Ευρ. Στυλιανίδης στο “Π”: Ελλάς – Τουρκία: Σύμμαχοι ή εχθροί; Εταίροι ή ανταγωνιστές; Γείτονες ή επιβουλείς;

Ευρ. Στυλιανίδης στο “Π”: Ελλάς – Τουρκία: Σύμμαχοι ή εχθροί; Εταίροι ή ανταγωνιστές; Γείτονες ή επιβουλείς;

Του
Δρος ΕΥΡΙΠΙΔΗ ΣΤ. ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΗ
Βουλευτή Ροδόπης Νέας Δημοκρατίας, πρώην Υπουργού,
Αναπληρωτή Καθηγητή Νομικής Ευρωπαϊκού Πανεπιστημίου Κύπρου


Οι σχέσεις Ελλάδος – Τουρκίας εμφανίζουν διαχρονικά τη μορφή ενός καρδιογραφήματος, με ανεβοκατεβάσματα, άλλες φορές πολύ έντονα κι άλλες φυσιολογικά. Οι σχέσεις μεταξύ των δύο κρατών είναι αναπόφευκτες και αναγκαίες, διότι, όπως σοφά λέει ο λαός μας, «τον γείτονά σου δεν τον διαλέγεις, αλλά είσαι υποχρεωμένος να συμβιώσεις μαζί του».

Οι διαφορές μεταξύ των δύο κρατών, ακόμα κι αν πετύχουμε να απομακρυνθούμε από τα πάθη, τις προκαταλήψεις και τις συγκρούσεις του παρελθόντος, είναι ορατές, παρότι ακόμα και στην ατζέντα των διαφορών δεν έχουμε καταφέρει να συνεννοηθούμε, διότι η Τουρκία επιδιώκει αυθαιρέτως και μονομερώς συνεχώς να τη διευρύνει με νέα ζητήματα.

Όπως η Ιστορία αποδεικνύει, οι διεθνείς διαφορές μπορούν να λυθούν με τρεις τρόπους: με πόλεμο, με διάλογο ή με επιδιαιτησία. Αν θεωρήσουμε ότι κανένας λαός δεν επιθυμεί τον πόλεμο, διότι, όπως έλεγε και ο Κωσταντίνος Καραμανλής, αν τον κερδίσουμε θα πάμε 50 χρόνια πίσω και αν τον χάσουμε 100, άρα όλοι βγαίνουν μόνο ζημιωμένοι, τότε η πιο πρόσφορη λύση ρητορικά προβάλλει ο διάλογος.

Ο διάλογος όμως είναι εφικτός μόνο μεταξύ κρατών και κυρίως κυβερνήσεων που έχουν θετική διάθεση, πιστεύουν στην αρχή της καλής γειτονίας και σέβονται τόσο τον συνομιλητή τους όσο και τους κανόνες του διεθνούς δικαίου. Δυστυχώς, η Τουρκία δεν φαίνεται να συμμερίζεται αυτές τις προϋποθέσεις. Ένας τέτοιος διάλογος, αν ξεκινήσει, είναι πολύ επικίνδυνο να οδηγηθεί σε αδιέξοδο και πιθανόν σε επικίνδυνες εντάσεις που μπορεί μας φέρουν κοντά σε μια ανεξέλεγκτη όξυνση.

Ως εκ τούτου, η επιδιαιτησία προβάλλει ως ο πιο υπεύθυνος και ρεαλιστικός δρόμος επιδίωξης μιας λύσης. Πρώτον, διότι συμβάλλει στην αποκλιμάκωση των εντάσεων και στην εφαρμογή μέτρων οικοδόμησης εμπιστοσύνης. Δεύτερον, διότι ενθαρρύνει την ανάπτυξη χαμηλών πολιτικών που ενισχύουν τις διμερείς σχέσεις, προσθέτοντας γέφυρες συνεργασίας σε άλλους τομείς, όπως, π.χ., η οικονομική, ενεργειακή, πολιτιστική, τουριστική κ.λπ. συνεργασία, που δημιουργούν σταδιακά κοινότητες συμφερόντων. Τρίτον, διότι προϋποθέτει την από κοινού διαμόρφωση της ατζέντας των διαφορών, με κατάληξη ενδεχομένως την υπογραφή ενός συνυποσχετικού που θα κριθεί με βάση το διεθνές δίκαιο. Τέταρτον, την από κοινού προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, του οποίου οι αποφάσεις θα γίνουν εκατέρωθεν σεβαστές.

