Γ. Κατρούγκαλος στο “Π”: Αποτελεσματική διπλωματία και σαφείς κόκκινες γραμμές απέναντι στην τουρκική επιθετικότητα
Του
ΓΙΩΡΓΟΥ ΚΑΤΡΟΥΓΚΑΛΟΥ
Καθηγητή Δημοσίου Δικαίου, Τομεάρχη Εξωτερικών ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ
Η Τουρκία έχει περάσει πλέον σε νέα, πρωτόγνωρα επίπεδα επιθετικότητας, στο πλαίσιο της πάγιας αναθεωρητικής στρατηγικής της. Αμφισβητεί έμπρακτα την κυριαρχία στα νησιά μας, με αβάσιμα νομικά επιχειρήματα, ανιστόρητη ρητορική και επιθετικές προκλήσεις στο πεδίο.
Δεν είναι μόνο ο χάρτης Μπαχτσελί, που βάφει κόκκινη μέχρι και την Κρήτη, είναι και ο αριθμός ρεκόρ των υπερπτήσεων και παραβιάσεων του εναέριου χώρου μας και οι απροκάλυπτες πλέον απειλές για στρατιωτική δράση εναντίον μας. Παράλληλα, η Άγκυρα εντείνει τις προσπάθειές της, με έναν συνδυασμό διπλωματικών ενεργειών και δημιουργίας τετελεσμένων γεγονότων, αφενός να επισημοποιήσει τη διχοτόμηση της Κύπρου, αφετέρου να καταστήσει αδύνατη τη συνέχιση των διαπραγματεύσεων στη βάση των αποφάσεων των ΗΕ για διζωνική, δικοινοτική ομοσπονδία.
Απέναντι σε αυτήν την επιθετική κλιμάκωση η κυβέρνηση δεν έχει να αντιτάξει μια συνεκτική και αποτελεσματική στρατηγική. Η κύρια επιλογή του Κυρ. Μητσοτάκη, του «πιστού και δεδομένου» συμμάχου των ΗΠΑ, προκειμένου η Ελλάδα να αποτελέσει προκεχωρημένο φυλάκιο της Δύσης, όχι μόνο δεν φέρνει θετικά αποτελέσματα σε ό,τι αφορά τα ελληνοτουρκικά, αλλά αποστερεί τη χώρα μας από τη δυνατότητα να διαδραματίσει ρόλο πυλώνα ειρήνης και σταθερότητας στην περιοχή. Μια στρατηγική που παραδοσιακά επεδίωκε και η οποία είχε απτά οφέλη και οδηγούσε σε λιγότερους κινδύνους ως προς τα ελληνοτουρκικά. Δυστυχώς, όμως, ο κ. Μητσοτάκης επιμένει στο εμφυλιοπολεμικό δόγμα του «φυλακίου» και μάλιστα όταν το κεντρικό διακύβευμα πλέον είναι εάν, απέναντι στην επιθετική ρωσική πολιτική –που έχει όμως ισχυρά παγκόσμια ερείσματα–, θα μπορέσει η ΕΕ να αποτελέσει έναν αυτόνομο πόλο στη διεθνή σκηνή, με στρατηγική συνεργασία αλλά και αυτονομία σε σχέση με ΗΠΑ και ΝΑΤΟ.
Η κυβέρνηση στερείται πλήρως μιας αποτελεσματικής εθνικής στρατηγικής με κίνητρα και αντικίνητρα και στα διμερή. Ούτε στην ομιλία στον ΟΗΕ ούτε στην ΕΕ ακούσαμε τον κ. Μητσοτάκη να ξαναβάζει στο τραπέζι το πλαίσιο κυρώσεων που υιοθετήθηκε τον Ιούνιο 2019, επί κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, απέναντι στις τουρκικές απειλές. Έχουμε πολλές φορές επισημάνει την ανάγκη η Τουρκία να εισπράττει απτό κόστος για την επιθετική της συμπεριφορά, ώστε να πειστεί να καθίσει σοβαρά στο τραπέζι ενός ουσιαστικού διαλόγου. Το κενό αυτό δεν μπορεί να αναπληρωθεί από συναντήσεις Μητσοτάκη – Ερντογάν, όπως αυτή της Κωνσταντινούπολης, χωρίς ατζέντα και χωρίς στοχοθεσία. Εάν δεν επιδιωχθεί ενεργά από την Ελλάδα ένα νέο πλαίσιο, όπως αυτά της Βέρνης (1976 – 1981), του Νταβός (1988 – 1989), του Ελσίνκι (1999 – 2004), χωρίς τα κενά και τις σκιές τους, ή αυτό της ευρωτουρκικής συνεργασίας με αφορμή το Προσφυγικό (2015 – 2016), οποιαδήποτε τέτοια πρωτοβουλία θα είναι θνησιγενής. Και οι αναφορές στη Χάγη θα έχουν στόχο απλά να κερδίζουμε το blame game απέναντι στην Τουρκία. Πήχης επικίνδυνα χαμηλός.
