Η Τουρκία κερδίζει τον πόλεμο της προπαγάνδας…
Με την Αθήνα να παρακολουθεί τα νταηλίκια του Ερντογάν
–Και περιμένει τα «δώρα» από τους Αμερικανούς!
–Σοβαρότατες ευθύνες έχουν οι ελληνικές κυβερνήσεις
Του
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΤΣΑΚΑΛΟΥ
Kατά μέτωπο επίθεση, διπλωματική και επικοινωνιακή, εναντίον της Ελλάδας έχουν εξαπολύσει ο Ταγίπ Ερντογάν και η τουρκική ηγεσία, ενώ η τουρκική αντιπολίτευση ακολουθεί κατά πόδας, με την Αθήνα να προσπαθεί να ζυγίσει τις προθέσεις του τούρκου ηγέτη και να επιλέξει τις αντιδράσεις της.
Η ελληνική κυβέρνηση, η οποία έχει χάσει τον όποιο ρυθμό είχε, καθώς βρίσκεται στη δίνη του σκανδάλου των υποκλοπών, φαίνεται να κινδυνεύει να χάσει και ένα θετικό μομέντουμ που υπήρχε διεθνώς, και λόγω της δυσφήμισης που υφίσταται η Ελλάδα λόγω των υποκλοπών αλλά και γιατί πλέον είναι φανερό ότι δεν υπάρχει χημεία μεταξύ του Μεγάρου Μαξίμου και του υπουργείου Εξωτερικών. Αυτό περιορίζει τις δυνατότητες επιλογών και κινήσεων του Νίκου Δένδια, ενώ προκαλεί και ανταγωνισμό για το ποιος θα καρπωθεί τα εύσημα από μια σωστή κίνηση και ποιος θα φορτωθεί τις ευθύνες για μια δυσάρεστη εξέλιξη στα εθνικά θέματα.
Σε επίπεδο επικοινωνίας η τουρκική πλευρά έχει κερδίσει κατά κράτος, καθώς τα καθημερινά πλέον δημοσιεύματα και βίντεο που δίνονται στη δημοσιότητα από την Άγκυρα, με δήθεν pushbacks μεταναστών και προσφύγων και κακομεταχείρισή τους από τις Ελληνικές Αρχές, μένουν αναπάντητα ή η απάντηση έρχεται κατόπιν εορτής – μέχρι να συντονιστεί το υπουργείο Ναυτιλίας με το υπουργείο Προστασίας του Πολίτη και το υπουργείο Εξωτερικών για να βγει μια διάψευση.
Έτσι, λοιπόν, δεν υπάρχει ουσιαστική απάντηση από την ελληνική πλευρά στις καθημερινές δηλώσεις τούρκων αξιωματούχων αλλά και στα στοχευμένα δημοσιεύματα από κρατικά ΜΜΕ της Τουρκίας (και στις αγγλόφωνες εκδόσεις τους), που συκοφαντούν τις ελληνικές θέσεις και παρουσιάζουν την Ελλάδα ως… επιτιθέμενη και ως παραβάτη του Διεθνούς Δίκαιου και προβάλλουν τις τουρκικές διεκδικήσεις στο Αιγαίο, στην Ανατολική Μεσόγειο και στη Θράκη σαν να πρόκειται για θέσεις συμβατές με τη διεθνή νομιμότητα. Μια δήλωση του πρωθυπουργού, όπως αυτή που έκανε στο Παρίσι, ή ένα σχόλιο του Νίκου Δένδια μετά τη συνάντησή του με έναν ξένο ομόλογό του είναι προφανές ότι δεν αρκούν. Τα Γραφεία Τύπου αλλά ακόμα και αυτή η Διεύθυνση Επικοινωνίας του ΥΠΕΞ αδυνατούν να παίξουν τον ρόλο ενός μηχανισμού που θα απαντά στην τουρκική προπαγάνδα και θα έχει τη δυνατότητα να διοχετεύει αυτές τις πληροφορίες και σε ξένα ΜΜΕ. Κανείς από την κυβέρνηση δεν σκέφτηκε να διαθέσει τα λεφτά από τις διάφορες «λίστες» για έναν πραγματικά εθνικό σκοπό.
Μέσα σε αυτό το κλίμα, ο Ερντογάν είχε την περασμένη εβδομάδα μια σημαντική διεθνή παρουσία στο Ουζμπεκιστάν, στη Σύνοδο Κορυφής του Οργανισμού Συνεργασίας της Σανγκάης, όπου εκτός από ηγέτες της Κεντρικής Ασίας συμμετείχαν και οι Πρόεδροι της Ρωσίας και της Κίνας. Κατόπιν θα μεταβεί στη Νέα Υόρκη, όπου θα έχει σειρά σημαντικών επαφών και παρεμβάσεων, ενώ αναμένεται να κλειδώσει και το ραντεβού του με τον αμερικανό Πρόεδρο Τζο Μπάιντεν. Με την παρουσία του στο Ουζμπεκιστάν ο κ. Ερντογάν θέλησε να διαμηνύσει στη Δύση ότι ο ίδιος έχει εναλλακτικές και αν συνεχισθεί η πίεση που θεωρεί ότι του ασκείται από τη Δύση θα στραφεί στους «συμμάχους» του στην Ανατολή. Έτσι θεωρεί ότι ισχυροποιεί τη θέση του απέναντι στους Αμερικανούς, καθώς τρεις μήνες μετά το ραντεβού του με τον Προέδρο Μπάιντεν στη Μαδρίτη δεν φαίνεται να έχει υπάρξει καμιά πρόοδος στο θέμα που τον καίει και δεν είναι άλλο από την αγορά και την αναβάθμιση των F-16. Κάτι που έχει μείζονα σημασία, συμβολική και ουσιαστική, για τον τούρκο ηγέτη.
