε μια συνεπή και συστηματική αναπτυξιακή πολιτική, με υψηλούς, φιλόδοξους στόχους και έφθασε στο σημείο να καλύπτει σήμερα με εθνική παραγωγή το 70% των αμυντικών αναγκών της.
Αντιθέτως, η Ελλάδα άφησε να παρακμάσει πλήρως η αμυντική της βιομηχανία και έφτασε στο σημείο η μεγαλύτερη δύναμη στην εμπορική ναυτιλία στον κόσμο να μην έχει στη διάθεσή της ούτε ένα ναυπηγείο. Η Τουρκία απέκτησε εν τω μεταξύ πέντε μεγάλα ναυπηγεία και ικανότητα ναυπηγήσεως κάθε είδους πολεμικού πλοίου.
Στον ναυπηγικό τομέα διαφαίνεται, ευτυχώς, μια ανάκαμψη, που θα βοηθήσει και τη ναυτική αμυντική βιομηχανία. Στους άλλους όμως τομείς, παρά τις έκτακτες και επείγουσες ανάγκες της εθνικής άμυνας, η κυβερνητική πολιτική συνεχίζει την πεπατημένη των προηγουμένων χρόνων, την πορεία χωρίς πραγματική στρατηγική, με συγκεκριμένους στόχους, και την απραξία.
Η Άγκυρα εν τω μεταξύ συνεχίζει, με ραγδαίους ρυθμούς, την ανάπτυξη της πολεμικής της βιομηχανίας, με στρατηγικό στόχο να απεξαρτηθεί πλήρως, σταδιακά, από τις ξένες προμήθειες, να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις ανεξάρτητης πολιτικής και να αποκτήσει πλεονέκτημα διεθνούς επιρροής και υπεροχής και επιβολής έναντι των γειτόνων της.
Στο πλαίσιο αυτό, προωθεί ταυτόχρονα μεγάλα προγράμματα σε όλους τους τομείς. Αποδίδει όμως ιδιαίτερη σημασία σε όπλα και οπλικά συστήματα που προσφέρονται στην εφαρμογή νέων, σύγχρονων δογμάτων μάχης και τακτικών και σε μορφές υβριδικού και ανορθόδοξου πολέμου.
Δύο από τα οπλικά αυτά συστήματα είναι οι βαλλιστικοί πύραυλοι και τα μη επανδρωμένα επιθετικά αεροσκάφη. Οι βαλλιστικοί πύραυλοι δεν είναι νέο όπλο. Οι σημερινοί όμως πύραυλοι έχουν πολύ μεγαλύτερο βεληνεκές και πολύ μεγαλύτερη ακρίβεια. Η Τουρκία αντέγραψε αρχικά Κινεζικούς βαλλιστικούς πυραύλους. Αφομοίωσε όμως γρήγορα σημαντική τεχνολογία και με τις προσβάσεις που έχει, ως χώρα του ΝΑΤΟ, στη Δυτική τεχνολογία κατόρθωσε να βελτιώσει τις επιδόσεις των βαλλιστικών της πυραύλων. Σήμερα συνεργάζεται επίσης στενά με το Πακιστάν, που έχει σημαντική πυραυλική τεχνολογία, απαραίτητη, μεταξύ άλλων, για την εκτόξευση των πυρηνικών κεφαλών που διαθέτει.
Συγκεκριμένα, στον τομέα των βαλλιστικών πυραύλων, η Άγκυρα ανέπτυξε διαδοχικά τους πυραύλους «Γιλντιρίμ Ι, II και ΙΙΙ», με βεληνεκή αντιστοίχως 150, 300 και 900 χλμ. Ανέπτυξε επίσης τον πύραυλο «Μπόρα», με βεληνεκές 300 χλμ. και εσχάτως τον πύραυλο «Tayfun», με βεληνεκές 560 χλμ. και ενδεχομένως 1.000. Παραλλήλως, ανέπτυξε πυραύλους τεχνολογίας Κρουζ, όπως ο Σομ, με βεληνεκές 240 χλμ., και πυραύλους αέρος – αέρος και αέρος – εδάφους. Διαθέτει επίσης, σε έκδοση εδάφους – εδάφους, τον πύραυλο «Κασίργκα», με βεληνεκές 120 χλμ., και δικά της πολυπυραυλικά συστήματα, με βεληνεκές 40 χλμ.
