Μια συζήτηση με τον Ηρακλή Καραμπάτο για το σώμα και την κινηματογράφησή του

Μια συζήτηση με τον Ηρακλή Καραμπάτο για το σώμα και την κινηματογράφησή του

Το σώμα στον κινηματογράφο η έκφραση και η εγγραφή του σε παραστατικές πηγές, και η θέση του στα πλαίσια του νεότερου οπτικού πολιτισμού, είναι το θέμα που πραγματεύεται το δοκίμιο του υποψήφιου διδάκτορα Αρχιτεκτονικής στο ΕΜΠ Ηρακλή Καραμπάτου.

Το πόνημα του κ. Καραμπάτου  έχει τίτλο: Παρατηρώντας τις απολαύσεις των άλλων, ένα δοκίμιο για το σώμα και την κινηματογράφησή του, επιχειρεί να καταγράψει ιστορικά και αυστηρά συνταγματικά τις μεταγραφές του σώματος σε παραστατικές πηγές και τις κινηματογραφικές εκφάνσεις του στην προοπτική της πρόσληψης στοιχείων που αυτό εγκλωβίζει από τους θεατές του.

Για το βιβλίο αυτό, το στόχο και τον προορισμό του, είχαμε με τον Ηρακλή Καραμπάτο μια ενδιαφέρουσα συζήτηση την οποίαν παραθέτουμε στη συνέχεια.

Ο Ηρακλής Καραμπάτος γεννήθηκε στον Πειραιά το 1991.
Είναι υποψήφιος διδάκτορας Αρχιτεκτονικής στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο.


// Πρόσφατα εκδώσατε ένα βιβλίο με τίτλο: «Παρατηρώντας τις απολαύσεις των άλλων: Ένα δοκίμιο για το σώμα και την κινηματογράφησή του». Τι πραγματεύεται το βιβλίο αυτό;

Το δοκίμιο αυτό εξετάζει κάποιες εκφάνσεις της εγγραφής του σώματος σε παραστατικές πηγές, θέλοντας όμως να σημειώσει ταυτόχρονα και τη θέση του στα πλαίσια του νεωτερικού οπτικού πολιτισμού, προβάλλοντας ερωτηματοθεσίες σχετικά με το status του σώματος, κυρίως στον «κινηματογράφο του σώματος» (cinema du corps) και στα προϊόντα κινηματογραφημένης πορνείας (πορνογραφία). Σε κάθε περίπτωση δεν πρόκειται για μια ιστοριογραφική μελέτη. Εν ολίγοις, δεν επιχειρώ να καταγράψω ιστορικά – αυστηρά συνταγματικά τις μεταγραφές του σώματος σε παραστατικές πηγές και ως εκ τούτου ο ιστορικός του κινηματογράφου δεν θα εντοπίσει σε αυτή κάτι το καινοφανές. Άλλωστε υπάρχουν ήδη πληρέστερες και πλουσιότερες μελέτες που έχουν επιχειρήσει κάτι τέτοιο με ιδιαίτερη επιτυχία, όπως αυτές του Γ. Σολδάτου. Γενικά η στοχοθεσία του σχολιασμού που επιχειρώ είναι πολυπρισματική, έχοντας ως αιχμή τόσο το σώμα και τις κινηματογραφικές εκφάνσεις του, όσο και την ιδέα της πρόσληψης των στοιχείων που αυτό εγκιβωτίζει από εμάς, τους θεατές του.

 

// Τι κάνει κατά τη γνώμη σας κάτι πορνογραφικό ή όχι;

