Οι ΗΠΑ, η Ευρώπη και ο πόλεμος στην Ουκρανία
Γράφει ο
ΠΕΡΙΚΛΗΣ ΝΕΑΡΧΟΥ
Πρέσβυς ε.τ.
Oι ΗΠΑ επενέβησαν δύο φορές στο παρελθόν, στον Α’ και στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, για να σώσουν την Ευρώπη από τη Γερμανική απειλή. Εν όψει αυτής, είχε υποχωρήσει προσωρινά ο θεμελιώδης γεωπολιτικός ανταγωνισμός των Αγγλοσαξώνων με τη Ρωσία, την αυτοκρατορική αρχικά του Τσάρου και μετέπειτα τη Σοβιετική.
Στο τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, η στρατιωτική γιγάντωση της Σοβιετικής Ενώσεως, που συνδυαζόταν τότε και με το ιδεολογικό και πολιτικό όραμα του κομμουνισμού, σήμανε συναγερμό στο Δυτικό στρατόπεδο. Υπήρχαν φωνές που συμβούλευαν προληπτική στρατιωτική ρήξη με τη Σοβιετική Ένωση, όσο ακόμη είχαν οι ΗΠΑ το μονοπώλιο του πυρηνικού όπλου. Οι μνήμες όμως του κοινού αντιφασιστικού αγώνα ήταν ακόμη πολύ νωπές και οι λαοί της Ευρώπης και των ΗΠΑ δεν ήθελαν να δεχθούν ούτε τη διάψευση των ελπίδων που γέννησε η αντιφασιστική νίκη ούτε να ξαναζήσουν ή να παρατείνουν τη φρίκη του πολέμου. Ο συνετός Αμερικανός Πρόεδρος Ρούσβελτ είχε εμμείνει σταθερά σε μια αδιάρρηκτη συμμαχία με τη Σοβιετική Ένωση, ως απαραίτητη προϋπόθεση για τη Συμμαχική νίκη και τη θεμελίωση μεταπολεμικά της ειρήνης πάνω στη βάση διεθνών θεσμών και της Διακηρύξεως του Ατλαντικού.
Ο διάδοχός του Χάρρυ Τρούμαν εξήγγειλε την πολιτική της αναχαιτίσεως και οριοθετήσεως (containment) του κομμουνιστικού κινδύνου, σε παγκόσμιο επίπεδο, και έθεσε τις βάσεις του Ψυχρού Πολέμου. Ο τελευταίος απέτρεψε τον θερμό πόλεμο στο κεντρικό Ευρωπαϊκό μέτωπο της αντιπαραθέσεως, αλλά δεν μπόρεσε να εμποδίσει περιφερειακούς πολέμους και συγκρούσεις σε άλλα σημεία του κόσμου. Η Σοβιετική Ένωση είχε εν τω μεταξύ αποκτήσει και αυτή την ατομική βόμβα και στη συνέχεια την υδρογονοβόμβα, γεγονός που οδήγησε στη γνωστή πυρηνική ισορροπία του τρόμου, με τη λεγόμενη Ικανότητα Αμοιβαίας Καταστροφής.
Οι ιδέες και οι προσπάθειες για Ευρωπαϊκή ενοποίηση προωθήθηκαν με Αμερικανική και Βρετανική ενθάρρυνση, ως ένα μέσο για μια αποτελεσματικότερη ισορροπία στην Ευρώπη έναντι της Σοβιετικής Ενώσεως, που προεκτεινόταν τότε, μέσω του Συμφώνου της Βαρσοβίας, μέχρι το Βερολίνο της μοιρασμένης Γερμανίας, τα Βαλτικά κράτη και τα Βαλκάνια. Η Ενωμένη Ευρώπη θα ήταν η άλλη όψη του ΝΑΤΟ, σε οικονομικό και πολιτικό επίπεδο. Οι διεργασίες αυτές είχαν θεωρηθεί ως απαραίτητες και ιστορικά ώριμες, μετά τις αποτυχημένες προσπάθειες δημιουργίας Ευρωπαϊκού στρατού, με επανεξοπλισμό της Γερμανίας, στο πρώτο ήμισυ της δεκαετίας του ’50. Ο Στρατηγός Ντε Γκωλ, παρά το γεγονός ότι δεν βρισκόταν τότε στην εξουσία, πρωτοστάτησε στις αντιδράσεις για δημιουργία Ευρωπαϊκού στρατού, που θα ήταν, προφανώς, υπό τον έλεγχο του ΝΑΤΟ και μέσω αυτού των Αμερικανών.
