Γερμανία – Ευρωπαϊκή Ένωση – Του ΣΙΜΟΥ ΑΝΔΡΟΝΙΔΗ
Του
ΣΙΜΟΥ ΑΝΔΡΟΝΙΔΗ
Υποψήφιου Διδάκτορος στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ
Ο καγκελάριος της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, Όλαφ Σολτς, κατέθεσε, σε ομιλία του στο Πανεπιστήμιο του Καρόλου στην Πράγα, μια σειρά προτάσεων για τη θεσμική μετεξέλιξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Οι προτάσεις, όπως η κατάργηση του βέτο και η λήψη αποφάσεων με πλειοψηφία, η θέσπιση θέσης δεύτερου επιτρόπου στις Γενικές Διευθύνσεις της Ένωσης, η συγκρότηση κοινών αμυντικών υποδομών (σύστημα αεράμυνας), ακόμη και αν δεν κομίζουν γλαύκας εις Αθήνας, συνιστούν μια βάση συζήτησης μεταξύ των εκπροσώπων των χωρών-μελών και των αρμόδιων θεσμικών οργάνων της Ένωσης σχετικά με τη μετεξέλιξη της Ένωσης και την εμβάθυνση της διαδικασίας ολοκλήρωσης.
Σε αυτό το πλαίσιο, μπορούμε να αναφέρουμε πως οι γερμανικές προτάσεις λαμβάνουν υπ’ όψιν τις σχετικές συζητήσεις που έχουν προηγηθεί εντός της ίδιας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με τη γερμανική κυβέρνηση να επιλέγει στρατηγικά αυτές τις προτάσεις προκειμένου να συγκεντρώσει ένα έστω και μικρό minimum «πραγματιστικής συναίνεσης», για να παραπέμψουμε στην ανάλυση του Δημήτρη Χρυσοχόου, αποφεύγοντας τη διαμόρφωση ενός οιονεί κλίματος ή, αλλιώς, περιβάλλοντος έντονων αντιπαραθέσεων.
Σε μια περίοδο, μάλιστα, όπου έχει ήδη συγκροτηθεί ένα αρκούντως στέρεο κλίμα συναίνεσης ως προς τη λήψη συγκεκριμένων μέτρων που απαντούν στη ρωσική στρατιωτική εισβολή στην Ουκρανία και στις προεκτάσεις αυτής, όπως είναι η διαμορφούμενη ενεργειακή επισφάλεια. Άρα, ως προς αυτό, θα επισημάνουμε πως η Γερμανία κατέθεσε, σε αυτήν τη συγκυρία, αυτές τις προτάσεις έχοντας ως μείζον διακύβευμα το να μη χαθεί το momentum, στοχεύοντας κατά κύριο λόγο στην ενίσχυση, και δη στην ποιοτική ενίσχυση, του πολιτειακού χαρακτήρα της Ένωσης.
Παράλληλα, θα επισημάνουμε πως οι προτάσεις αυτές, και για την ακρίβεια η κατάθεσή τους, έδωσαν την ευκαιρία στη γερμανική κυβέρνηση (τα τρία κόμματα που την απαρτίζουν είναι καταστατικά φιλοευρωπαϊκά) να διατρανώσει την υποστήριξή της στην ενταξιακή πορεία των χωρών των Δυτικών Βαλκανίων, κάτι που έχει καταστεί σταθερά της ασκούμενης γερμανικής εξωτερικής πολιτικής, αν και η ρητορική περί υποστήριξης αυτής της διαδικασίας δεν συνοδεύθηκε από τη γνωστοποίηση πως έπεται κάποια διπλωματική πρωτοβουλία της γερμανικής κυβέρνησης για την προώθηση της όλης διαδικασίας, στο εγκάρσιο σημείο όπου η διαδικασία αυτή δεν προσέλαβε κάποια ιδιαίτερη δυναμική την επαύριον της ρωσικής στρατιωτικής εισβολής στην Ουκρανία.
Οι γερμανικές προτάσεις (που δεν γνωρίζουμε αν θα εφαρμοσθούν), σε συνδυασμό με την κινητικότητα που επιδεικνύει σε πολλαπλά πεδία η Ευρωπαϊκή Ένωση αυτήν την περίοδο, αμφισβητούν τις εσφαλμένες εκείνες αντιλήψεις που δεν βλέπουν παρά «αναβλητικότητα» «δισταγμό», και μία «μόνιμη καθυστέρηση» στην Ένωση, καθιστώντας την ουραγό των εξελίξεων.
Οι προτάσεις αξίζει να μελετηθούν από όλους (και από την εν Ελλάδι Σοσιαλδημοκρατία) όσοι ομνύουν στην αρχή «caritas rei publicae», ήτοι «στην αγάπη για τα δημόσια πράγματα». Στην αγάπη για το καθ’ αυτό δημόσιο πράγμα, που είναι η Ευρωπαϊκή Ένωση.
Η οποία κατάφερε να αξιοποιήσει την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης (λαμβάνουμε ως αφορμή το γεγονός του θανάτου του τελευταίου ηγέτη της Μιχαήλ Γκορμπατσόφ), προσελκύοντας στις τάξεις της, με άξονες το ενισχυμένο συμβολικό – πολιτικό της κεφάλαιο και τις μέχρι τότε επιτυχίες της, χώρες της Ανατολικής Ευρώπης που άλλοτε ήταν υπό τη σκιά της Σοβιετικής Ένωσης.
Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