Αυτή είναι μια πραγματικά δύσκολη ερώτηση. Ο Ουμπέρτο Έκο έλεγε ότι η πορνογραφία εντοπίζεται στα νεκρά διαστήματα των φιλμ. Για μένα είναι το πώς «επιβάλλεται» το υλικό. Παλαιότερα είχε μάλιστα τεθεί και το ζήτημα εάν έργα λογοτεχνίας αποτελούσαν προϊόντα πορνογραφίας. Όταν ο Κάτουλλος γράφει στο 16ο τραγούδι του “Pedicabo ego vos et irrumambo[…]”, δεν έχει σκοπό να επιβληθεί στην όρασή μας, ούτε καν στο φαντασιακό μας. Ο έρωτας στη ποίησή του αλλά και στη λογοτεχνία γενικότερα είναι σχεδόν πάντοτε άυλος. Ακόμη και όταν περιγραφές του έρωτα προσπάθησαν να προβούν σε λεπτομέρειες που καθορίζουν αποφασιστικά την ποιότητα και την ταυτότητα των πράξεων, όπως στη Ζυστίν του Μαρκησίου δεν μπορούν να μας επιβληθούν, ή τουλάχιστον όχι  τόσο άμεσα όσο η εποπτεία μιας εικόνας. Φυσικά όπου «Κάτουλλος» μπορείτε να τοποθετήσετε τον «Μέγα Ανατολικό», τα «Άνθη του κακού» κ.ο.κ. Πολύ δύσκολα θα μπορούσα να υποοστηρίξω ότι μια λογοτεχνική εικόνα θα μπορούσε να γίνει πορνογραφική. Στον κινηματογράφο τώρα, θα μπορούσα να επικαλεστώ τα παραδείγματα του Γκασπάρ Νοέ, του Λαρς Φ. Τρίερ ή της Ζουλιά Ντουκουρνό. Αν δείτε τις περιβόητες σκηνές του “Nymphomaniac” ή του “Love”, θα διαπιστώσετε ότι οι σκηνοθέτες μας καθοδηγούν στα σώματα με έναν πολύ συγκεκριμένο τρόπο (γκρο πλάνα), με σκοπό να δημιουργήσουν χώρο μέσα από τις συμπλοκές τους κατά τη σεξουαλική δραστηριότητα. Αυτό που κάνουν μοιάζει περισσότερο με αναφομοίωτο δάνειο από το πεδίο της πορνογραφίας, ενώ ταυτόχρονα κατασκευάζουν μια εικόνα που εμφανίζει μια φοβερά ισχυρή δομική ικανότητα: να μας απαγορεύει το να λάβουμε τον ρόλο των συνδημιουργών, λειτουργώντας εξουσιαστικά απέναντί μας. Αυτό είναι πορνογραφία.

 

// Οι νεώτερες γενιές εμφανίζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τα ζητήματα της σεξουαλικότητας. Ποια είναι η γνώμη σας για αυτές τις νέες, αναδυόμενες σεξουαλικές κουλτούρες;

Οι νεώτερες γενιές θέλουν να αλλάξουν πολλά πράγματα και αυτό όχι απλώς είναι κάτι θεμιτό, αλλά θα αποδειχθεί και ευεργετικό για πολλές εκφάνσεις του ανθρώπινου βίου στο μέλλον. Το πρόβλημα είναι ότι το κάνουν κάπως βιαστικά, κάπως – επιτρέψτε μου – «τσαπατσούλικα». Δείτε το παράδειγμα του όρου «σεξεργασία», όρος που μόνο συμβατικά χειριζόμασταν μέχρι το πρόσφατο παρελθόν, αλλά δυσεξήγητα έχει ενταχθεί ως δόκιμος όρος και στην επιστήμη, π.χ. πολλοί νομικοί τον εντάσσουν στις δικαστηριακές εισηγήσεις τους. Τι ακριβώς δηλώνει αυτός ο όρος; Προσωπικά δεν έχω ιδέα. Λόγω της δομικής του αορατότητας ο χώρος της πορνείας και της κινηματογραφημένης πορνείας δεν επιτρέπει την αδιαφανή επίβλεψή του, αφού αποφασιστικής σημασίας δεν είναι μόνο ό,τι προβάλλεται, αλλά και ό,τι αποσιωπάται. Ως εκ τούτου, όροι όπως σεξεργασία ή σεξεργάτρια/σεξεργάτης κ.λπ. εντάσσουν πλαισιοκρατικά και ενδεχομένως κάπως «βάρβαρα» ανθρώπους που βρίσκονται -είτε λόγω κοινωνικών συνθηκών είτε πιο άμεσων ασκήσεων εξουσιαστικών σχέσεων- κάτω από ένα καθεστώς δουλείας και εξαναγκασμού και όχι πραγματικής εργασίας, και άρα κρίνονται ως δομικά αποπροσανατολιστικοί. Η χειμαρρώδης επιθυμία ηθικοποίησης και κανονικοποίησης του πεδίου της πορνείας μέσω της πλήρωσης μιας «εργασιακής συνθήκης» εγκυμονεί σοβαρότατους κινδύνους, που σχετίζονται με την περαιτέρω θυματοποίηση αυτών των ατόμων.