Ο Στρατηγός Ντε Γκωλ, όταν επανήλθε στην εξουσία, με αφορμή τον πόλεμο της Αλγερίας, το 1959, άρχισε να προβάλλει τις ιδές και τις σκέψεις του για μια ανεξάρτητη Ευρώπη, στην οποία η Γαλλία θα μπορούσε να πρωτοστατήσει και μέσω αυτής να αποκτήσει μια ισχυρότερη διεθνή φωνή. Προώθησε, στο πνεύμα αυτό, τη συμφιλίωση με τη Γερμανία, πάνω στη βάση ενός υποτιθέμενου κοινού Ευρωπαϊκού οράματος, σε συνεργασία με τον εμβληματικό Γερμανό Καγκελάριο Κόνραντ Αντενάουερ. Η Γερμανία όμως, λόγω του εθνικού της προβλήματος, του μοιρασμού της δηλαδή σε Ανατολική και Δυτική, ήταν επιφυλακτική απέναντι στην ιδέα μιας ανεξάρτητης Ευρώπης, γιατί πίστευε ότι μόνο οι ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ αποτελούσαν πραγματικό αντίβαρο στη Σοβιετική ισχύ. Φοβόταν επίσης, μετά την εμπειρία του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, να έρθει σε διαφωνία και γεωπολιτική αντιπαράθεση με τις ΗΠΑ και τη Μ. Βρετανία.
Η διαφοροποιημένη αυτή θέση της Γερμανίας φαλκίδευσε την ιδέα μιας ενωμένης ανεξάρτητης Ευρώπης, παρά το γεγονός ότι ο Στρατηγός Ντε Γκωλ την επιδίωξε δυναμικά, αποσύροντας, μεταξύ άλλων, τη Γαλλία, από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ το 1966. Ο Στρατηγός Ντε Γκωλ πίστευε, ήδη από τη δεκαετία του ’60, και το διεκήρυσσε ότι ο Ψυχρός Πόλεμος είχε ήδη κερδηθεί από τη Δύση και ότι αυτό που προείχε τώρα ήταν η ανεξαρτησία και η ενοποίηση της Ευρώπης. Χρειαζόταν όμως γι’ αυτό ύφεση, προσέγγιση και συνεργασία με τον άλλο Συνασπισμό.
Σε τρεις δεκαετίες περίπου, η πρόβλεψη του Ντε Γκωλ σχετικά με τον Ψυχρό Πόλεμο επαληθεύθηκε. Η Σοβιετική Ένωση κατέρρευσε. Επρόκειτο όμως για εσωτερική περισσότερο κατάρρευση, λόγω αντιφάσεων και αδυναμιών του συστήματος, παρά για νίκη του αντιπάλου συνασπισμού και των ΗΠΑ, όσο και αν οι τελευταίες είχαν συμβάλει στη πτώση της με τον πόλεμο πετρελαίου που είχαν οργανώσει εναντίον της και με τον λεγόμενο πόλεμο των άστρων.
Τα όσα ακολούθησαν είναι γνωστά. Ο πρόσφατος θάνατος του τελευταίου Σοβιετικού ηγέτη Μιχαήλ Γκορμπατσώφ υπενθύμισε τον ρόλο που διεδραμάτισε και την ακολουθία των γεγονότων που οδήγησαν στη διαδοχή του από τον μοιραίο για τη χώρα του Γιέλτσιν. Η μετασοβιετική Ρωσία βρέθηκε σε δεινή θέση και σε έσχατη γεωπολιτική αδυναμία. Οι Νεοσυντηρητικοί των ΗΠΑ είδαν στην αδυναμία αυτή μια στρατηγική ευκαιρία για πλήρη αλλαγή στους γεωπολιτικούς συσχετισμούς στην Ευρώπη, με την επέκταση του ΝΑΤΟ μέχρι τα Ρωσικά σύνορα, παρά τις διαβεβαιώσεις για το αντίθετο, που είχαν δοθεί στον Γκορμπατσώφ ως εγγύηση για την αποδοχή της επανενώσεως της Γερμανίας. Στο πλαίσιο αυτό, ανελήφθη και η γεωπολιτική αλλαγή στα Βαλκάνια με την επέμβαση στη Γιουγκοσλαβία.
