Ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ και η μετασοβιετική εποχή – Του Ν. Στραβελάκη

Ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ και η μετασοβιετική εποχή – Του Ν. Στραβελάκη


Του
ΝΙΚΟΥ ΣΤΡΑΒΕΛΑΚΗ,
Οικονομολόγου του Εθνικού
και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών


Την Τρίτη 30 Αυγούστου 2022 πέθανε ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ, στα 91 του χρόνια. Σε άλλες εποχές το άκουσμα του θανάτου του θα ήταν αφορμή για αναπολήσεις «ενός διχασμένου κόσμου που δεν υπάρχει πια», μέσα από την καταλυτική επίδραση της κυριαρχίας της καπιταλιστικής αγοράς.

Όμως η τρομακτική εισοδηματική ανισότητα μετά το 1980, η κρίση του 2008, η συνακόλουθη διεθνής αποσταθεροποίηση και ο πόλεμος στην Ουκρανία έχουν πείσει και τον πλέον δύσπιστο ότι η καπιταλιστική αγορά δεν μπορεί να αποτελέσει τη βάση ενός εύπορου και αρμονικού κόσμου.

Το τέλος της Σοβιετικής Ένωσης είχε σίγουρα αρνητικές επιδράσεις στους όρους διαβίωσης της εργατικής τάξης σε ολόκληρο τον πλανήτη. Όλοι συμφωνούν ότι τα 30 χρόνια που ακολούθησαν τον πόλεμο (1950 – 1980) ήταν τα καλύτερα για την εργατική τάξη. Στο διάστημα αυτό κατόρθωσε να καρπώνεται, μέσα από τη δράση των συνδικάτων, το σύνολο των βελτιώσεων στην παραγωγικότητα της εργασίας. Ένα φαινόμενο που θεωρήθηκε παράδοξο και ονομάσθηκε «παράδοξο του Kaldor» από τον οικονομολόγο του Cambridge Nicholas Kaldor, που το παρατήρησε πρώτος. Δεν είμαι σίγουρος αν η ύπαρξη της Σοβιετικής Ένωσης έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην άνοδο του βιοτικού επιπέδου της εργατικής τάξης μετά τον πόλεμο, σίγουρα όμως η κατάρρευσή της έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην πρωτοφανή επίθεση στα εργασιακά δικαιώματα, που ακολούθησε. Μια επίθεση που οδήγησε στην πρωτοφανή εισοδηματική ανισότητα, η οποία, όπως συμφωνούν όλοι, χαρακτηρίζει την εποχή μας.

Αλλά και για τις δημοκρατίες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης η κατάρρευση δεν είχε και τα καλύτερα αποτελέσματα. Το 1991 εφαρμόσθηκε το περιβόητο σχέδιο Γιαβλίτσκι – Harvard – ΔΝΤ. Η λογική του ήταν ότι η απελευθέρωση των τιμών θα οδηγούσε σε ένα, πολωνικού τύπου, σοκ μετάβασης στην «οικονομία της αγοράς». Οι εμπνευστές του ήταν τόσο σίγουροι για την επιτυχία, που, πιστοί στη φενάκη των ορθολογικών προσδοκιών, προανήγγειλαν την απελευθέρωση της τιμής του ψωμιού για την 1/1/1992. Ακολούθησε χάος, η μαύρη αγορά οργίασε, ο πληθωρισμός εκτινάχθηκε στο 350% αλλά οι φωστήρες του ΔΝΤ αγρόν ηγόραζαν. Αμέσως διέλυσαν την «Ένωση του Ρουβλιού» (οι πρώην Σοβιετικές Δημοκρατίες είχαν κοινό νόμισμα το ρούβλι), με το σκεπτικό ότι έτσι θα προστάτευαν τη Ρωσία από τον πληθωρισμό. Όμως ο πληθωρισμός συνέχισε και οι χρεοκοπίες των επιχειρήσεων διαδέχονταν η μία την άλλη. Για να τιθασεύσουν τον πληθωρισμό προχώρησαν σε περιορισμό του δανεισμού, τα επιτόκια εκτινάχθηκαν και το ΑΕΠ μειώθηκε πάνω από 14% μέσα στο 1992.