Ελλειμματική είναι η πολιτική του κ. Μητσοτάκη και στο θέμα των κόκκινων γραμμών. Ενώ ορθά ο πρωθυπουργός κατήγγειλε από το βήμα το ΟΗΕ τις αμφισβητήσεις και τις παραβιάσεις κυριαρχίας και κυριαρχικών δικαιωμάτων της χώρας μας, όταν ήρθε η ώρα να περιγράψει τις κόκκινες γραμμές μας τοποθετήθηκε ως εξής: «Αν ο Πρόεδρος Ερντογάν θέλει να μιλήσει για κόκκινες γραμμές, τότε λέω το εξής: οι τουρκικές αξιώσεις στην κυριαρχία των νησιών της Ελλάδας είναι αβάσιμες και απαράδεκτες. Η αμφισβήτηση της κυριαρχίας ελληνικού εδάφους ξεπερνά την κόκκινη γραμμή για όλους τους Έλληνες. Και ως πρωθυπουργός της Ελλάδας δεν θα συμβιβαστώ ποτέ σε ό,τι έχει να κάνει με την εδαφική ακεραιότητα, την ασφάλεια και τη σταθερότητα της χώρας μου».
Κόκκινη γραμμή, όμως, επί του πεδίου δεν αποτελεί μόνο η αμφισβήτηση της κυριαρχίας και της εδαφικής μας ακεραιότητας αλλά και των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων στην ΑΟΖ και στην υφαλοκρηπίδα, εκεί όπου έλαβε χώρα η μεγάλη κρίση με το «Oruc Reis». Είναι δυστυχώς νωπές οι κυβερνητικές δηλώσεις, μεσούσης της κρίσης του 2020, ότι «κόκκινη γραμμή μας είναι τα έξι μίλια». Δηλώσεις που προφανώς ερμηνεύθηκαν από την Τουρκία ως πράσινο φως για έρευνες του «Oruc Reis» έως 6 ν.μ. από τη Ρόδο και το Καστελλόριζο. Σε μία περίοδο που οι κόκκινες γραμμές μας πρέπει να είναι σαφείς και να αναγγέλλονται και να υπηρετούνται με αποφασιστικότητα, το να αφήνει ο πρωθυπουργός την ΑΟΖ και την υφαλοκρηπίδα έξω από αυτές δίνει ένα σαφές και επικίνδυνο για τη χώρα μήνυμα.
Σε αυτό το πλαίσιο, προβληματική ήταν και η αφωνία του κ. Μητσοτάκη στον ΟΗΕ σε σχέση με το παράνομο τουρκολιβυκό σύμφωνο, η υπογραφή του οποίου τον Νοέμβριο 2019 ήταν η πρώτη πράξη της πολιτικής της «Γαλάζιας Πατρίδας». Αν και η ελληνική διπλωματία έχει, ορθώς, βάλει ως στόχο την ακύρωσή του, τα τελευταία δύο χρόνια οι ευρωπαίοι εταίροι μας μάς αποκλείουν συστηματικά από σχεδόν όλες τις συναντήσεις για τη Λιβύη, στις οποίες δίνουν κεντρικό ρόλο στην Τουρκία. Πώς εξηγείται ότι, σε αυτό το ήδη δύσκολο για τη χώρα μας πλαίσιο, ο πρωθυπουργός συναντήθηκε στον ΟΗΕ με τον επικεφαλής του Προεδρικού Συμβουλίου της Λιβύης Μοχάμεντ αλ Μένφι και δεν συζήτησε το παράνομο τουρκολιβυκό μνημόνιο; Έπαψε να αποτελεί εθνικό στόχο η ακύρωσή του; Εάν η μη αναφορά του στο δελτίο Τύπου της συνάντησης ήταν όρος της λιβυκής πλευράς, τα πράγματα είναι ακόμη χειρότερα.
Απέναντι στην τουρκική επιθετικότητα απαιτείται ένα στιβαρό και ενιαίο εθνικό μέτωπο, με συνεπή και αποτελεσματική στρατηγική. Είναι το χρέος της επόμενης δημοκρατικής και προοδευτικής κυβέρνησης να υπηρετήσει τους στόχους αυτούς, τους οποίους απέτυχε να προωθήσει ουσιαστικά ο κ. Μητσοτάκης.
Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