 

// Στο δοκίμιό σας εμφανίζονται επιχειρήματα ενάντια στην πορνογραφία τόσο από την πλευρά της ηθικής όσο και από αυτή της αισθητικής. Θα θέλατε να μας πείτε εάν κατά τη γνώμη σας μπορεί να υπάρξει καλλιτεχνική πορνογραφία;

Σας απαντώ ακροθιγώς, αλλά θα επιστρέψω στο ζήτημα σε λίγο: Η πραγμάτευση του ζητήματος γίνεται με αυτούς τους όρους, καθώς η ίδια η πορνογραφία είναι ένα ηθικο-αισθητικό φαινόμενο. Από ποια άποψη; Από την άποψη ότι στα σώματα αυτών των ανθρώπων κάτι όντως αλλάζει, «κάτι συμβαίνει». Ένας άλλος λόγος που υιοθέτησα αυτή τη διαλεκτική είναι ότι τα νομικά επιχειρήματα του παρελθόντος δεν οδήγησαν πουθενά. Δείτε για παράδειγμα την κριτική των Α. Dworkin και C. McKinnon, η οποία -αν και παραμένει γοητευτική- τελικά κατέρρευσε. Εν ολίγοις δεν θα μας βοηθούσε το να ξαναγίνει λόγος για τον «τριουμφαλισμό του φαλλού» και την εγγενή υποτακτικότητα της γυναίκας στα προϊόντα κινηματογραφημένης πορνείας, αυτά είναι πλέον δεδομένα, όλοι τα γνωρίζουν. Επιστρέφοντας τώρα στην κριτική της πορνογραφίας από ηθική – αισθητική σκοπιά, επιτρέψετε να αναφέρω πως σε κάποιο σημείο του δοκιμίου γράφω πως, αν και το ζήτημα της συσχέτισης της ηθικής με άλλα πεδία του επιστητού ή της τέχνης μπορεί να γίνει μόνο σε ένα μετα-ηθικό επίπεδο, στο πεδίο της πορνογραφίας βλέπουμε πως δεν ισχύει κάτι τέτοιο, καθώς στον βαθμό που η πορνογραφία αποτελεί ένα συμβάν, μια πράξη συντελούμενη από δρώντα έλλογα όντα, τότε μας δίνει η ίδια τη δυνατότητα να θέσουμε ως εφαλτήριο και κανονιστικές ηθικές προσεγγίσεις. Με αυτό εννοώ ότι θα φαινόταν εντελώς δυσεξήγητο, ίσως και ανόητο, το να μιλήσουμε για αρετές, καθήκοντα, κακίες ή μεσότητες πάνω σε πράγματα που σχηματίζονται πάνω σε έναν καμβά, όπως θα φαινόταν, επίσης, δυσεξήγητο, το να μιλήσουμε με όρους πραξιολογικών ή κανονολογικών ηθικών για ένα ζήτημα πλαστικής, όμως εφόσον εδώ υπάρχει όντως ένα σώμα κάποιου έλλογου όντος στο οποίο, όπως προαναφέραμε, «κάτι πράγματι συμβαίνει», τότε μας επιτρέπεται να προβούμε και σε τέτοιες διαπιστώσεις. Αυτό ακριβώς προσπαθεί να αποφύγει μια μερίδα σύγχρονων καλλιτεχνών ή θεωρητικών, προβάλλοντας τη θεωρία του «αισθητικού αυτονομισμού», ώστε να καταστήσει τέτοιου είδους πρακτικές εξω-ηθικές. Η σύγχρονη πορνογραφία, περισσότερο από ποτέ, εντέλλεται κριτικές προσεγγίσεις απρόσμικτες από το πεδίο της ηθικής, αλλά αυτό φαίνεται παντελώς ανέφικτο. Ηθική και αισθητική παρουσιάζονται σε αυτή τόσο κοντά, που είναι πρακτικά αδύνατον να δημιουργηθούν αισθητικές κρίσεις γι’ αυτή χωρίς να ενέχουν ηθικά στοιχεία και vice versa. Στο πεδίο της εικόνας τώρα, εμφανίζονται δευτερογενείς προβληματοθεσίες αναφορικά με το καλλιτεχνικό της status, καθώς μπορεί σε ένα ακραιφνώς σκηνοθετικό πλαίσιο να τηρούνται κάποιες διαδεδομένες νόρμες, όμως στο mise en forme, στη σχηματοποίηση της φόρμας υπάρχουν σοβαρότατες ελλείψεις, όπως είναι, για παράδειγμα, η υπερκάλυψη της φόρμας λόγω του μαξιμαλισμού της σαρκικής ύλης. Ένα άλλο πρόβλημά της είναι το εξής: με τον ίδιο τρόπο που η σιωπή παρέχει πληροφοριακό περιεχόμενο, έτσι και η ακινησία στον κινηματογράφο μας πληροφοριοδοτεί∙ τα προϊόντα κινηματογραφημένης πορνείας στερούνται όμως αυτού του χαρακτηριστικού και με την ασταμάτητη διαδοχή κινήσεων παρουσιάζουν μια μονότονη έκφανση της ζωής, πέρα από τα ελλείμματα αφηγηματικότητας (το status της πορνογραφίας παραμένει προδήλως αν-αφηγηματικό), τα οποία αποτελούν αναγκαίες συνθήκες για τη σύσταση της κινηματογραφικής μορφής. Επίσης προβληματική είναι και η επαναληψιμότητα των εικόνων, ο «εικονολογικός μηρυκασμός» που αναγκάζει μια εικόνα να παρουσιάζεται πάντοτε με τον ίδιο τρόπο, σαν να είναι κλειδωμένη σε μια «φέτα» του χρόνου. Όπως ο Ρομπέρ Λεφέβρ είχε αναφέρει: «Ο κορεσμός της ηδονοβλεψίας δημιουργεί αποστασιοποίηση». Προκύπτουν βέβαια και δευτερογενή ερωτήματα, όπως το εάν υπάρχει αναπαραστατική διάσταση στην πορνογραφία ή το περιεχόμενό της λαμβάνει μόνο παραστατικό χαρακτήρα. Η κινηματογραφημένη πορνεία δεν αποτελεί απλώς μια «δεύτερης τάξης» εικόνα, αλλά ένα γεγονός που μετατρέπεται σε σκηνή. Επίσης η κινηματογραφημένη πορνεία δεν πληροί τη συνθήκη του Λάνγκε: δεν μας εξαπατά και ταυτόχρονα αδυνατεί ως πράξη – παράσταση να μας παρουσιάσει απρόσμικτη την ουσία του σώματος. Σήμερα, με την ευρεία εμπορευματοποίησή της, κανένας θεατής της δεν έχει πλέον την αίσθηση ότι το υλικό της απευθύνεται σε εκείνον και μόνο. Θα έλεγα λοιπόν πως δεν υπάρχει καλλιτεχνική πορνογραφία και πολύ φοβάμαι ότι δεν μπορεί να συγκροτηθεί ούτε μια «καλλιτεχνίζουσα» μορφή της. Μοιάζει περισσότερο με ένα sui generis «οπτικό φαινόμενο». Μπορεί να δανείζεται, όχι να δημιουργεί.


