Δημήτρης Τζανακόπουλος στο “Π”: Απόρρητη δημοκρατία

Δημήτρης Τζανακόπουλος στο “Π”: Απόρρητη δημοκρατία

Του
ΔΗΜΗΤΡΗ ΤΖΑΝΑΚΟΠΟΥΛΟΥ
Βουλευτή Α’ Αθήνας του ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία


Εδώ και αρκετές εβδομάδες η κυβέρνηση προσπαθούσε να μας πείσει ότι οι επισυνδέσεις των Κουκάκη και Ανδρουλάκη δεν σχετίζονταν κατά κανέναν τρόπο με την παγίδευση ή την απόπειρα παγίδευσης των τηλεφώνων τους και από το κακόβουλο λογισμικό «Predator». Επρόκειτο απλώς για μια διαβολική σύμπτωση.

Μετά όμως τις καταγγελίες και του Χρήστου Σπίρτζη για την απόπειρα παγίδευσης του κινητού του τηλεφώνου με το κακόβουλο λογισμικό, και μάλιστα λίγες μέρες αφού είχε ασκήσει κριτική και είχε επιδιώξει τον κοινοβουλευτικό έλεγχο για ζητήματα που αφορούσαν την ΕΥΠ, γίνεται πλέον φανερό ότι βρίσκεται σε λειτουργία στη χώρα μας ένα ενιαίο παρακρατικό κέντρο, η λειτουργία του οποίου καθοδηγείται απευθείας από το Μέγαρο Μαξίμου και τον ίδιο τον Κυριάκο Μητσοτάκη και το οποίο δεν αξιοποιεί μόνο τις λεγόμενες «νόμιμες» επισυνδέσεις αλλά και το παράνομο αυτό λογισμικό, παρά τις επίμονες διαψεύσεις.

Είναι λοιπόν ακριβώς σε αυτό το φόντο που αποκτά τεράστια σημασία η αποτελεσματική λειτουργία των θεσμών κοινοβουλευτικού ελέγχου και διακρίβωσης της αλήθειας, είτε πρόκειται για την Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας είτε φυσικά για την Εξεταστική Επιτροπή για το σκάνδαλο των παρακολουθήσεων.

Μέχρι στιγμής, τόσο τα πολιτικά πρόσωπα, ο κ. Μητσοτάκης στην Ολομέλεια της Βουλής και ο κ. Δημητριάδης ενώπιον της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας, όσο και ο πρώην διοικητής της ΕΥΠ επικαλούνται το απόρρητο, το οποίο αντιτάσσουν στην Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας ώστε να αποφύγουν να καταθέσουν όλα όσα γνωρίζουν για τις επίμαχες υποθέσεις. Παράλληλα, με προχθεσινές δηλώσεις της η κ. Μπακογιάννη απείλησε όσους τολμήσουν να παραβιάσουν το απόρρητο με δεκαετείς στερητικές της ελευθερίας ποινές, σε μια απολύτως δική της ερμηνεία, που δεν βρίσκει κανένα έρεισμα στον νόμο.

Και τούτο διότι, όπως έχει ήδη υποστηριχθεί απολύτως πειστικά, το απόρρητο δεν μπορεί να αντιταχθεί στην Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας, ούτε, βέβαια, στην Εξεταστική Επιτροπή. Και αυτό διότι, αν ίσχυε το αντίθετο, θα οδηγούμασταν στο εξής πολιτικό και πολιτειακό παράδοξο, όπως επισημαίνει και ο ομότιμος καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου Γιάννης Δρόσος σε πρόσφατο άρθρο του στην «Αυγή»: «Θα έπρεπε να δεχθούμε ότι η πρόσβαση στα απόρρητα που κατέχει η ΕΥΠ είναι προνόμιο των ανθρώπων της, συνιστάμενο στο ότι ως προς την κατοχή και χρήση τους η ΕΥΠ κινείται ανέλεγκτα, έξω από τους συνταγματικούς δημοκρατικούς και δικαιοκρατικούς κανόνες, διαθέτοντας επί της απόρρητης πληροφορίας περίπου περιουσιακά δικαιώματα και πάντως την απόλυτη εξουσία να την κάνει ό,τι θέλει».

Με λίγα και απλά λόγια, θα μπορούσε κατά την, ανέλεγκτη υπό αυτήν την ερμηνεία για το απόρρητο, κρίση της η ΕΥΠ να δώσει εντολή για την παρακολούθηση των τηλεφώνων του συνόλου των βουλευτών, των αρχηγών των πολιτικών κομμάτων, ακόμη και της Προέδρου της Δημοκρατίας ή και του συνόλου των δικαστών, χωρίς να είναι υποχρεωμένη να δώσει εξηγήσεις σε κανέναν, ούτε να αιτιολογήσει την απόφασή της, επικαλούμενη απόρρητους λόγους εθνικής ασφάλειας. Αυτή είναι η ύστατη λογική συνέπεια της ερμηνείας που θέλει το απόρρητο να αντιτάσσεται ενώπιον της Βουλής των Ελλήνων. Εξάλλου, τι νόημα θα είχε τότε η υποχρέωση των μελών της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας να τηρούν και οι ίδιοι το απόρρητο, όπως ορίζεται στο άρθρο 43 του Κανονισμού της Βουλής, αν μπορούσε να τους αντιταχθεί από την ΕΥΠ και τους πολιτικούς της προϊσταμένους; Πώς θα αποκτούσαν καν τα μέλη της Επιτροπής πρόσβαση σε απόρρητες πληροφορίες για να είναι υποχρεωμένοι και αυτοί / αυτές να τηρούν το απόρρητο;

Πρόκειται λοιπόν εδώ για ψευδοερμηνεία, απολύτως αντίθετη με το Σύνταγμα, που οδηγεί στην υπονόμευση των αρχών της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, σε παραβίαση τελικά του Κανονισμού της Βουλής αλλά και κυρίως του Συντάγματος. Κανένα τεχνικό επιχείρημα δεν νομίζω ότι μπορεί να ανατρέψει την υποχρέωση της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας και της Εξεταστικής Επιτροπής να καλέσουν τους εμπλεκόμενους, πολιτικά πρόσωπα και επιχειρησιακά, και να τους υποχρεώσουν να αποκαλύψουν όλα όσα γνωρίζουν, χωρίς να κάνουν αποδεκτή την από πλευράς τους επίκληση του απορρήτου. Είναι κοινοβουλευτικό μας χρέος απέναντι στον κίνδυνο να διολισθήσουμε σε πρακτικές χούντας και να επιτρέψουμε την υπονόμευση της ίδιας της δημοκρατίας.

Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ


Σχολιάστε εδώ