Με την Ελλάδα να έχει πάρει ήδη τα πρώτα Rafale και τα πρώτα δύο αναβαθμισμένα F-16 Viper, απειλώντας να ανατρέψει υπέρ της την ισορροπία στον αέρα του Αιγαίου, η Τουρκία όχι μόνο έχει αποκλειστεί από το πρόγραμμα των F-35, λόγω των επιλογών του και χειρισμών του κ. Ερντογάν, αλλά αντιμετωπίζει και σημαντικές δυσκολίες για τα F-16, κάτι που έχει κρίσιμη σημασία για την αξιοπιστία και την ισχύ της Τουρκικής Πολεμικής Αεροπορίας. Είναι επίσης σημαντικό συμβολικό ζήτημα η «μικρή και χρεοκοπημένη» Ελλάδα, όπως τη χαρακτηρίζει ο κ. Ερντογάν, να ενισχύει τη συμμαχική και στρατηγική σχέση με τις ΗΠΑ, να προσφέρει νέες βάσεις στους Αμερικανούς και να προμηθεύεται υψηλής τεχνολογίας εξοπλισμό και ο κ. Ερντογάν να μην έχει καν εξασφαλίσει πρόσκληση για τον Λευκό Οίκο και να αντιμετωπίζεται με καχυποψία και σχεδόν εχθρικά από το κατεστημένο της Ουάσινγκτον.
Στο παζάρι με τον Προέδρο Μπάιντεν ο κ. Ερντογάν είναι αποφασισμένος να μη θέσει μόνο το Ουκρανικό και τον υποτιθέμενο ρόλο που παίζει εκεί η Τουρκία, αλλά θα επιχειρήσει να βάλει τόσο το θέμα της Συρίας όσο και του Αιγαίου και της Ανατολικής Μεσογείου.
Ο τούρκος ηγέτης φαίνεται να ελπίζει πως η αμερικανική πλευρά, προκειμένου να τον καλμάρει, να τον επιβραβεύσει για τον ρόλο του στη συμφωνία με τα σιτηρά και να τον δελεάσει προκειμένου να μη… στραφεί στην Ανατολή (όπου είναι ήδη στραμμένος ο κ. Ερντογάν), θα του προσφέρει τα F-16 και συγχρόνως θα δεσμευθεί ότι θα κρατήσει ίσες αποστάσεις μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας.
Με τη σκληρή ρητορική του εναντίον της Ελλάδας και την κατασυκοφάντηση της χώρας μας, στην οποία επιδίδονται με έφεση όλα τα κυβερνητικά στελέχη στην Άγκυρα, θέλει να αποδυναμώσει και να υπονομεύσει το κύρος της χώρας μας. Θεωρεί ότι έτσι θα μπορεί να απευθυνθεί πολύ πιο εύκολα είτε στην Ουάσινγκτον είτε στην ΕΕ, απαιτώντας ίσες αποστάσεις και εγκατάλειψη της όποιας αλληλεγγύης δείχνουν οι Ευρωπαίοι αλλά και διακοπή της αναβάθμισης των στρατηγικών και στρατιωτικών σχέσεων της Ελλάδας με τις ΗΠΑ.
Επίσης στρώνει το έδαφος ώστε, ακόμη κι αν επιλέξει ο ίδιος να προκαλέσει θερμό επεισόδιο, να έχει εκ των προτέρων καταστήσει αν όχι αποκλειστικά υπεύθυνη, τουλάχιστον συνυπεύθυνη την Ελλάδα. Και, με την καθημερινή επανάληψη σε όλα τα φόρα, να έχει διαμορφώσει και την ατζέντα ενός διαλόγου, τον οποίο θα συστήσουν στις δύο χώρες όλοι οι διεθνείς παράγοντες…
Δυστυχώς, σε αυτήν την τακτική του τούρκου ηγέτη η Αθήνα δείχνει μουδιασμένη και αμήχανη, καθώς θέλει να αποφύγει, και σωστά, μια στρατιωτική κλιμάκωση με την Τουρκία. Από την άλλη, όμως, δεν μπορεί και δεν αντέχει καμιά κυβέρνηση –πόσω μάλλον η σημερινή, που έχει μπει σε καθοδική πορεία– να επιτρέψει στην Άγκυρα να κλιμακώσει τις αμφισβητήσεις επί του πεδίου. Και η ελληνική κυβέρνηση είναι στραμμένη στη Νέα Υόρκη, καθώς με κάθε διπλωματικό μέσο έχει σταλεί το μήνυμα προς την κυβέρνηση Μπάιντεν για την ανάγκη η παρέμβασή της προς τον κ. Ερντογάν να έχει στόχο την αποκλιμάκωση και την επανάληψη των επαφών μεταξύ των δύο κυβερνήσεων. Κάτι που προς το παρόν φαίνεται εξαιρετικά δύσκολο, αλλά στην πολιτική ποτέ μη λες ποτέ.
Σε ό,τι αφορά το μήνυμα του κ. Μητσοτάκη προς τον Ταγίπ Ερντογάν «νταηλίκια γιοκ», θα πρέπει απλώς να έχει υπόψη του ο πρωθυπουργός ότι ο Ερντογάν δεν έγινε μόνος του νταής, αλλά σοβαρότατες ευθύνες έχουν και οι ελληνικές κυβερνήσεις που άφησαν να εκτραφεί και να ενισχυθεί αυτός ο Ερντογάν, τα νταηλίκια του οποίου βιώνει σήμερα η χώρα…
Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