Οι επικείμενες ιταλικές εκλογές – Πιθανή η νίκη των συντηρητικών και ακροδεξιών πολιτικών δυνάμεων
–Συνέπειες για Ευρώπη και τον Ευρωπαϊκό Νότο
Του
ΧΡΗΣΤΟΥ Θ. ΜΠΟΤΖΙΟΥ
Η απρόσμενη άνοδος του Μάριο Ντράγκι στον πρωθυπουργικό θώκο της Ιταλίας είχε, αντίστοιχα, και αναπάντεχη πτώση. Και τούτο συνέβη λίγους μόνο μήνες πριν από την προβλεπόμενη κανονική διεξαγωγή των εκλογών, τον Φεβρουάριο του 2023.
Πριν του ανατεθεί η πρωθυπουργία, είχε μια επιτυχή θητεία ως πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), τα θέματα και τις αρμοδιότητες της οποίας χειρίστηκε με μετριοπάθεια και, σε ό,τι αφορά τις χώρες του Ευρωπαϊκού Νότου, με κατανόηση για τις δυσκολίες που αντιμετώπιζαν από την οικονομική κρίση, διαφωνώντας, διακριτικά, με την άτεγκτη πολιτική του πρώην γερμανού υπουργού Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε.
Ο Ντράγκι δεν ήταν εκλεγμένος πολιτικός. Η ανάθεση της πρωθυπουργίας σε αυτόν ήταν συνέπεια της ασυμφωνίας μεταξύ των κομμάτων του κυβερνητικού συνασπισμού για την οικονομική και κοινωνική πολιτική της κυβέρνησης. Γεγονός που ώθησε τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας Σέρτζιο Ματαρέλα να τον επιλέξει ως σύμβολο εθνικής ενότητας αλλά και ως τεχνοκράτη, με την προσμονή ότι η τεχνογνωσία του στα οικονομικοτραπεζικά θέματα θα βοηθούσε την Ιταλία να ανακάμψει από την οικονομική κρίση η οποία ταλανίζει τη χώρα από ετών, με ένα τεράστιο εξωτερικό χρέος, που συγκριτικά με τις άλλες χώρες-μέλη της ΕΕ έπεται μόνο της Ελλάδας.
Ο Ντράγκι δεν έχασε τη στήριξη των κοινοβουλευτικών κομμάτων λόγω εσφαλμένων πολιτικών επιλογών, αλλά λόγω των εσωτερικών διαφωνιών που υπήρξαν ιδιαίτερα στο Κόμμα των 5 Αστέρων, που στις τελευταίες δημοτικές εκλογές είχε υποστεί σημαντική συρρίκνωση, όπως άλλωστε και όλα, σχεδόν, τα κόμματα της Κεντροαριστεράς. Σε αντίθεση με την εκλογική συρρίκνωση του κεντροαριστερού χώρου, σημαντική άνοδο πέτυχαν τα κόμματα της συντηρητικής Δεξιάς, ιδιαίτερα δε η ακροδεξιά παράταξη «Fratteli d’ Italia» της Τζόρτζια Μελόνι, που προηγήθηκε του, επίσης, ακροδεξιού κόμματος της Λέγκας του Βορρά, το οποίο απώλεσε ψήφους ακόμη και στην πόλη της Βερόνα, που θεωρείται το ιδεολογικό της προπύργιο. Από την άλλη πλευρά, στη δημοκρατική Αριστερά η εικόνα είναι μάλλον αποκαρδιωτική. Ο κεντροαριστερός πολιτικός χώρος εμφανίζεται κατακερματισμένος και οι πολιτικές δυνάμεις της εποχής Κράξι, Μπερλινγκουέρ και Νάτα φαίνεται να ανήκουν στο παρελθόν.
Η ανάκαμψή τους θα εξαρτηθεί από τις πολιτικές εξελίξεις και τις ηγεσίες που θα αναδειχθούν στο μέλλον.
Τι μπορεί να συμβεί και ποιες μπορεί να είναι οι συνέπειες, αν στις επικείμενες πολιτικές εκλογές της 25ης Σεπτεμβρίου επικρατήσουν οι δυνάμεις της συντηρητικής Δεξιάς (Μπερλουσκόνι) μαζί με εκείνες της Ακροδεξιάς, της κ. Μελόνι; Αν τελικά επιβεβαιωθούν οι μέχρι στιγμής προβλέψεις και δεν ανατραπούν από τα αποτελέσματα της κάλπης και αναδειχθεί κυβέρνηση με προεξάρχουσα δύναμη τα κόμματα της Ακροδεξιάς, ο πολιτικός χάρτης της Ιταλίας μπορεί να αλλάξει ριζικά και να επηρεάσει και εκείνον της ΕΕ και των χωρών-μελών της.