Το βιβλίο 

Η αφή στον σύγχρονο κόσμο θεωρείται ένα εξελικτικό κατάλοιπο, καθώς ο ρόλος της στην κοινωνικοποίηση του είδους μας έχει παραγκωνιστεί. Δεν ψηλαφούμε τις απολαύσεις των άλλων∙ τις παρατηρούμε, τις κοιτάζουμε.

Η άνοδος των σεξουαλικών υποκουλτούρων επανέφερε στο προσκήνιο ερωτήματα σχετιζόμενα με το σώμα και το status του στην κοινωνία της μετανεωτερικότητας. Η προβληματοθεσία του παρόντος δοκιμίου εκκινεί από τη φύση του σώματος για να καταλήξει στην πραγμάτευση της σωματικότητας στον κινηματογράφο (που μετά την δεκαετία του ’70 παρουσιάζει περισσότερο «υλικά» το σώμα, εγκιβωτίζοντας μια «εξουσιαστική» παρά μια «κριτική υψηλότητα»), στα προϊόντα κινηματογραφημένης πορνείας κ.ο.κ. Στοιχειοθετείται έτσι μια θεωρητική προσέγγιση τόσο για το σώμα και τις κινηματογραφικές εκφάνσεις του, όσο και για την ιδέα της πρόσληψης των στοιχείων που αυτό εγκιβωτίζει από εμάς, τους θεατές του.

Με αυτόν τον τρόπο συγκροτείται μια σειρά ερωτηματοθεσιών, οι οποίες σχετίζονται μεζητήματα, όπως το εάν μπορεί να υπάρξει μια «καλλιτεχνική πορνογραφία», ποιο είναι το status του σώματος κατά τη φιλμική εγγραφή και μεταγραφή του στον νεώτερο και σύγχρονο κινηματογράφο (π.χ. στο κίνημα του “cinéma du corps” ή στον κινηματογράφο των Γκασπάρ Νοέ, Λαρς φον Τρίερ, Πιερ Πάολο Παζολίνι κ.ά.) και πώς αυτό προκαλεί θεασιακές απολαύσεις.


ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΕΛΕΥΘΟΣ 

Κατηγορία: Φιλοσοφία
ISBN 978-618-5542-12-2


Σχολιάστε εδώ