Η ύφεση συνεχίσθηκε, αποκτώντας μόνιμα χαρακτηριστικά. Η ρωσική «οικονομία της αγοράς» απώλεσε σωρευτικά πάνω από 65% του ΑΕΠ της σοβιετικής εποχής μέχρι το 1999. Από αυτή την περιπέτεια προέκυψε το καθεστώς Πούτιν και η κάστα των ολιγαρχών, που κατάφερε να βάλει στο χέρι τους πλουτοπαραγωγικούς πόρους της χώρας έναντι πινακίου φακής. Ήταν η αύξηση των τιμών του πετρελαίου και του φυσικού αερίου, στα τέλη της δεκαετίας του 1990, που έβγαλε τη Ρωσία αλλά και τις άλλες πρώην Σοβιετικές Δημοκρατίες από τη χρόνια ύφεση, αλλά με όρους πρωτοφανούς ανισότητας.

Στην αρχή, η Δύση υποδέχθηκε αυτήν την εξέλιξη ως «θαύμα της αγοράς». Ήταν η εποχή των που οι φωστήρες σε ΗΠΑ και Ευρωπαϊκή Ένωση μιλούσαν για τις εντυπωσιακές επιδόσεις των BRICS (Brazil, Russia, India, China, South Africa), έναντι της απογοήτευσης των PIGS (Portugal, Ireland, Greece, Spain). Όμως η συνέχιση και η όξυνση της κρίσης του 2008 και η επιδείνωση των όρων εμπορίου για ΗΠΑ και Ευρώπη έφεραν τις παρεμβάσεις των Δυτικών στην Ουκρανία, την εισβολή των Ρώσων και τη διάλυση του σύντομου ειδυλλίου.

Έτσι λοιπόν, 32 χρόνια μετά την Πτώση του Τείχους, ο κόσμος μοιάζει να έχει γυρίσει πίσω σε μια εποχή που θυμίζει τον Ψυχρό Πόλεμο, και μάλιστα με πολύ χειρότερους όρους για τη μεγάλη πλειοψηφία του κόσμου στον πλανήτη.

Για τη γειτονιά μας, η κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης σήμανε μια νέα εποχή. Η αρχική προσέγγιση της Ρωσίας με τη Δύση έφερε την υποβάθμιση του ρόλου της Τουρκίας και την αναβάθμιση της Ελλάδας, που φιλοδοξούσε να παίξει το ρόλο της ευρωπαϊκής εκσυγχρονιστικής δύναμης στα Βαλκάνια και στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο. Όμως και αυτό το όνειρο της ελληνικής αστικής τάξης είχε ημερομηνία λήξης. Η όξυνση των σχέσεων της Ρωσίας με τη Δύση, που ξεκίνησε με τις πολιτικές εξελίξεις στην Ουκρανία και την κατάληψη της Κριμαίας, συνεχίσθηκε με τον πόλεμο στη Συρία και κορυφώθηκε με τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, ανέτρεψε το σκηνικό. Η Τουρκία βρήκε χώρο για διπλωματικές κινήσεις, με αποτέλεσμα να έχει καταστεί εγγυητής μεταξύ Ρώσων και Ουκρανών για τις εξαγωγές ουκρανικού σιταριού, την ώρα που δέχθηκε τα συγχαρητήρια του ΝΑΤΟ για την επέτειο της απόκρουσης της Ελληνικής Μικρασιατικής Εκστρατείας το 1922.

Ο Γκορμπατσόφ σίγουρα δεν μπορούσε να προβλέψει όλες αυτές τις εξελίξεις. Εδώ πίστευε ότι είχε μέλλον μια σοσιαλδημοκρατική αναδιάρθρωση του εκφυλισμένου σοβιετικού μοντέλου ύστερα από 20 χρόνια οικονομικής στασιμότητας. Ο ρόλος του στην Ιστορία δεν ήταν τόσο πρωταγωνιστικός, όπως διατείνονται τόσο αυτοί που τον εκθειάζουν όσο και αυτοί που τον καταδικάζουν. Με αυτήν τη λογική, αν έχει να μας διδάξει κάτι η τελευταία 30ετία, είναι ότι ο καπιταλισμός παράγει οικονομικές κρίσεις ακόμη και όταν είναι πολιτικά κυρίαρχος. Από αυτήν τη σκοπιά, δεν μπορεί να είναι το «τέλος της Ιστορίας».

Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ


Σχολιάστε εδώ