Η μεγάλη φιλοδοξία της Άγκυρας στον τομέα αυτό είναι να κατακτήσει την τεχνολογία αντιαεροπορικών και αντιπυραυλικών συστημάτων μεγάλου βεληνεκούς, όπως οι S-400.
Ανάλογη ήταν η προσπάθεια της Άγκυρας στον τομέα των μη επανδρωμένων επιθετικών αεροσκαφών. Απέκτησε την πρώτη υψηλή τεχνολογία στον τομέα αυτό από το Ισραήλ, με την αγορά δύο τύπων μη επανδρωμένων αεροσκαφών. Προχώρησε, στη συνέχεια, στο γνωστό «Μπαϊρακτάρ ΙΙ» και κατά τα τρία τελευταία χρόνια, σε τρεις νέους εξελιγμένους τύπους ΜΕΑ, το «Ακιντζί», το «Ακσουγκούρ» και το «Κιζίλ Ελμά». Το τελευταίο, κατά τους ισχυρισμούς της Άγκυρας, θα έχει υπερηχητική ταχύτητα, ραντάρ ΑΕSA, σκοπευτικά και θα μπορεί να εκτοξεύει πυραύλους αέρος – αέρος και πυραύλους Κρουζ.
Είναι προφανής η προσπάθεια της Άγκυρας να δημιουργήσει, με τα Μη Επανδρωμένα Αεροσκάφη (ΜΕΑ), μια δεύτερη συμπληρωματική μαχητική Αεροπορία για να αναπληρώσει το έλλειμμα ισχύος, που βλέπει να μεγαλώνει με την ενίσχυση της Ελληνικής Αεροπορίας, και για να είναι σε θέση να διεξαγάγει έναν ανορθόδοξο πόλεμο.
Η Ελλάδα δεν πρέπει να επιδείξει ολιγωρία και αμέλεια απέναντι στα δύο αυτά πλεονεκτήματα της Τουρκικής πλευράς, που ενισχύονται και από άλλα δύο, που είναι τα σύγχρονα πυρομαχικά και τα συστήματα ηλεκτρονικού πολέμου.
Η Ελλάδα πρέπει να προχωρήσει άμεσα στις αναγκαίες προμήθειες και στους ενδεικνυόμενους εκσυγχρονισμούς, ώστε να καλύψει το χάσμα, το γρηγορότερο δυνατόν, στους παραπάνω τομείς. Πρέπει, ταυτόχρονα, να στρέψει την προσοχή της στα νέα δόγματα μάχης, στις ανορθόδοξες τακτικές και στα προβλήματα που δημιουργεί ο υβριδικός πόλεμος. Με την αναμέτρηση των συνεπειών που έχει η αδράνεια στον τομέα της εθνικής άμυνας, πρέπει η Ελλάδα να στρέψει πάλι δυναμικά την προσοχή της στην οργάνωση και ταχύρρυθμη ανάπτυξη της εθνικής αμυντικής βιομηχανίας και να κινητοποιήσει γι’ αυτό το επιστημονικό δυναμικό της Ελλάδος και του Αποδήμου Ελληνισμού.
Η Ελλάδα έχει τις προϋποθέσεις για να επιτύχει γρήγορα εκπληκτικά αποτελέσματα, εάν κατορθώσει να υπερβεί την πολιτική της κακοδαιμονίας, που γίνεται τροχοπέδη κάθε γενναίου οράματος. Συντρέχει όμως σήμερα μεγάλη εθνική ανάγκη και όλοι πρέπει να καταβάλουν προς αυτήν την κατεύθυνση κάθε δυνατή προσπάθεια.
Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