Η Ουκρανία ήταν, προφανώς, το μήλον της Έριδος. Ιστορικά, η Ουκρανία ήταν πάντα στη γεωπολιτική τροχιά της Ρωσίας. Απόσπαση της Ουκρανίας από τη γεωπολιτική επιρροή της Ρωσίας θα είχε ως συνέπεια τη γεωπολιτική συρρίκνωση της τελευταίας και τον σταδιακό υποβιβασμό της από παγκόσμια δύναμη σε περιφερειακή. Ο Αμερικανός στρατηγιστής Ζμπίγκνιου Μπρεζίνσκι «προέβλεπε» ήδη από τη δεκαετία του ’90 τη μετακίνηση της Ουκρανίας στο Δυτικό στρατόπεδο.
Για τη Ρωσία, μετά την παλινόρθωση Πούτιν, μια τέτοια εξέλιξη εθεωρείτο ως αιτία πολέμου, για γεωπολιτικούς αλλά και εθνικούς λόγους. Για τους Ρώσους, η Ουκρανία είναι αδιαχώριστη από τη Ρωσική ιστορία, εφόσον το Κίεβο είναι στις απαρχές της Ρωσικής εθνικής ιστορίας και του εκχριστιανισμού τους. Κατά δεύτερο λόγο, γιατί η σημερινή Ουκρανία αποτελείται, σε μεγάλο μέρος, από εδάφη που προσαρτήθηκαν σ’ αυτήν από την Τσαρική Ρωσία και από τη Σοβιετική Ένωση. Το σημαντικότερο μάλιστα μέρος των εδαφών αυτών είναι πρώην Ρωσικά εδάφη, όπως το Ντονμπάς και η Κριμαία. Είναι ενδεικτικό το γεγονός ότι ο γνωστός Κίσινγκερ έκανε λόγο προσφάτως, αναφερόμενος στην Ουκρανία, για «συλλογή εδαφών» (collection of territories).
Με τα δεδομένα αυτά, η λογική επέβαλλε μια συμβιβαστική λύση, που θα απέτρεπε τον πόλεμο, με την αποδοχή καθεστώτος ουδετερότητας για την Ουκρανία. Γιατί δεν έγινε; Οι λόγοι δεν είναι μόνο εσωτερικοί. Υπερίσχυσαν γεωπολιτικοί σχεδιασμοί και ηγεμονικοί στόχοι, εκπορευόμενοι από την Ουάσινγκτον. Η Αμερικανική επέμβαση στην Ευρώπη, τη φορά αυτή, δεν έγινε για τη σωτηρία της Ευρώπης, αλλά για λόγους Αμερικανικής ηγεμονίας.
Η Ευρώπη ευθυγραμμίσθηκε παθητικά, παρά το γεγονός ότι είναι αυτή που, μετά την Ουκρανία, πληρώνει το βαρύτερο τίμημα, σε οικονομικό αλλά και σε πολιτικό επίπεδο.
Το μεγάλο όμως ερώτημα είναι το πού οδηγείται ο κόσμος, με την ακολουθούμενη άφρονα πολιτική και τη συνεχή κλιμάκωση. Για την Ελλάδα και την Κύπρο το ερώτημα αυτό είναι ακόμη πιο επιτακτικό, γιατί, μέσα στη σύγχυση και στις αντιφάσεις των διεθνών εξελίξεων, η καραδοκούσα Άγκυρα αναζητά ευκαιρίες για την προώθηση των δικών της σχεδίων.
Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