Η Ιταλία είναι μία από τις ιδρυτικές και τις σημαντικότερες χώρες της ΕΕ. Είναι η τρίτη σε οικονομική ισχύ μετά τη Γερμανία και τη Γαλλία. Σε ό,τι αφορά τα εξωτερικά θέματα, και δη το Ουκρανικό, η κυβέρνηση Ντράγκι, παρά το γεγονός ότι συντάχθηκε πλήρως με τις ευρωατλαντικές θέσεις, για στήριξη της Ουκρανίας όχι μόνο πολιτικά αλλά και σε ενίσχυση με πολεμικό υλικό, ταυτόχρονα ήταν υπέρ του διαλόγου με τη Μόσχα και της εξεύρεσης λύσης διά της διπλωματικής οδού –αντί της απομόνωσης της Ρωσίας, που εξυπηρετεί μόνο τα γεωπολιτικά συμφέροντα των ΗΠΑ–, για παύση των εχθροπραξιών και ειρήνευση.
Ένας άλλος τομέας που μπορεί, ενδεχομένως, να επηρεασθεί από την πιθανή αλλαγή του πολιτικού σκηνικού, είναι η αντιμετώπιση του Προσφυγικού – Μεταναστευτικού. Η Ιταλία, όπως και η Ελλάδα, και σε μικρότερο βαθμό η Ισπανία, είναι οι κύριες πύλες εισόδου προσφύγων και οικονομικών μεταναστών στην ΕΕ. Η χορήγηση άδειας παραμονής ή ασύλου ή η επιστροφή τους στις χώρες προέλευσης ρυθμίζονται από σχετικές προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου. Το Προσφυγικό – Μεταναστευτικό δεν είναι μόνο πολιτικό θέμα. Είναι συγχρόνως και ανθρωπιστικό.
Η κ. Μελόνι και τα ακροδεξιά κόμματα δεν φαίνεται να συμμερίζονται αυτήν τη θέση και δεν πρέπει να αποκλεισθεί το ενδεχόμενο να συνταχθεί η Ιταλία με τις ακραίες θέσεις των ηγετών των χωρών της Ομάδας Visegrad (Ουγγαρία, Πολωνία, Σλοβακία), που δεν διστάζουν να εκφράζουν θέσεις του τύπου «να πετάξουμε τους πρόσφυγες και οικονομικούς μετανάστες στη θάλασσα»! Και σε θέματα διεθνούς πολιτικής τα κόμματα της ιταλικής συντηρητικής Δεξιάς είναι υπέρμαχοι του Ευρωατλαντισμού, γεγονός που μπορεί να επηρεάσει τις θέσεις της Ιταλίας για το μέλλον της ΕΕ, για μια πραγματική ένωση, με ενιαία εξωτερική πολιτική και άμυνα.
Μπορεί, επίσης, να επηρεασθεί και η συνεργασία με τη χώρα μας. Ελλάδα και Ιταλία είναι οι δύο κατ’ εξοχήν μεσογειακές χώρες και κατέχουν ξεχωριστή θέση στην ευρωπαϊκή ιστορία. Με πρωτοβουλία της προηγούμενης ελληνικής κυβέρνησης, είχε προωθηθεί η δημιουργία μίας άτυπης ομάδας συνεργασίας των χωρών του Μεσογειακού Ευρωπαϊκού Νότου (Ελλάδα, Ιταλία, Γαλλία, Ισπανία, Πορτογαλία, Μάλτα, Κύπρος), με σκοπό να προβάλει τις θέσεις και τις ιδιαιτερότητες της περιοχής στους «θεσμούς» της ΕΕ αλλά και να αντισταθμίσει –χωρίς προθέσεις αντιπαλότητας– τις ακραίες θέσεις της Ομάδας Visegrad. Η άτυπη Ομάδα του Ευρωπαϊκού Νότου έδωσε απτά δείγματα των δυνατοτήτων συνεργασίας με την πραγματοποίηση της Συνόδου των Αθηνών, που προκάλεσε η ελληνική κυβέρνηση τον περασμένο χρόνο, ενώ υιοθέτησε το Κείμενο της Διακήρυξης των Αθηνών, με κύρια αναφορά στην κλιματική αλλαγή στη Μεσόγειο.
Θα συνεχίσει η Ιταλία –αν αναδειχθεί από τις επικείμενες εκλογές μια άκρως συντηρητική κυβέρνηση– να ευνοεί τη συνεργασία μεταξύ των χωρών του Ευρωπαϊκού Νότου; Θα στηρίξει τις θέσεις που αφορούν το μέλλον και τις προοπτικές για μια πραγματική ΕΕ, όπως και τις θέσεις σε μείζονα θέματα διεθνούς πολιτικής σημασίας; Εύλογα τα ερωτήματα, όπως και οι ανησυχίες.
Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