Γιατί όμως η Τουρκία αντιδρά στην επιλογή της επιδιαιτησίας; Τι επιδιώκει;

Η Τουρκία χρησιμοποιεί την ένταση ως εργαλείο άσκησης τόσο εξωτερικής όσο και εσωτερικής πολιτικής. Η επιθετική και ανθελληνική ρητορική του Ταγίπ Ερντογάν κλέβει έδαφος πολιτικής επιρροής από την ενωμένη αντιπολίτευση των έξι και ανεβάζει, όπως φαίνεται, το ποσοστό του μέχρι τώρα 4% περίπου. Παράλληλα αποπροσανατολίζει το λαϊκό ενδιαφέρον από τα μεγάλα προβλήματα του πληθωρισμού και τις ανέχειας, χωρίς όμως να αφίσταται από μια διαχρονική εθνική στρατηγική της γείτονος.

Είναι σαφές ότι η Τουρκία κλιμακώνει συντονισμένα, διευρύνοντας μονομερώς και αυθαιρέτως την ατζέντα των διαφορών. Εκτός από τον εναέριο χώρο, την αιγιαλίτιδα και την ΑΟΖ, που συνδέονται με την εθνική κυριαρχία της Ελλάδας, προσθέτει συστηματικά τον αφοπλισμό των νησιών, την αμφισβήτηση του χαρακτήρα της μουσουλμανικής μειονότητας της Θράκης και τη μετατροπή της, κόντρα στη Λωζάννη και στο διεθνές δίκαιο, από θρησκευτική μουσουλμανική μειονότητα σε εθνική «τουρκική» κοινότητα, ακόμα και την επίσημη διχοτόμηση της Κύπρου σε δύο κράτη.

Η τουρκική κυβέρνηση είναι πασιφανές ότι όχι μόνο δεν θέλει λύσεις αλλά επιδιώκει να τινάξει πλήρως στον αέρα κάθε βάση διεθνούς δικαίου και φυσικά, όπως είπε πριν από χρόνια δημόσια ο τούρκος πρόεδρος, την ίδια τη Συνθήκη της Λωζάννης. Η Τουρκία θέλει να δημιουργήσει αυθαίρετα ένα ad hoc δίκαιο, όπως τη βολεύει και να επιβάλει τη νεοοθωμανική της ηγεμονία στα Βαλκάνια και στην Ανατολική Μεσόγειο. Έχει συμπεριφορά μικρομέγαλου παίχτη που δρα χωρίς κανόνες, αγνοώντας πλήρως συμμαχικές υποχρεώσεις και δίκαιο. Αν αυτή η αναθεωρητική συμπεριφορά γίνει ανεκτή από τη διεθνή κοινότητα και το ΝΑΤΟ, τότε θα ξηλώσει το πουλόβερ της ειρήνης και της σταθερότητας, που έπλεξε με πολύ κόπο η διεθνής κοινότητα στην ευρύτερη περιοχή.

Υπ’ αυτήν την έννοια, κανείς δεν μπορεί να υποτιμήσει τη συμμαχική διπροσωπία, τη διπλωματική αυθαιρεσία και την πολιτική επιθετικότητα της Τουρκίας έναντι όλων, ΗΠΑ, ΝΑΤΟ, ΟΗΕ, ΕΕ, και φυσικά έναντι της Ελλάδας.

Η Ελλάδα συνειδητά και με συνέπεια επιμένει στην επιδίωξη μιας συνεργασίας που θα βασίζεται στο διεθνές δίκαιο και στις συνθήκες. Όσο όμως αντιλαμβάνεται ότι η Τουρκία επιλέγει τη λογική της ισχύος, δεν σταματά να εξοπλίζεται, δυναμώνοντας την αποτρεπτική στρατιωτική της δύναμη και ενισχύοντας τις διεθνείς της συμμαχίες. Αυτό θωρακίζει τη διαπραγματευτική της θέση και αυξάνει τις πιθανότητες, με ψυχραιμία και νηφαλιότητα, να σύρει κάποια στιγμή την Τουρκία στον δρόμο της λογικής και της σωφροσύνης, που είναι και ο μονόδρομος για ένα κοινό και καλύτερο μέλλον στην περιοχή.

Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ


Σχολιάστε εδώ